Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Οι Λογισμοί


Οι καλοί λογισμοί φέρνουν τήν πνευματική υγεία


- Γέροντα, ποια είναι τά χαρακτηριστικά τού αδύνατου λογισμού;
- Τί εννοείς; Πρώτη φορά το ακούω αυτό.
- Είχατε πει, το να βάλη κανείς αριστερό λογισμό, να παρεξήγηση μια συμπεριφορά…
- Καί το είπα αδύνατο λογισμό αυτό;
- Θυμήθηκα εκείνον πού ήθελε να μείνη κοντά σας ως υποτακτικός καί του είπατε: Δέν
σέ κρατώ, γιατί έχεις αδύνατο λογισμό.
- Όχι, δέν το είπα έτσι. Δέν σέ παίρνω, του είπα, για υποτακτικό, γιατί δέν έχεις υγεία
πνευματική. Τί θά πή υγεία πνευματική;, μέ ρωτάει. Δέν έχεις καλούς λογισμούς, του λέω.
Σάν άνθρωπος θά έχω τά κουσούρια μου, καί σάν καλόγερος τόσα χρόνια θά έχω καί
μερικές αρετές. Αν δέν έχης καλό λογισμό, θά βλάπτεσαι καί από τά κουσούρια μου καί από τις
αρετές μου. Γιά ένα μικρό παιδί μπορεί νά πή κανείς ότι έχει αδύνατο λογισμό, γιατί είναι
ακόμη ανώριμο, όχι όμως γιά έναν μεγάλο.
- Όλοι οί μεγάλοι, Γέροντα, είναι ώριμοι;
- Μερικοί άπό το κεφάλι τους δέν ωριμάζουν. Άλλο, αν δέν τους κόβη. Όταν κάποιος δέν
κινήται απλά, ό λογισμός του πηγαίνει στο κακό καί όλα τά παίρνει στραβά. Αυτός δέν έχει
υγεία πνευματική καί δέν βοηθιέται ούτε άπό το καλό βασανίζεται καί μέ το καλό.
- Αν δούμε, Γέροντα, μιά αταξία, συμφέρει νά ψάξουμε νά βρούμε ποιος την έκανε;
- Ψάξε πρώτα νά δής μήπως την έκανες έσύ. Αυτό είναι πιο καλό!
- Όταν όμως, Γέροντα, μοϋ δίνουν αφορμές οί άλλοι;
- Έσύ πόσες αφορμές έδωσες; Αν το σκεφθής αυτό, θά καταλάβης ότι κάνεις λάθος
αντιμετωπίζοντας έτσι τά πράγματα.
- Καί όταν λέμε: αυτό μάλλον θά το έκανε ή τάδε αδελφή, είναι καί αυτό αριστερός
λογισμός;
- Είσαι σίγουρη πώς το έκανε αυτή ή αδελφή;
- Όχι, αλλά επειδή καί άλλη φορά έκανε κάτι ανάλογο.
- Πάλι αριστερός λογισμός είναι, αφού δεν είσαι σίγουρη. Ύστερα, ακόμη και αν τό
έκανε αύτη ή αδελφή, ποιος ξέρει πώς και γιατί τό έκανε.
- Όταν όμως, Γέροντα, βλέπω λ.χ. ότι μια αδελφή έχει κάποιο πάθος;
- Γερόντισσα είσαι; Ή Γερόντισσα φέρει ευθύνη, γι’ αυτό πρέπει να έξετάζη τα πάθη σας. Έσείς
όμως γιατί να εξετάζετε τά πάθη της άλλης; Ακόμη δέν έχετε μάθει να κάνετε δουλειά στον
εαυτό σας. Αν θέλετε νά κάνετε δουλειά στον εαυτό σας, νά μήν εξετάζετε τί κάνουν οι άλλοι γύρω
σας, άλλα νά φέρνετε καλούς λογισμούς και για τά καλά και για τά άσχημα πού βλέπετε
στους άλλους. Άσχετα με τί σκοπό κάνει κάτι ό άλλος, εσείς βάλτε έναν καλό λογισμό. Ό καλός
λογισμός έχει μέσα αγάπη, αφοπλίζει τόν άλλον και τόν κάνει νά σου φερθή καλά. Θυμάστε
εκείνες τις καλόγριες πού πέρασαν τόν ληστή γιά άββα; Όταν αποκαλύφθηκε, νόμιζαν ότι κάνει τόν
δια Χριστόν σαλό και παριστάνει τόν ληστή και άλλο τόσο τόν είχαν σέ ευλάβεια. Τελικά έσωσαν
και αυτόν καί τους συντρόφους του.
- Όταν, Γέροντα, μια αδελφή μοϋ λέη κάποιο ψέμα…
- Καί άν αναγκάσθηκε εξ αιτίας σου νά πή ένα ψέμα ή αν ξέχασε, καί αυτό πού σοϋ είπε δέν είναι
ψέμα; Ζητάει λ.χ. ή άρχοντάρισσα από την μαγείρισσα σαλάτα και εκείνη της λέει δεν έχω,
ενώ ή άρχοντάρισσα ξέρει ότι έχει. Άν ή άρχοντάρισσα δεν έχη καλούς λογισμούς, θά πη: ¨ψέ-
ματα μου λέει. Άν όμως έχη καλούς λογισμούς, θά πη: ή καημένη, ξέχασε ότι είχε σαλάτα,
γιατί είχε πολλή δουλειά, ή ¨την κράτησε γιά κάποια άλλη περίπτωση. Δεν έχεις
πνευματική υγεία, γι’ αυτό σκέφτεσαι έτσι. Άν είχες πνευματική υγεία, θά έβλεπες και τά
ακάθαρτα καθαρά. Όπως θά έβλεπες τά φρούτα, έτσι θά έβλεπες και τήν κοπριά, γιατί ή
κοπριά βοήθησε νά γίνουν τά φρούτα.
Όποιος έχει καλούς λογισμούς, έχει πνευματική υγεία και το κακό το μετατρέπει σε καλό.
Θυμάμαι στην Κατοχή, όσα παιδιά είχαν γερό οργανισμό, έτρωγαν μέ όρεξη ένα κομμάτι
μπομπότα καί ήταν όλο υγεία. Ένω κάτι πλουσιόπαιδα, παρόλο πού έτρωγαν ψωμί μέ
βούτυρο, επειδή δέν είχαν γερό οργανισμό, ήταν φιλάσθενα. Έτσι και στην πνευματική ζωή. Ένας,
άν έχη καλούς λογισμούς, καί νά τον χτυπήσης άδικα, θά πη: ¨Το επέτρεψε ό Θεός, γιά νά
εξοφλήσω παλιά μου σφάλματα, δόξα τω Θεώ!. Ένω ένας άλλος πού δέν έχει καλούς
λογισμούς, καί νά πάς νά τον χαϊδέψης, θά νομίζη πώς πάς νά τον χτυπήσης. Πάρτε
παράδειγμα άπό έναν μεθυσμένο. Άν είναι κακός, τά σπάζει όλα επάνω στο μεθύσι. Άν είναι
καλός, ή θά κλαίη ή θά συγχωράη. Ένας μεθυσμένος έλεγε: Χαρίζω άπό έναν κουβά λίρες σε
όποιον μέ φθονεί!
http://gerontes.wordpress.com

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Περί των τριών τρόπων της προσευχής

Τρεις είναι οι τρόποι της προσοχής και της προσευχής, με τους οποίους η ψυχή ή υψώνεται ή γκρεμίζεται· υψώνεται όταν τους μεταχειρίζεται σε κατάλληλο καιρό, γκρεμίζεται όταν τους κατέχει παράκαιρα και ανόητα. Η νήψη λοιπόν και η προσευχή είναι δεμένες όπως η ψυχή με το σώμα και η μία χωρίς την άλλη δεν μπορεί να σταθεί. Αυτά τα δύο συνδέονται μεταξύ τους με δύο τρόπους. Πρώτα η νήψη αντιστέκεται στην αμαρτία, σαν εμπροσθοφυλακή, και κατόπιν ακολουθεί η προσευχή, η οποία θανατώνει παρευθύς και αφανίζει όλους εκείνους τους αισχρούς λογισμούς που εξουδετέρωσε πρωτύτερα η προσοχή· γιατί αυτή μόνη της δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Αυτή η δυάδα, δηλαδή η προσοχή και η προσευχή, είναι η πύλη της ζωής και του θανάτου, κι όταν με τη νήψη φυλάγομε καθαρή την προσευχή, βελτιωνόμαστε, ενώ όταν δεν προσέχομε και τη μολύνομε και τη διαφθείρομε, αυξανόμαστε στην κακία. Επειδή λοιπόν, όπως είπαμε, οι τρόποι της προσοχής και προσευχής είναι τρεις, πρέπει να πούμε και τα ιδιώματα του κάθε τρόπου ώστε, όποιος θέλει να βρει τη ζωή και να εργαστεί, να βεβαιωθεί από αυτές τις τρεις ξεχωριστές καταστάσεις και να διαλέξει το καλύτερο, και όχι από άγνοια να κρατήσει το χειρότερο και να διωχθεί έτσι από το καλύτερο.


Περί της πρώτης προσευχής

Της πρώτης προσευχής τα ιδιώματα είναι τα εξής. Όταν κανείς στέκεται σε προσευχή και σηκώνει στον ουρανό τα χέρια και τα μάτια και το νου του και σχηματίζει ο νους του θεία νοήματα και ουράνια κάλλη, ταξιαρχίες Αγγέλων και κατοικητήρια Αγίων και γενικά, όλα όσα άκουσε από τις Γραφές, αυτά στον καιρό της προσευχής τα συναθροίζει στο νου του και παρακινεί την ψυχή του σε θείο πόθο, ατενίζοντας σταθερά στον ουρανό, και μερικές φορές χύνοντας και δάκρυα από τα μάτια του, με αυτό τον τρόπο λίγο-λίγο υπερηφανεύεται η καρδιά του και επαίρεται, και του φαίνεται πως αυτά που γίνονται είναι από χάρη θεϊκή προς παρηγοριά του, κι εύχεται να βρίσκεται πάντοτε σε τέτοια εργασία. Όλα αυτά είναι σημάδια της πλάνης, γιατί το καλό δεν είναι καλό, όταν δε γίνει με τρόπο καλό. Αν λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος αποσυρθεί σε άκρα ησυχία, είναι αδύνατο να μην τρελαθεί· κι αν τύχει να μην πάθει κάτι τέτοιο, όμως είναι αδύνατο να αποκτήσει τις αρετές ή να φτάσει στην απάθεια. Με τούτο τον τρόπο πλανήθηκαν κι εκείνοι που βλέπουν φως αισθητά και νιώθουν κάποιες ευωδίες με την όσφρησή τους κι ακούνε φωνές κι άλλα πολλά παρόμοια. Και άλλοι από αυτούς δαιμονίστηκαν και γυρίζουν έξαλλοι από τόπο σε τόπο και από χώρα σε χώρα· άλλοι πάλι δεν κατάλαβαν αυτόν που μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός και πλανήθηκαν με το να τον δεχτούν κι έμειναν στο εξής αδιόρθωτοι ως το τέλος, χωρίς να δέχονται καμία συμβουλή από ανθρώπους. Άλλοι από αυτούς παρακινήθηκαν από το διάβολο που τους απάτησε και σκοτώθηκαν μόνοι τους, άλλοι δηλαδή γκρεμίστηκαν κι άλλοι κρεμάστηκαν. Και ποιος μπορεί να διηγηθεί όλες τις διάφορες μορφές της απάτης του διαβόλου; Πλην από αυτά που είπαμε, κάθε φρόνιμος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ποιο είναι το κέρδος από τον πρώτο τρόπο της προσοχής. Κι αν τύχει κανείς να μην πάθει αυτά που είπαμε, επειδή βρίσκεται μαζί με άλλους (γιατί αυτά τα παθαίνουν οι αναχωρητές που είναι μόνοι τους), όμως περνά όλη του τη ζωή απρόκοπος.


Περί της δεύτερης προσευχής

Η δεύτερη προσευχή είναι η εξής. Όταν ο νους συνάγει τον εαυτό του από όλα τα αισθητά και φυλάγεται από τις εξωτερικές αισθήσεις και συνάγει όλους τους λογισμούς, αλλά χωρίς να το καταλαβαίνει πορεύεται μάταια· και πότε εξετάζει τους λογισμούς του, πότε προσέχει στα λόγια της ικεσίας που λέει προς το Θεό· κι άλλοτε επαναφέρει στον εαυτό του τους λογισμούς που αιχμαλωτίστηκαν, ενώ άλλοτε, αφού κυριεύθηκε ο ίδιος από κάποιο πάθος, αρχίζει πάλι με βία να επιστρέφει στον εαυτό του. Έχοντας τούτο τον πόλεμο, δεν είναι δυνατό να ειρηνέψει αυτός ποτέ ή να λάβει το στέφανο της νίκης. Γιατί ο τέτοιος άνθρωπος μοιάζει μ' εκείνον που κάνει πόλεμο μέσα στη νύχτα, ο οποίος ακούει τις φωνές των εχθρών και δέχεται πληγές από αυτούς, μα δεν μπορεί να δει καθαρά ποιοι είναι και από πού ήρθαν και πώς και γιατί τον πληγώνουν, επειδή το σκότος που έχει στο νου του προξενεί αυτή τη ζημία, και δεν είναι δυνατό ποτέ να γλυτώσει όποιος κάνει αυτόν τον πόλεμο από τους νοητούς εχθρούς του που τον συντρίβουν. Και υπομένει τον κόπο, αλλά χάνει το μισθό. Αλλά και εξαπατάται από την κενοδοξία, χωρίς να το καταλαβαίνει, και του φαίνεται πως είναι τάχα προσεκτικός· και καθώς κυριεύεται και εμπαίζεται από αυτή, συχνά καταφρονεί από υπερηφάνεια τους άλλους και τους κατηγορεί ως απρόσεκτους και συστήνει τον εαυτό του ως ποιμένα προβάτων, μοιάζοντας με τυφλό που υπόσχεται να οδηγεί άλλους τυφλούς.

Τούτος είναι ο δεύτερος τρόπος της προσευχής κι από αυτά μπορεί ο φιλόπονος να μάθει τη ζημία που προξενεί. Όμως η δεύτερη προσευχή είναι καλύτερη από την πρώτη, όπως η νύχτα με πανσέληνο από τη νύχτα χωρίς άστρα και φεγγάρι.


Περί της τρίτης προσευχής

Ιδού αρχίζομε να μιλάμε περί της τρίτης προσευχής. Αυτή είναι πράγμα παράδοξο και δυσκολοερμήνευτο· και σ' εκείνους που την αγνοούν, όχι μόνο είναι δυσκολοκατάληπτη, αλλά σχεδόν και απίστευτη, επειδή δεν συναντάται στους πολλούς· και καθώς νομίζω, αυτό το καλό έφυγε από μας μαζί με την υπακοή. Γιατί η υπακοή απαλλάσσει τον εραστή της από τις επιδράσεις του παρόντος πονηρού κόσμου και τον ελευθερώνει από μέριμνες και εμπαθείς προσκολλήσεις και τον κάνει πρόθυμο και άοκνο στον ζητούμενο σκοπό του, αν βέβαια αυτός έχει βρει απλανή οδηγό. Από ποια πρόσκαιρα δηλαδή θα νικηθεί ο νους εκείνου που με την υπακοή νεκρώθηκε για κάθε εμπαθή προσκόλληση στον κόσμο ή το σώμα του; Η, από ποια μέριμνα μπορεί να δεσμευθεί εκείνος που ανέθεσε κάθε μέριμνα της ψυχής και του σώματός του στο Θεό και στον πνευματικό του πατέρα και δε ζει πλέον για τον εαυτό του, ούτε επιθυμεί να είναι αρεστός σε ανθρώπους; Από αυτά, οι νοητές περικυκλώσεις των αποστατών δαιμόνων, οι οποίες σαν σχοινιά σύρουν το νου σε πολλούς και διάφορους λογισμούς, διαλύονται· και τότε ο νους μένει ελεύθερος και πολεμά με εξουσία και ερευνώντας τους λογισμούς των δαιμόνων τους αποδιώχνει με επιτηδειότητα και προσφέρει με καθαρή καρδιά τις προσευχές του στο Θεό. Αυτή είναι η αρχή της μοναχικής πολιτείας, κι όσοι δεν κάνουν τέτοια αρχή μάταια κοπιάζουν.

Η αρχή τώρα της τρίτης προσευχής δεν είναι να κοιτάζει κανείς στον ουρανό και να σηκώνει τα χέρια του και να συνάγει τους λογισμούς και να ζητά βοήθεια από τον ουρανό· αυτά, καθώς είπαμε, είναι ιδιώματα του πρώτου τρόπου της πλάνης. Μήτε πάλι, όπως στη δεύτερη προσευχή, ο νους αρχίζει να φυλάγεται από τις έξω αισθήσεις του και να μη βλέπει τους εσωτερικούς εχθρούς. Γιατί ένας τέτοιος βάλλεται από τους δαίμονες, μα δε βάλλει εναντίον τους· πληγώνεται, και δεν το ξέρει· πιάνεται αιχμάλωτος, και δεν μπορεί να αμυνθεί σ' αυτούς που τον αιχμαλωτίζουν πάντοτε οι αμαρτωλοί (δαίμονες) σχεδιάζουν κακά πίσω από την πλάτη του ή μάλλον μπροστά στα μάτια του και τον κάνουν κενόδοξο και υπερήφανο.

Αλλά αν συ θέλεις να κάνεις αρχή αυτής της φωτογεννήτρας και τερπνής εργασίας, βάλε πρόθυμα αρχή ως εξής. Ύστερα από την τέλεια υπακοή που ο λόγος περιέγραψε πρωτύτερα, χρειάζεται να κάνεις και όλα σου τα έργα με συνείδηση καθαρή, γιατί χωρίς υπακοή ούτε καθαρή συνείδηση υπάρχει. Και τη συνείδησή σου πρέπει να τη φυλάγεις πρώτον απέναντι στο Θεό· δεύτερον, απέναντι στον πνευματικό σου πατέρα· και τρίτον, απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα του κόσμου. Απέναντι στο Θεό οφείλεις να φυλάξεις τη συνείδησή σου έτσι ώστε να μην κάνεις εκείνα πού ξέρεις πως δεν αναπαύουν το Θεό, μήτε του αρέσουν. Απέναντι στον πνευματικό σου πατέρα, ώστε να κάνεις όλα εκείνα που σου λέει σύμφωνα με το σκοπό του, χωρίς να προσθέτεις ή να παραλείπεις. Απέναντι στους ανθρώπους πρέπει να φυλάγεις τη συνείδηση ώστε να μην κάνεις στον άλλο εκείνα που εσύ μισείς, και στα πράγματα του κόσμου πάλι οφείλεις να φυλάγεσαι από την μη ορθή χρήση σε κάθε περίπτωση, και στο φαγητό και στο ποτό και στην ενδυμασία· και γενικά, όλα πρέπει να τα κάνεις σαν να ήσουν μπροστά στο Θεό, χωρίς να σε ελέγχει σε κάτι η συνείδησή σου.

Αφού λοιπόν προλειάναμε και προετοιμάσαμε το δρόμο της αληθινής προσοχής, ας πούμε, αν θέλετε, μερικά σύντομα και σαφή περί των ιδιωμάτων της. Η αληθινή και απλανής προσοχή και προσευχή είναι αυτή· να φυλάγει ο νους την καρδιά όταν προσεύχεται και να περιστρέφεται πάντοτε μέσα σ' αυτή και από εκείνο το βάθος να αναπέμπει τις δεήσεις προς τον Κύριο. Και αφού εκεί μέσα γευθεί ότι είναι χρηστός ο Κύριος, δε βγαίνει πλέον από τον τόπο της καρδιάς, γιατί λέει κι αυτός σαν τον Απόστολο: «Είναι ωραία να είμαστε εδώ». Και παρατηρώντας συνεχώς τους εκεί τόπους, χτυπά και διώχνει τα νοήματα που σπέρνει ο εχθρός. Σ' εκείνους όμως που έχουν άγνοια, αυτό το σωτήριο έργο φαίνεται πολύ σκληρό και δύσκολο· και είναι αληθινά εξαντλητικό το πράγμα και επίπονο, όχι μόνο για τους αμύητους, αλλά και για εκείνους που έλαβαν χωρίς πλάνη την πείρα του μα δε δέχτηκαν και δεν έστειλαν την ηδονή του στο βάθος της καρδιάς. Εκείνοι όμως που απόλαυσαν την ηδονή που έχει και γεύθηκαν τη γλυκύτητά της με το φάρυγγα της καρδιάς τους, μπορούν να αναφωνούν μαζί με τον Παύλο: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; κλπ.». Γιατί οι άγιοι Πατέρες μας, ακούγοντας τον Κύριο πού λέει πως από την καρδιά μας βγαίνουν πονηροί λογισμοί, φόνοι, μοιχείες, κλεψιές, ψευδομαρτυρίες, και πως αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο, και που συμβουλεύει να έχομε καθαρό το εσωτερικό του ποτηριού για να γίνει και το απέξω καθαρό, άφησαν κάθε άλλο τρόπο εργασίας των αρετών και αγωνίστηκαν γι' αυτή τη φύλαξη της καρδιάς, ξέροντας πολύ καλά πως μαζί με αυτή θα μπορέσουν χωρίς κόπο να ασκήσουν και κάθε άλλη πνευματική εργασία, ενώ χωρίς αυτή δεν είναι δυνατό να παραμείνει καμία αρετή. Αυτήν, μερικοί από τους Πατέρες την ονόμασαν καρδιακή ησυχία· άλλοι, προσοχή· άλλοι, φύλαξη της καρδιάς· άλλοι, νήψη και αντίρρηση· άλλοι, έρευνα των λογισμών και φύλαξη του νου· όλοι όμως με αυτή καλλιέργησαν τη γη της καρδιάς τους και με αυτή αξιώθηκαν να τραφούν με το θείο μάννα. Γι' αυτή λέει ο Εκκλησιαστής: «Ευφραίνου, νέε, στη νεότητά σου και περπάτα στους δρόμους της καρδιάς σου άμωμος και διώξε από την καρδιά σου τον παροργισμό. Αν το πνεύμα αυτού που εξουσιάζει έρθει καταπάνω σου, μην αφήσεις τον τόπο σου»· λέγοντας τόπο εννοεί την καρδιά, όπως λέει και ο Κύριος: «Από την καρδιά βγαίνουν πονηροί διαλογισμοί». Λέει ακόμη: «Μη σκορπίζετε το νου σας εδώ κι εκεί», και:«Τί στενή είναι η πύλη και δύσκολη η οδός που οδηγεί στη ζωή!», και πάλι: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», εκείνοι δηλαδή που δεν απέκτησαν μέσα τους καμία έννοια τούτου του κόσμου. Λέει και ο Απόστολος Πέτρος: «Να είστε νηφάλιοι και άγρυπνοι· ο αντίπαλος σας διάβολος περιφέρεται σαν το λιοντάρι που ουρλιάζει ζητώντας ποιον να καταπιεί κλπ.». Και ο Παύλος αναφέρεται ολοφάνερα στη φύλαξη της καρδιάς όταν γράφει προς τους Εφεσίους: «Η πάλη μας δεν είναι εναντίον όντων από αίμα και σάρκα». Και οί θείοι Πατέρες μας έγραψαν πολλά για τη φυλακή της καρδιάς, κι όποιος θέλει ας διαβάσει τα συγγράμματά τους να δει όσα δηλαδή έγραψε ο ασκητής Μάρκος και όσα λέει ο Ιωάννης της Κλίμακας και ο Ησύχιος και ο Φιλόθεος Σιναΐτης και ο Ησαΐας και ο Βαρσανούφιος και το βιβλίο «Παράδεισος Πατέρων» (Γεροντικό). Και τι λέω πολλά; Κανείς δεν μπόρεσε, αν δε φύλαξε το νου του, να φτάσει στην καθαρότητα της καρδιάς, για να γίνει άξιος να δει το Θεό. Γιατί χωρίς την προσοχή κανείς δεν μπορεί να γίνει "πτωχός τω πνεύματι", μήτε μπορεί να πενθήσει ή να πεινάσει και να διψάσει τη δικαιοσύνη, και χωρίς νήψη κανείς δεν μπορεί να είναι αληθινά ελεήμων ή καθαρός στην καρδιά ή ειρηνοποιός ή διωγμένος για χάρη της δικαιοσύνης· και για να πω γενικά, με κανένα τρόπο δεν μπορεί κανείς ν' αποκτήσει όλες τις θεόπνευστες αρετές, παρά με τη νήψη. Για τούτο περισσότερο απ' όλα αυτή πρέπει να επιμεληθείς, για να καταλάβεις με τη δοκιμή τα λεγόμενά μου, που είναι άγνωστα σε όλους τους ανθρώπους. Και αν θέλεις να μάθεις και τον τρόπο της προσευχής, θα σου πω με τη δύναμη του Θεού και περί τούτου όσο μπορώ.

Πριν απ' όλα, τρία πράγματα πρέπει να αποκτήσεις κι έπειτα να κάνεις αρχή στην αναζήτησή σου. Αυτά είναι: αμεριμνία από κάθε πράγμα, είτε παράλογο, είτε εύλογο, δηλαδή νέκρωση απ' όλα· συνείδηση καθαρή, δηλαδή να φυλάγεις τον εαυτό σου ακατηγόρητο από τη συνείδησή σου· και απροσπάθεια, δηλαδή να μην κλίνεις σε κανένα πράγμα του κόσμου τούτου, ούτε αυτού του σώματός σου. Έπειτα κάθισε σε κελί ήσυχο και σε μία μοναχική γωνιά και πρόσεξε να κάνεις ό,τι σου λέω· κλείσε τη θύρα και μάζεψε το νου σου από κάθε μάταιο και πρόσκαιρο πράγμα, και τότε ακούμπησε στο στήθος το πηγούνι σου, στρέφοντας τα αισθητά μάτια μαζί με όλο το νου στο κέντρο της κοιλιάς, δηλαδή στον ομφαλό, και κράτησε και την αναπνοή από τη μύτη για να μην αναπνέεις ανεμπόδιστα, και ερεύνησε νοητά στα έγκατα σου να βρεις τον τόπο της καρδιάς όπου είναι στη φύση τους να συνδιατρίβουν όλες οι ψυχικές δυνάμεις. Στην αρχή έχεις να βρεις σκότος κι ανυποχώρητη σκληρότητα· αν όμως επιμείνεις κι εργαστείς αυτό το έργο νύχτα και μέρα, θα βρεις, ω του θαύματος, ατέλειωτη ευφροσύνη. Γιατί όταν ο νους βρει τον τόπο της καρδιάς, βλέπει παρευθύς εκεί μέσα εκείνα που δεν ήξερε ποτέ του. Βλέπει δηλαδή τον αέρα που βρίσκεται μέσα στην καρδιά και τον εαυτό του φωτεινό και γεμάτο διάκριση. Και στο εξής, από όποιο μέρος εμφανιστεί κανένας λογισμός, πριν ακόμη να σχηματιστεί ή να είδωλοποιηθεί, τον διώχνει και τον αφανίζει με την επίκληση του Ιησού Χριστού. Και από εδώ ό νους, μνησικακώντας κατά των δαιμόνων, σηκώνει καταπάνω τους τη φυσική οργή και κυνηγά και χτυπά τους νοητούς εχθρούς. Τα υπόλοιπα θα τα μάθεις με τη βοήθεια του Θεού μόνος σου, με τη φύλαξη του νου σου και κρατώντας στην καρδιά τον Ιησού· γιατί λέει κάποιος: «Να κάθεσαι στο κελί σου και αυτό θα σε διδάξει τα πάντα».


Ερώτηση - Απόκριση

Ερώτηση: Και γιατί η πρώτη και η δεύτερη φύλαξη δεν μπορούν να οδηγήσουν στην τελείωση τον μοναχό;

Απόκριση: Γιατί δεν τις μεταχειριζόμαστε με τη σειρά που πρέπει. Ο Ιωάννης της Κλίμακος αυτά τα παρομοιάζει με μία κλίμακα, λέγοντας: «Άλλοι περιορίζουν τα πάθη· άλλοι ασχολούνται με την ψαλμωδία και αφιερώνουν σε αυτή τον περισσότερο χρόνο· άλλοι καταγίνονται με τη νοερά προσευχή· και άλλοι ενατενίζουν στη θεωρία και ζούνε στο βυθό. Στο πρόβλημα αυτό ας χρησιμοποιηθεί το παράδειγμα της κλίμακας.» Όσοι λοιπόν θέλουν να ανεβούν μία κλίμακα, δεν αρχίζουν από επάνω προς τα κάτω, αλλά από κάτω επάνω, και ανεβαίνουν το πρώτο σκαλί κι έπειτα το επόμενο κι όλα τα πιο πάνω· κι έτσι μπορεί κανείς να σηκωθεί από τη γη και ν' ανεβεί στον ουρανό. Αν λοιπόν θέλομε να γίνομε τέλειοι άνδρες με την πληρότητα του Χριστού, ας αρχίσομε σαν βρέφη την κλίμακα που είπαμε, ώστε με τις διάφορες μεθηλικιώσεις να φτάσομε διαδοχικά τα μέτρα του παιδιού, του άνδρα και του πρεσβυτέρου.

Πρώτη ηλικία της μοναχικής ζωής είναι ο περιορισμός των παθών, που είναι έργο των αρχαρίων.

Δεύτερη βαθμίδα και μεθηλικίωση, που από έφηβο τον κάνει νέο πνευματικά, είναι η απασχόληση με την ψαλμωδία. Γιατί μετά τον κατευνασμό και τη μείωση των παθών, η ψαλμωδία προξενεί γλυκύτητα στη γλώσσα και λογίζεται ευάρεστη στο Θεό, αφού δεν είναι δυνατό να ψάλλομε στο Θεό σε γη ξένη, δηλαδή σε εμπαθή καρδιά. Τούτο είναι το σημάδι αυτών που προκόβουν.

Τρίτη βαθμίδα και μεθηλικίωση αυτού που από νέος γίνεται πνευματικά άνδρας, είναι η επιμονή στην προσευχή, που είναι σημάδι αυτών που έχουν προκόψει. Και διαφέρει η προσευχή από την ψαλμωδία όσο ο ώριμος άνδρας από το νέο και από τον έφηβο, ανάλογα με το βαθμό πού έχομε.

Εκτός από αυτές, τέταρτη βαθμίδα και μεθηλικίωση πνευματική είναι του πρεσβυτέρου και ασπρομάλλη· η αταλάντευτη δηλαδή ενατένιση της θεωρίας, η οποία είναι των τελείων. Ιδού, συμπληρώθηκε η οδός και πήρε τέλος η κλίμακα. Αυτά λοιπόν έτσι είναι κι έτσι θεσπίστηκαν από το Πνεύμα, και δεν είναι δυνατό να ανδρωθεί το νήπιο και να γίνει ασπρομάλλης γέροντας, παρά με το να αρχίσει όπως είπαμε από την πρώτη βαθμίδα και περνώντας ορθά από τις τέσσερις ν' ανεβεί στην τελειότητα.

Ξεκίνημα για να έρθει στο φως αυτός που θέλει να αναγεννηθεί πνευματικά, είναι η μείωση των παθών, δηλαδή η φύλαξη της καρδιάς· διαφορετικά είναι αδύνατο να μειωθούν τα πάθη, γιατί από την καρδιά προέρχονται, καθώς λέει ο Σωτήρας, οι πονηροί διαλογισμοί που μολύνουν τον άνθρωπο. Δεύτερη μετά από αυτά είναι η επίταση της ψαλμωδίας. Γιατί αφού κατευναστούν και λιγοστέψουν τα πάθη με την εναντίωση σ' αυτά της καρδιάς, η επιθυμία της συμφιλιώσεως με το Θεό φλογίζει το νου. Και από αυτό δυναμώνει ο νους και χτυπά και διώχνει τους λογισμούς που περιτριγυρίζουν την επιφάνεια της καρδιάς. Και έπειτα πάλι ασχολείται το πιο πολύ με τη δεύτερη προσοχή και προσευχή. Και τότε προβάλλει η αντεπίθεση των πονηρών πνευμάτων και τα πνεύματα των παθών αναταράζουν σφοδρά την άβυσσο της καρδιάς. Όμως με την επίκληση του Κυρίου Ιησού Χριστού αφανίζονται και λιώνουν σαν το κερί. Και πάλι αφού διωχτούν από εκεί, αναταράζουν μέσω των αισθήσεων την επιφάνεια του νου. Και για τούτο γρήγορα αισθάνεται ο νους τη γαλήνη σ' αυτόν, πλην να γλυτώσει τελείως από αυτά και να μην τα πολεμά, είναι αδύνατο. Τούτο έχει δοθεί μόνο σ' εκείνον που έφτασε στη βαθμίδα του τέλειου άνδρα, που έχει αναχωρήσει από όλα τα ορατά και παραμένει συνεχώς στην προσοχή της καρδιάς.

Από αυτά ο προσεκτικός υψώνεται σιγά-σιγά στη σύνεση του ασπρομάλλη γέροντα, δηλαδή στην άνοδο της θεωρίας, πράγμα που είναι των τελείων.

Όποιος λοιπόν τα μεταχειρίζεται αυτά ορθά και στον καιρό του το καθένα, αυτός μπορεί, μετά την αποβολή των παθών από την καρδιά του, και στην ψαλμωδία να επιδοθεί και ν' αντιπολεμήσει τους λογισμούς που ξεσηκώνονται μέσω των αισθήσεων και ταράζουν την επιφάνεια του νου, και στον ουρανό να υψώνει τα αισθητά μαζί με τα νοητά μάτια όταν χρειαστεί, και να προσεύχεται αληθινά και καθαρά· τούτο όμως να το κάνει σπάνια, για το φόβο των δαιμόνων που ενεδρεύουν στον αέρα. Γιατί τούτο μόνο ζητά ο Θεός από μας, να είναι καθαρμένη η καρδιά μας με τη φύλαξη· κι αν η ρίζα είναι αγία, καθώς λέει ο Απόστολος, φανερό είναι πως και οι κλάδοι είναι άγιοι κι ο καρπός. Χωρίς όμως τον τρόπο που είπαμε, όποιος σηκώνει τα μάτια και το νου του στον ουρανό και θέλει να φαντάζεται κάποια νοητά, αυτός σχηματίζει μέσα του είδωλα και όχι την αλήθεια· γιατί με το να είναι ακάθαρτη η καρδιά του δεν προκόβει ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη προσοχή. Όταν δηλαδή θέλομε να κτίσομε ένα σπίτι, δε βάζομε πρώτα τη σκεπή κι υστέρα το θεμέλιο, γιατί τούτο είναι αδύνατο· αλλά πρώτα βάζομε το θεμέλιο κι ύστερα κτίζομε το σπίτι και τότε βάζομε και τη σκεπή. Έτσι πρέπει να κάνομε και σ' αυτά που λέμε. Πρώτα να βάλομε πνευματικό θεμέλιο, δηλαδή να φυλάξομε την καρδιά και να λιγοστέψομε σε αυτή τα πάθη· κι ύστερα να κτίσομε τους τοίχους του πνευματικού σπιτιού, δηλαδή να αποκρούομε με τη δεύτερη προσοχή τη θύελλα των πονηρών πνευμάτων που ξεσηκώνουν οι εξωτερικές αισθήσεις και να ξεφεύγομε το γρηγορότερο από αυτόν τον πόλεμο. Και τότε να στήσομε και τη σκεπή με την τέλεια στροφή προς το Θεό και την αναχώρηση, οπότε ολοκληρώνομε το πνευματικό μας σπίτι με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σέ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Πηγή: http://www.imsamou.gr/articles.php?id=27

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Περὶ ὕπνου καὶ προσευχῆς

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ

ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΟΓΔΟΟΣ


Ὁ ΥΠΝΟΣ εἶναι σπουδαῖο συστατικὸ τῆς φύσεώς μας, ἀπεικόνισις τοῦ θανάτου, ἀργία τῶν αἰσθήσεων. Εἶναι μὲν ἕνας, ἀλλὰ ὅπως καὶ ἡ ἐπιθυμία, ἔχει πλεῖστες αἰτίες καὶ ἀφορμές. Δηλαδὴ προέρχεται ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύσι, ἄλλοτε ἀπὸ τὰ φαγητὰ καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Μερικὲς φορὲς ἴσως καὶ ἀπὸ πολὺ ὑπερβολικὴ νηστεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξασθενημένη ἡ σάρκα, ζητεῖ νὰ αὐτοπαρηγορηθῆ μὲ τὸν ὕπνο.

2. Ὅπως ἡ πολυποσία ἐξαρτᾶται καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν κακὴ συνήθεια, ἔτσι καὶ ἡ πολυυπνία. Γι᾿ αὐτὸ ἰδιαιτέρως στὶς ἀρχὲς τῆς ἀποταγῆς ἂς ἀγωνισθοῦμε ἐναντίον της. Διότι εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ θεραπεύση κανεὶς μία μακροχρόνια συνήθεια.

3. Ἂς παρακολουθήσωμε καὶ θὰ ἰδοῦμε πὼς ἐνῷ σημαίνει ἡ πνευματικὴ σάλπιγξ, δηλαδὴ τὸ σήμαντρο, ὀρατῶς μὲν συναθροίζονται οἱ ἀδελφοί, ἀοράτως δὲ συνάγονται οἱ ἐχθροί. Ἔτσι ἄλλοι δαίμονες ἔρχονται στὸ κρεββάτι, μόλις σηκωθοῦμε, καὶ μᾶς πιέζουν νὰ ἀνακλιθοῦμε πάλι. «Μεῖνε, μᾶς λέγουν, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν οἱ προοιμιακοὶ ὕμνοι, καὶ ἔπειτα πηγαίνεις στὴν Ἐκκλησία». Ἄλλοι, ἐνῷ παριστάμεθα στὴν προσευχή, ἔρχονται καὶ μᾶς βυθίζουν στὸν ὕπνο. Ἄλλοι προξενοῦν ἔντονη καὶ ἀπροσδόκητη κοιλιακὴ ἐνόχλησι. Ἄλλοι μᾶς προτρέπουν νὰ ἀνοίγωμε συζητήσεις μέσα στὸ Κυριακό. Ἄλλοι παρασύρουν τὸν νοῦ μας σὲ αἰσχροὺς λογισμούς. Ἄλλοι μᾶς κάνουν νὰ ἀκουμποῦμε σὰν κουρασμένοι στὸν τοῖχο. Ἐνίοτε μάλιστα συμβαίνει νὰ μᾶς προκαλοῦν καὶ πάρα πολλὰ χασμουρητά.

Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπροκάλεσαν πολλὲς φορὲς γέλωτα τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, ὥστε νὰ κάνουν τὸν Θεὸν νὰ ἀγανακτήση ἐναντίον μας. Ἄλλοι μᾶς βιάζουν νὰ διαβάζωμε γρήγορα τὸ Ψαλτήριο ἀπὸ ρᾳθυμία, καὶ ἄλλοι μᾶς προτρέπουν νὰ ψάλλωμε ἀργὰ ἀπὸ φιληδονία. Μερικὲς μάλιστα φορὲς κάθονται καὶ στὸ στόμα μας καὶ τὸ καθιστοῦν κλειστὸ καὶ δυσκολοάνοικτο.

4. Ἐκεῖνος ποὺ ἀναλογίζεται ὅτι προσευχόμενος ἵσταται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ στὴν καρδιά του, θὰ εἶναι στύλος ἀκλόνητος καὶ δὲν θὰ ἐμπαίζεται ἀπὸ κανένα δαίμονα ἀπὸ ὅσους προανέφερα.

Ὁ πραγματικὸς ὑποτακτικός, πολλὲς φορὲς μόλις σταθῆ στὴν προσευχή, γίνεται ὅλος φωτεινὸς καὶ πασίχαρος· διότι εἶναι ὁ πύκτης παρασκευασμένος καὶ φλογισμένος ἀπὸ πρὶν μὲ τὴν ἀνόθευτη διακονία καὶ ὑπακοή.

5. Σὲ ὅλους εἶναι δυνατὸν νὰ προσεύχωνται μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἀδελφῶν, σὲ πολλοὺς ὅμως εἶναι πιὸ ταιριαχτὸ μόνο μὲ ἕναν ὁμόψυχο. Ὅταν ὑμνῆς τὸν Θεὸν μὲ τὸ πλῆθος, δὲν μπορεῖς νὰ κάνης ἄϋλη προσευχή. Ἂς ἔχης ὅμως τότε ὡς νοερὰ ἐργασία τὴν θεωρία τῶν ψαλλομένων ἢ πάλι κάποια ὡρισμένη προσευχή, ἕως ὅτου τελειώση ὁ στίχος τοῦ πλησίον σου.

6. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀσκῆς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς κάποιο πάρεργο, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ κάτεργο. Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ἐδίδαξε σαφῶς ὁ Ἄγγελος ποὺ ἐμφανίσθηκε στὸν Μέγαν Ἀντώνιο.

7. Ἡ κάμινος δοκιμάζει τὸν χρυσό· ἡ δὲ παράστασις στὴν προσευχή, τὸν ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη τῶν μοναχῶν πρὸς τὸν Θεόν.

Ἐργασία ἐπαινετή! Ὅποιος τὴν κατέκτησε, καὶ τὸν Θεὸν πλησιάζει καὶ τοὺς δαίμονες ἐκδιώκει.

http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/climax/

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Δάκρυα

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης

Μαζί με την ευχούλα -τώρα δεν μπορούμε να πούμε και λεπτομέρειες, αυτό όταν το βρεις μοναχός σου, έχει περισσότερη δύναμη παρά όταν το ακούσεις από τον άλλον- έρχονται τα δάκρυα. Τα οποία δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο από εσένα εξαρτάται να τα αυξήσεις.

Πιστεύσατέ με ότι τα δάκρυα δεν είναι τίποτες άλλο, συνήθεια είναι. Αν συνηθίσεις να κλαις, την άλλη μέρα θα κλαις, και την άλλη μέρα θα κλαις, και θα φτάσεις σ' ένα σημείο θα πεις: «Γιατί κλαίω; Κι εγώ δεν ξέρω». Ναι αλλά με τα δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμός γίνεται μέσα; Πώς πλένεις τη φανέλα σου, το μαντήλι σου με το σαπούνι, έτσι είναι και τα δάκρυα στην προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι έρχεται κατόπιν σ' άλλα ανώτερα δάκρυα.

Τα δάκρυα, θα σας πονέσει ο εγκέφαλος μέσα, το μυαλό θα σας πονέσει, διότι είναι τα πρώτα δάκρυα, τα οποία λέγονται "καθαρτικά δάκρυα", καθαρίζουν τα δάκρυα μέσα.

Όταν περάσει ο βαθμός των "καθαρτικών", έρχονται άλλα δάκρυα "χαροποιά". Τα οποία, και το πρόσωπό σας θα γίνει ωραίο, θα ομορφαίνει, και ο άλλος ο συνάνθρωπός σου, ο συνάδερφός σου, ο παράδελφός σου, θα τον βλέπεις σε άλλην ωραιότητα. Πνευματικώς εννοώ.

Κατόπιν είναι άλλα δάκρυα, αλλά αυτά ο καθένας κατά τη βία του που έχει μέσα, κατά τον ζήλο, κατά τη θερμότητα, θα τα συναντήσει.

Να καλλιεργείς τα δάκρυα. Να καλλιεργείς τις εικόνες, τις σκέψεις που φέρνουν δάκρυα. Εγώ καλλιεργούσα την εικόνα του νεκρού σώματος του γερο-Ιωσήφ. Όταν τον φίλησα και τον βάλαμε στο μνήμα. Σκεπτόμουνα, ότι κι εγώ σύντομα έτσι θα γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ο Θεός δεν με δεχθεί, δεν με συγχωρήσει κ.ο.κ.

Τα δάκρυα είναι μεταξύ εμπαθείας και απαθείας· τα δάκρυα καθαρίζουν. Είναι τα αρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδή τα δάκρυα μετανοίας· ήτοι σκέπτεσαι: Εάν κολασθώ; Θα είμαι με τον Χριστόν ή με τον διάβολον; Εάν θα είμαι αιώνια εις την κόλασιν; Τότε τι θα κάνω; κ.ο.κ.

Κατόπιν έρχονται τα δάκρυα της χάριτος. Τα δάκρυα αυτά είναι τόσο γλυκά, ώστε όταν μου ήρχοντο, έλεγα: «Θεέ μου εις τον Παράδεισο τίποτε άλλο δεν θέλω, παρά να κλαίω έτσι». Αυτά τα δάκρυα έρχονται ύστερα..

Τα δάκρυα είναι η τροφή της ψυχής. Όπως όταν το σώμα τρέφεται με καλή τροφή ζωογονείται, έτσι και η ψυχή τρέφεται με τα δάκρυα και ζωογονείται.

Όταν προσεύχεσαι, να προσπαθείς να έχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, και κλαις εις την προσευχή σου. Όταν έχεις δάκρυα εις την προσευχή, οτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Όταν σταματήσουν τα δάκρυα, πας οπίσω.

Εγώ παρακάλεσα τον άγιο Εφραίμ: «Άγιε του Θεού, εσύ των δακρύων άνθρωπος είσαι...» -όπως λέει το τροπάριο: "Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας..."- και μού 'δωσε τόσα πολλά δάκρυα, που δεν μπορούσα, μέρα-νύχτα έκλαιγα. Κι έφτασα στο σημείο να κλαίω όσο θέλω, όποτε θέλω και όπου θέλω.

Αλλά τι; Να, εδώ πάνω τώρα, να πούμε, από πάνω ο Ι., στο δωμάτιο επάνω, δίπλα κάθεται ο Ε. Και καμιά φορά με πιάνουν τα δάκρυα και λέει ο Ι.: «Σ' ακούγαμε τη νύχτα που έκλαιγες». «Ε, καλά, βρε παιδί μου», λέω, «άνθρωπος αμαρτωλός, άμα δεν παρακαλέσω τον Θεό να μ' ελεήσει, αλλά με παίρνουν τα δάκρυα». Και δίπλα ήτανε, δίπλα στο δωμάτιο κάθεται ο Ε. «Σ' ακούγαμε, Γέροντα, που όλη τη νύχτα έκλαιγες», λέει. «Ε, καλά, βρε παιδιά μου, αμαρτωλός είμαι, θα κλαίω».

«Άκουσε», λέω, «δεν γίνεται αυτό. Άμα καταλάβω ότι εσύ μ' ακούς κι ο Ε. μέσα ακούει, κόβεται η παρρησία στην προσευχή. Ναι, γι' αυτό», λέω, «άκουσε θα πάω σε άλλο μέρος, να μη με ακούει κανένας, να κλάψω όσο θέλω»· γιατί μπορεί και να ψάλλω, μπορεί και να... αυτό, πώς θά ρθουν τα δάκρυα;

Άμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: Δεύτε τον τελευταίον ασπασμόν δώμεν, αδελφοί, τω θανόντι...», πώς, όσο σκληρή να είναι η ψυχή σου, να θεωρείς τον εαυτό σου ότι είσαι επάνω στο φέρετρο και πάνε να σε θάψουνε, ναι, μπορείς να μην κλάψεις; Μια-δυο, μετά είναι αδύνατο να μην κλάψεις και θα αποκτήσεις συνήθεια να κλαις. Αλλά να παρακαλέσεις και την Παναγία να πούμε.

Και ένας λογισμός μου ήρθε: «Να, βλέπεις που αγωνίζεσαι...» Έφυγαν, έφυγαν αμέσως τα δάκρυα. Επειδή αυτό το χάρισμα που μού δωσε ο άγιος Εφραίμ, το οικειοποιήθηκα, ότι είναι δικός μου κόπος, και έφυγαν τα δάκρυα.


http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/monasticism/efraim_dakrya.htm


Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Περί Αποταγής και Μοναχικής Πολιτείας

Αββά Ισαάκ του Σύρου

1. Ἡ ἀρχή τῆς ἀρετῆς εἶναι ὁ φόβος του Θεού. Λέγεται ὃτι γεννιέται ἀπό τήν πίστη. Σπέρνεται στήν καρδιά ὃταν ἀποχωριστεῖ ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν περισπασμό καί τίς μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἒτσι θά μπορέσει ὁ ἂνθρωπος νά συγκεντρώσει τίς σκέψεις του ἀπό τήν περιπλάνηση ἐδῶ κι ἐκεῖ στή μελέτη τῆς μέλλουσας ἀποκατάστασης.
2. Τό πιό καλό θεμέλιο τῆς ἀρετής δέν εἶναι ἂλλο παρά: α) Τό νά συγκρατήσει κανείς τόν ἑαυτό του (αὐτοκυριαρχία) μέσω τῆς φυγῆς ἀπό τόν κοσμικό περισπασμό καί β) Τό νά παραμείνει μέ ὑπακοή στό νόμο τοῦ φωτός, σ’εκεῖνα τά μονοπάτια τά εὐθέα καί ἃγια τοῦ Θείου νόμου. Αὐτοῦ τοῦ νόμου τόν ὁποίο μέ τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Ψαλμωδός ὀνόμασε λύχνο .

3. Μόλις, καί μέ μεγάλη δυσκολία, βρίσκεται ἓνας ἂνθρωπος πού μπορεῖ νά βαστάξει (χωρίς ψυχική ζημία) τήν τιμήν . Ἲσως μάλιστα καί νά μήν ὑπάρχει τέτοιος ἂνθρωπος, οὒτε ἀκόμη καί ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους πού ἒγιναν ἰσάγγελοι ὡς πρός τόν τρόπον τῆς ζωῆς τους. (Αὑτό συμβαίνει γιατί ὁ καθένας πολύ εὒκολα καί γρήγορα ἀποδέχεται αὐτήν τήν [κακή] ἀλλοίωση πού τοῦ προξενεῖ ἡ τιμή).

4. Ἡ ἀρχή τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς εἶναι νά μελετᾶ συνεχῶς ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί νά ζεῖ (ὁ ἂνθρωπος) μέ φτώχεια. Διότι ὃταν ὁ ἂνθρωπος ποτίζει (τρέφει) τόν ἑαυτό του μέ τό ἓνα (δηλ. μέ τά Θεῖα Λόγια) αὐτό βοηθάει στήν τελειότητα τοῦ ἂλλου (στό νά ζεῖ μέ πτωχεία). Δηλαδή τό νά ποτίζεις τήν ψυχή σου μέ τήν μελέτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ σέ βοηθᾶ στό νά ἐπιτύχεις τήν φτώχεια. Ἐνῶ ἐλευθερώνοντας τόν ἑαυτό σου ἀπό τίς κτήσεις βρίσκεις, χωρίς ψυχική ζημία, διαθέσιμο χρόνο γιά νά πετύχεις τήν ἀδιάκοπη μελέτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ. Ἡ βοήθεια καί ἀπό τά δύο γρήγορα ἀνεγείρει ὃλο τό οἰκοδόμημα τῶν ἀρετῶν (κάνει τόν ἄνθρωπο ἐνάρετο).

5. Κανένας δέν μπορεί νά πλησιάσει τό Θεό παρά ἐκεῖνος ὁ ἂνθρωπος πού ἀποχωρίστηκε ἀπό τόν κόσμο. Ὁνομάζω ἀποχωρισμό ὂχι τήν ἀναχώρηση τήν σωματική ἀλλά τήν ἀποξένωση ἀπό τίς κοσμικές ὑποθέσεις.

6. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρετή. Τό νά μήν ἀσχολεῖται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν κόσμο. Ἡ καρδιά δέν μπορεῖ νά γαληνέψει καί νά εἶναι χωρίς φαντασίες ὃσο χρόνο οἱ αισθήσεις εἶναι ἐνεργές. Ἒξω ἀπό τήν ἒρημο «καί τόν ἂγριο τόπο», τά σωματικά πάθη δέν κοπάζουν οὒτε οἱ κακές σκέψεις σταματοῦν.

7. Μέχρις ὃτου ἡ ψυχή μεθύσει μέ τήν πίστη στό Θεό, λαμβάνοντας μιά αἲσθηση τῆς δύναμης τῆς πίστης, δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει τήν ἀσθένεια τῶν αἰσθήσεων. Οὒτε μπορεί δυναμικά νά καταπατήσει τήν ὁρατή ὓλη, πού εἶναι τό ἐμπόδιο γιά τά ἐσωτερικά καί μή ἀντιληπτά ἀπό τίς αἰσθήσεις πράγματα.

8. Ἡ λογική δύναμη εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλευθερίας . Καρπός καί τῶν δύο εἶναι ἡ παρεκτροπή (δηλ. πρέπει νά συνεργαστεῖ ἡ λογική καί ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία γιά νά ἁμαρτησει ὁ ἄνθρωπος). Χωρίς τήν πρώτη(λογική) δέν ὑπάρχει ἡ δεύτερη (ἐλευθερία) .Ὃπου ὃμως ἡ δεύτερη (ἐλευθερία) λείπει, ἐκεῖ ἡ τρίτη (παρεκτροπη) εἶναι κρατημένη σάν μέ χαλινάρι .

9. Ὃταν ἡ Χάρη εἶναι ἂφθονη στόν ἂνθρωπο, αὐτός εὒκολα περιφρονεῖ τόν φόβο τοῦ θανάτου ἐξ’ αἰτίας τοῦ πόθου του γιά τήν δικαιοσύνη (τήν σύνολη ἀρετή). Αὐτός βρίσκει πολλούς λόγους γιά τήν ἀναγκαιότητα, τοῦ νά ὑποφέρει κανείς δοκιμασίες χάριν τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Ὃλα τά πράγματα πού θεωροῦνται βλαπτικά γιά τό σῶμα καί τά ὁποῖα ξαφνικά ἐπιτίθενται στη φύση του και ἀκολούθως τό κάνουν νά ὑποφέρει, στά μάτια του φαίνονται σάν τίποτε, σέ σύγκριση μέ αὐτά πού ἐλπίζονται (ἀπό τούς χριστιανούς) στήν μέλλουσα ζωή. Εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίσουμε τήν
ἀλήθεια ἂν δέν παραχωρηθεῖ νά ἒλθουν ἐπάνω μας οἱ πειρασμοί. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου τόν πληροφορεῖμέ ἀκρίβεια γι’αὐτό. Ἀκόμα περισσότερο (τόν πληροφορεί) γιά τό γεγονός ὃτι ὁ Θεός λαμβάνει πολύ μεγάλη πρόνοια γιά τούς ἀνθρώπους καί ὃτι δέν ὑπάρχει καμμία ἀνθρώπινη ὓπαρξη, πού νά μήν εἶναι κάτω ἀπό τήν Πρόνοιά Του. Αὐτό εἰδικά τό βλέπει νά (κατα)δεικνύεται τόσο καθαρά, σάν μέ δάκτυλο, στήν περίπτωση ἐκείνων πού βγῆκαν σέ ἀναζήτησή Του καί ὑπόμειναν θλίψεις γιά χάρη Του.

Ὃταν ὂμως ἡ Θεία Χάρη ἐλαττωθεῖ πολύ στόν ἂνθρωπο τότε ὃλα τά ἀντίθετα, ἀπό ὃσα εἲπαμε προηγουμένως, εἶναι κοντά (σ’ἓναν τέτοιο ἂνθρωπο). Γι’ αὐτόν ἡ γνώση εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τήν πίστη, ἐφόσον βασίζεται στήν ἐξέταση μέ τή λογική (βασίζεται στή λογική του). Ἡ πεποίθηση στό Θεό δέν εἶναι παροῦσα σέ κάθε ἒργο του καί ἡ Θεία Πρόνοια γιά τόν ἂνθρωπο κατανοεῖται διαφορετικά. Ἓνας τέτοιος ἂνθρωπος συνέχεια ἐνεδρεύεται σ΄ αὐτά τά πράγματα ἀπό ἐκείνους πού «σέ μιά ἀσέληνη νύχτα ἐνεδρεύουν γιά νά κατατοξεύσουν μέ τά βέλη τους τόν ἂνθρωπο» .

10. Ἡ ἀρχή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν συγκατατίθεται νά κατοικήσει σέ μιά ψυχή πού περισπᾶται σέ ἐξωτερικά πράγματα.

11. Ὑπηρετώντας τίς αἰσθήσεις, ἡ καρδιά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἡδονή τοῦ Θεοῦ. Διότι, λένε, οἱ ἐσωτερικές μας σκέψεις εἶναι δεμένες μέ τά αἰσθητήρια ὀργανα πού τίς ὑπηρετοῦν.

12. Ὁ δισταγμός τῆς καρδιᾶς εἰσάγει δειλία στήν ψυχή. Ἡ πίστη, ὃμως, ἀκόμα καί ὃταν τά μέλη τοῦ σώματος κατακόπτονται, μπορεῖ νά δυναμώσει (ὥστε νά ὁδηγήσει στήν νίκη) τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου . Ὃσο ἡ ἀγάπη γιά τή σάρκα κυριαρχεῖ μέσα σου, ποτέ δέν μπορεῖς νά γίνεις γενναῖος καί ἀτρόμητος, ἐξ’ αἰτίας τῶν πολλῶν ἀντίθετων πραγμάτων τά ὁποῖα παραμένουν κοντά (καί ἀντιτίθενται) σ' Αὐτόν πού ἀγαπᾶς.

13. Ὁ ἂνθρωπος πού λαχταράει τήν τιμή δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς αἰτίες τῆς λύπης.

14. Δέν ὑπάρχει ἂνθρωπος, πού νά μήν ἀλλοιώνεται στήν διάνοιά του ὡς πρός τό πρᾶγμα πού βρίσκεται μπροστά του, ὃταν ἀλλάζουν οἱ (ἐξωτερικές) συνθῆκες.

15. Ἐάν ἡ ἐπιθυμία, ὃπως λένε , εἶναι τό βλάστημα τῶν αἰσθήσεων, τότε ἂς σωπάσουν αὐτοί πού διδάσκουν ὃτι μποροῦν νά φυλάξουν τήν διάνοιά τους εἰρηνική μέσα στούς περισπασμούς .

16. Δέν εἶναι σώφρων ἐκεῖνος, πού λέγει ὃτι σταματοῦν μέσα του οἱ αἰσχροί λογισμοί , πάνω στήν πίεση καί τήν κρίση τῆς μάχης καί τοῦ ἀγώνα, ἀλλά ἐκεῖνος, μᾶλλον, πού μέ τήν ἀκεραιότητα τῆς καρδιᾶς του κάνει τήν θεωρία (ἐσωτερική ὅραση) τῆς διανοίας του τόσο ἁγνή, ὣστε νά μήν μπορεῖ νά ἀτενίσει μέ ἀναίδεια στούς αἰσχρούς λογισμούς. Καί ὃταν τό κοίταγμα τῶν ματιῶν του εἶναι συγκρατημένο, δίνοντας ἒτσι μαρτυρία γιά τήν ἁγιότητα τῆς συνείδησης, τότε ἡ ντροπή εἶναι σάν ἓνα πέπλο, πού κρέμεται μπροστά ἀπό τόν κρυφό χῶρο τῶν λογισμών του και ἡ ἁγνότητά του εἶναι σάν μία σώφρων παρθένος, πού φυλάγεται πιστά γιά τόν Χριστό.

17. Τίποτε δέν εἶναι τόσο ἱκανό γιά νά ἐξορίσει τίς προλήψεις (μνῆμες τῆς πρό Χριστοῦ ζωῆς) τῆς ἀκολασίας ἀπό τήν ψυχή καί νά διώξει μακριά ἐκείνες τίς ἐνεργές μνῆμες πού ἐξεγείρονται στήν σάρκα μας καί παράγουν μιά ταραχώδη φλόγα, ὃσο τό νά βυθιστεῖ κανείς μέσα στή διάπυρη ἀγάπη γιά ἐκπαίδευση (μαθητεία, διδασκαλία, καθοδήγηση) καί τό νά ἐρευνᾶ προσεκτικά μέσα στό βάθος τῶν νοημάτων τῶν Θείων Γραφῶν.

18. Ὃταν οἱ λογισμοί ἑνός ἀνθρώπου καταβυθιστοῦν μέσα στην ἡδονή τῆς καταδίωξης τῆς σοφίας, πού εἶναι ἀποθησαυρισμένη στούς λόγους τῶν Γραφῶν, μέ τήν βοήθεια τῆς (νοητικῆς) ἱκανότητας ἡ ὁποία (δια)φωτίζεται ἀπό Αὐτές (δηλ. τίς Γραφές), τότε αὐτός ὁ ἂνθρωπος ἀφήνει πίσω του τόν κόσμο καί λησμονεῖ κάθε τί σ’αὐτόν. Ἐξαλείφει ἀπό τήν ψυχή του ὃλες τίς μνῆμες πού διαμορφώνουν εἰκόνες (σωματικές-ὑλικές) σωματοποίησης τοῦ κόσμου· συχνά οὒτε κἂν θυμᾶται νά ἀσχοληθεῖ μέ τούς συνηθισμένους λογισμούς πού ἐπισκέπτονται (ἔρχονται) τήν ἀνθρώπινη φύση (λόγῳ τῆς ἀνθρώπινης ὑλικῆς μας φύσης). Ἡ ψυχή του παραμένει σέ ἒκσταση λόγω ἐκεῖνων τῶν νέων ἀπροσδόκητων συναντήσεων (ἀπαντήσεων- καθοδηγητικῶν συμβουλῶν) πού ἀναδύονται ἀπό τήν θάλασσα τῶν μυστηρίων τῶν Γραφῶν.

19. Καί πάλιν, ἐάν ἡ διάνοια κολυμβᾶ στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας τῶν Θείων Γραφῶν καί οἱ νοήσεις της δέν μποροῦν νά ἐμβαθύνουν στά μεγάλα βάθη, ἒτσι ὣστε να συλλάβουν ὃλους τούς θησαυρούς (πού ὑπάρχουν) στό βυθό της, ὃμως ἀκόμη καί μόνη της αὐτή ἡ πράξη μέ τήν δύναμη τῆς διάπυρης φλόγας της, ἐπαρκεῖ γιά τήν διάνοια ἀπόλυτα ὣστε νά δέσει σφιχτά ὃλους τούς λογισμούς της μέ ἓναν λογισμό θαυμασμοῦ καί νά ἐμποδίσει αὐτούς να σπεύσουν (νά ἀσχοληθοῦν μέ τήν ὑλική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου) στή φύση τοῦ σώματος, καθώς εἶπε κάποιος ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες. Καί αὐτό γίνεται γιατί ἡ καρδιά εἶναι χαύνη καί δέν μπορεῖ νά βαστάσει τίς κακίες πού συναντᾶ στούς ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς πολέμους. Γνωρίζετε ὃτι ἓνας κακός (σωματικός) λογισμός εἶναι καταπιεστικός. Ἐάν ἡ καρδιά δέν ἀπασχοληθεῖ πλήρως μέ τήν μελέτη δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει τήν ταραχή τῆς ἐπίθεσης τοῦ σώματος.

20. Ὃπως τό βάρος τῶν σταθμῶν ἐμποδίζει τήν γρήγορη ταλάντωση μιᾶς ζυγαριᾶς σέ μιά ριπή τοῦ ἀνέμου, ἒτσι καί ἡ ἐντροπή καί ὁ φόβος ἐμποδίζουν τήν ἐκτροπή τῆς διάνοιας. Καί ὃσο λείπει ὁ φόβος καί ἡ ἐντροπή τόσο ὁ νοῦς ρεμβάζει καί κατ’ἀναλογία τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ φόβου ταράσσεται ὁ ζυγός τῆς διανοίας καί ταλαντώνεται. Λοιπόν ὃπως ἀκριβῶς οἱ πλάστιγγες τοὺ ζυγοῦ, ἐάν βαρύνουν ἀπό ἓνα πολύ βαρύ σταθμίο δέν σαλεύονται εὒκολα, ὃταν ὁ ἂνεμος πνέει, ἐτσι καί ἡ διάνοια ὃταν βαρύνει μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐντροπή, δέν ἀνατρέπεται εὒκολα ἀπό ἐκεῖνα τά πράγματα, τά ὁποῖα τήν μετακινοῦν· ἐπίσης ὃσο λείπει ὁ φόβος ἀπό τήν διάνοια, τόσο αὐτή κυριεύεται ἀπό τήν τροπή καί τήν ἀλλοίωση.

21. Γίνου σοφός λοιπόν καί βάλε σάν θεμέλιο στό ταξίδι σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Σέ λίγες μέρες θά σέ ὁδηγήσει μπροστά στήν πύλη τῆς Βασιλείας χωρίς κύκλους (γυρίσματα περιττά) στό δρόμο.

22. [Μήν περιεργάζεσαι μέ ὑπερβολή, ὃπως οἱ μαθητές, τίς λέξεις (τά λόγια, τίς διδασκαλίες) τῶν δασκάλων, πού γράφτηκαν ἀπό τήν ἐμπειρία (τους), γιά τήν ἀνόρθωση τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς σου καί τά ὁποῖα σέ βοηθοῦν μέ τίς ὑψηλές διεισδύσεις τους νά ὑψωθεῖς (πνευματικά)]

23. Νά διακρίνεις (ἐξιχνιάζεις) τό νόημα ὃλων τῶν παραγράφων πού συναντᾶς στα ἱερά κείμενα, ἒτσι ὣστε νά βυθίζεσαι βαθειά μέσα σ’αὐτό καί νά κατανοεῖς τίς βαθειές ἰδέες πού ὑπάρχουν στά γραπτά κείμενα τῶν φωτισμένων ἀνδρῶν .

24. ‘Εκεῖνοι πού ἐξ αἰτίας τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τους ὁδηγοῦνται ἀπό τή Θεία Χάρη στό φωτισμό, πάντοτε αἰσθάνονται κάτι σάν νοητή ἀκτίνα νά τρέχει ἀνάμεσα στούς γραμμένους στίχους. Αὐτή (ἡ ἀκτίνα τῆς Θείας Χάρης) δίνει τή δυνατότητα στήν διάνοια νά ξεχωρίζει τίς λέξεις, πού λέγοναι ἁπλᾶ ἀπό ἐκεῖνες πού ἒχουν μεγάλη σημασία γιά τόν φωτισμό τῆς ψυχῆς.

25. Ὃταν κάποιος διαβάζει τούς στίχους πού περικλείουν σπουδαῖες ἒννοιες, ὡς κάτι κοινό τότε κάνει καί τήν καρδιά του κοινή καί ἂδεια ἀπό αὐτήν τήν ἁγία δύναμη πού δίνει στήν καρδιά ἐκείνη τήν γλυκύτατη γεύση ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν κατανόηση (τῶν Γραφῶν), καί ἡ ὁποία προκαλεῖ θαυμασμό στήν ψυχή.

26. Κάθε τί ἐπιθυμεῖ νά τρέχει πρός τό ὃμοιό του. Καί ἡ ψυχή ἐκείνη πού ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὃταν ἀκούσει μία φράση, ἡ ὁποία ἒχει κρυμμένη μέσα της πνευματική δύναμη, μέ θέρμη ἀνασύρει τό βαθύτερο περιεχόμενο τῆς φράσης καί τό κάνει δικό της.

27. Δέν ξυπνάει πνευματικά, τόν κάθε ἄνθρωπο, ἕνας πνευματικός λόγος πού ἔχει κρυμμένη μέσα του μεγάλη πνευματική δύναμη, ἔτσι ὥστε νά τόν ὁδηγήσει στόν θαυμασμό. Ὁ λόγος περί ἀρετῆς χρειάζεται μιά καρδιά πού δέν εἶναι ἀπασχολημένη μέ τή γῆ καί τήν ἐνασχόληση μαζί της. [Δηλ. καί ὁ πιό σοφός καί πνευματικός λόγος δέν βρίσκει ἀνταπόκριση σ' ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι κολλημένος στήν γῆ καί τίς ἀπολαύσεις της].

28. Τά πράγματα τῆς ἀρετῆς, τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου ἡ διάνοια μοχθεῖ φροντίζοντας γιά πρόσκαιρα πράγματα, δέν τόν ξυπνοῦν, ἔτσι ὥστε γεμάτος λαχτάρα νά τά ποθήσει καί νά τά ἀναζητήσει.

29. Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τά ὑλικά πράγματα προηγεῖται τῆς σύνδεσης μέ τόν Θεό. Πολλές φορές ὃμως, κατ’ οἰκονομία τῆς Χάρης, σέ μερικούς, τό τελευταῖο προηγεῖται τοῦ πρώτου, ἒτσι ὣστε ἡ ἀγάπη γιά τό Θεό νά καλύψει (ὑπερνικήσει) τήν ἀγάπη γιά τά ὑλικά πράγματα.[Δηλ. καλλιεργώντας τόν Θεῖο Ἔρωτα ξεπερνᾶμε τήν ἀγάπη πρός τά κτίσματα]. Ἡ τάξη πού συνηθίζει νά ἀκολουθεῖ ἡ (Θεία) Οἰκονομία εἶναι διαφορετική ἀπό τήν τάξη τῆς ἀνθρώπινης κοινότητας. Ἐσύ πάντως φύλαξε τήν συνηθισμένη τάξη. Ἐάν ἒρθει μέσα σου ἡ Θεία Χάρη πρώτη, αὐτό εἶναι δική Της ὑπόθεση (δικό Της δῶρο). Ἐάν ὂχι, ἀνέβα στόν πνευματικό πύργο ἀπό τό συνηθισμένο σέ ὃλους τούς ἀνθρώπους μονοπάτι, τό ὁποῖο βάδισαν ὁ ἓνας μετά τόν ἂλλο.

30. Κάθε τί πού ἐνεργεῖται (ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται) στή Θεία Θεωρία καί ἐκπληρώνεται ἐξ αἰτίας μιᾶς ἀντίστοιχης ἐντολῆς (πού ὑπάρχει) γι' αὐτό, εἶναι ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀόρατο ἀπό τά σωματικά μάτια. Κάθε τί πού γίνεται στήν πράξη (ἐνεργεῖται ἐξωτερικά-ἔμπρακτα) εἶναι σύνθετο. Διότι ἡ μία ἐντολή πού (δέν) εἶναι (ἄλλη παρά) ἡ πράξη, ἀπαιτεῖ καί τά δύο· καί τήν θεωρία καί τήν πράξη, διότι εἴμαστε καί σωματικοί (ἔχουμε τό ὑλικό σῶμα) καί ἀσώματοι (ἔχουμε τήν ἀσώματη ψυχή). Ἡ σύνθεση λοιπόν αὐτῶν τῶν δύο (τῆς πράξης καί τῆς θεωρίας), αὐτό εἶναι τό πλῆρες. [Δηλ. μία ἀρετή γιά νά εἶναι πλήρης καί τελεία, θά πρέπει νά γίνει σωστά τόσο μέ τήν ψυχή ὅσο καί μέ τό σῶμα μας. Κάθε ἐξωτερική ἐνέργεια ὁφείλεται σέ κάποια ἐσωτερική ἐνέργεια. Θά πρέπει καί ἡ ἐσωτερική ἐργασία (θεωρία) ἀλλά καί ἡ ἐξωτερική ἐργασία (πράξη) νά εἶναι ὀρθή, σύμφωνη μέ τό Θεῖο Θέλημα].

{Γι’αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ φωτισμένος (ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα) νοῦς κατανοεῖ (τήν κάθε ἐντολή) ὃπως παλαιότερα (τήν) διατύπωσε ὁ μακάριος Μωῢσῆς, δηλαδή αὐτό πού εἶναι (φαινομενικά) ἁπλό (ἡ ἐξωτερική πράξη), στήν πραγματικότητα εἶναι διπλό (διότι κάθε ἐξωτερική πράξη πηγάζει ἀπό μία ἐσωτερική πράξη-θεωρία)}.

Σημείωση δική μας: Ἡ παραπάνω παράγραφος πού περικλείεται μεταξύ τῶν ἀγκυλῶν {...} ὑπάρχει μόνο στό συριακό χειρόγραφο.

31. Τά ἒργα (ἐνν. τῆς μετανοίας) πού ἒχουν σάν στόχο τήν ἐπίτευξη τῆς καθαρότητας (ἁγιότητας), δέν ἀπαλάσσουν τήν μνήμη ἀπό τήν αἴσθηση παλαιότερων παραπτωμάτων, ἀλλά ἀπομακρύνουν τήν λύπη πού φέρνει ἡ ἀνάμνησή τους στήν διάνοιά μας. Ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς ὃταν ἡ μνήμη αὐτή (τῶν παλαιοτέρων ἁμαρτημάτων) διαπερνᾶ τήν διάνοιἀ μας (κατά παραχώρηση Θεοῦ), τό κάνει γιά τήν ὠφέλειά μας.

32. Ἡ ἀκόρεστη ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς ἁρπάζει ὡς δικό της τό μερίδιο τῆς ἐπιθυμίας γιά τά ὁρατά πράγματα σάν νά εἶναι δικό της ἄν καί ἀνήκει στό ὁμόζυγο της στό σῶμα.

33. Τό μέτρο κοσμεῖ (ὀμορφαίνει) ὃλα τά πράγματα. Χωρίς μέτρο ἀκόμη καί τά πράγματα πού θεωροῦνται καλά γίνονται βλαπτικά.

34. Θέλεις νά ἐπικοινωνήσεις μέ τόν Θεό στό νοῦ σου λαμβάνοντας μιά αἲσθηση ἐκείνης τῆ ἡδονῆς ἡ ὁποία δέν εἶναι ὑποδουλωμένη στίς αἰσθήσεις; Ἑπιδίωξε τήν ἐλεημοσύνη. Ὅταν κάτι, πού ταιριάζει ἀπόλυτα στόν Θεό, βρεθεῖ σε σένα, τότε ἐκείνη ἡ Ἁγία Ὡραιότητα μέ τήν Ὁποία ἔγινες ὅμοιος, ἀπεικονίζεται σέ σένα. Διότι ἡ περιεκτική ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης [ἡ ἐλεημοσύνη πού ἀγκαλιάζει τά πάντα] ἀμέσως φέρνει τήν ψυχή σέ ἐπικοινωνία μέ τήν ἑνιαία δόξα τῆς θεϊκῆς λαμπρότητας.

35. Ἡ πνευματική ἓνωση εἶναι μιά συνεχής καί ἀσφράγιστη μνήμη ἡ ὁποία ἀδιάκοπα καίει στήν καρδιά μέ θερμό πόθο. Ἡ καρδιά λαμβάνει τήν ἱκανότητα γι’αυτό τόν δεσμό, ὂχι μεταφορικά οὒτε κατά φυσικό τρόπο ἀπό τήν ὑπομονή στίς ἐντολές. Διότι ἐκεῖ (δηλ. στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν) βρίσκει ὑλικό γιά τήν θεία θεωρία τῆς ψυχῆς ἒτσι ὢστε νά συγκρατηθεῖ σ’αὐτήν (τήν ἓνωση) ὑποστατικά. Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ καρδιά ἒρχεται σέ κατάπληξη (καί θαυμασμό) καθώς οἱ ὀφθαλμοί τῶν διπλῶν αἰσθήσεων κλείνουν, ἐκεῖνοι (οἱ ὀφθαλμοί) τῆς σάρκας και ἐκεῖνοι τῆς ψυχῆς.

36. Δέν ὑπάρχει ἂλλος δρόμος πρός τήν πνευματική ἀγάπη, ἡ ὁποία διαμορφώνει τήν ἀόρατη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, παρά πρῶτα νά ἀρχίσει ὁ ἂνθρωπος νά δείχνει συμπάθεια ἀνάλογη μέ τήν τελειότητα τοῦ (Θεοῦ) Πατέρα , ὃπως εἶπε ὁ Κύριός μας. Διότι ἒδωσε ἐντολή, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι Τόν ὑπακούουν νά βάλουν αὐτό σάν τό θεμέλιό τους .

37. Ἂλλο πρᾶγμα εἶναι ὁ λόγος πού πηγάζει ἀπό τήν πράξη (τήν ἐμπειρία ἀπό τήν ἐξάσκηση τῶν πρακτικῶν – σωματικῶν ἀρετῶν τῆς ὑπακοῆς, τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνείας, τῆς χαμαικοιτίας κ.λ.π.) καί ἂλλο πρᾶγμα ὁ καλός (ὡραῖος) λόγος. Ἀκόμα καί χωρίς ἐμπειρία, ἡ σοφία εἶναι έξυπνη ὣστε νά ὀμορφαίνει τούς λόγους της λέγοντας τήν ἀλήθεια χωρίς ὃμως νά τήν γνωρίζει πραγματικά καί κάνοντας διακηρύξεις περί ἀρετῆς ἐνῶ ὁ ἂνθρωπος αὐτός ποτέ δέν δοκιμάζει νά τήν ἐφαρμόσει στά ἒργα του. Ὁ λόγος πού πηγάζει ἀπό τήν ὀρθή πράξη εἶναι ἓνα θησαυροφυλάκιο ἐλπίδας, ἀλλά ἡ σοφία πού δέν βασίζεται στήν ὀρθή πράξη εἶναι μιά ἐναπόθεση ντροπῆς. Ὃπως ἀκριβῶς ἓνας καλλιτέχνης ζωγραφίζει τό νερό στούς τοίχους καί δέν μπορεῖ νά ἀνακουφίσει τή δίψα του μ’αυτό, ἢ ὃπως κάποιος πού ὀνειρεύεται ὂμορφα ὂνειρα ἒτσι εἶναι καί ὁ λόγος πού δέν βασίζεται στήν ὀρθή πράξη.

38. Ὁ ἂνθρωπος πού μιλάει ἀπό τήν ἐμπειρία τοὺ ἒργου του μεταδίδει ἀρετή στόν ἀκροατή του ὃπως κάποιος πού διανέμει ἀπό τά χρήματα πού κέρδισε στό ἐμπόριό του. Σάν νά εἶναι ἀπό τήν περιουσία του, σπέρνει τήν διδασκαλία του, στά αὐτιά ἐκείνων πού τόν ἀκοῦνε. Ἓνας τέτοιος ἂνθρωπος ἀνοίγει μέ παρρησία τό στόμα του στά πνευματικά του παιδιά ὃπως καί ὁ γέροντας Ἰακώβ εἶπε στόν σώφρωνα Ἰωσήφ : «Νά σοῦ ἒδωσα ἓνα μερίδιο περισσότερο ἀπό τά ἀδέλφια σου πού τό πῆρα ἀπό τούς Ἀμορραίους μέ τό σπαθί μου καί τό τόξο μου»

39. Ἡ πρόσκαιρη αὐτή ζωή εἶναι περιπόθητη σέ κάθε ἂνθρωπο πού ἒχει τρόπο ζωῆς μολυσμένο. Ὃμοια ἀλλά κατά δεύτερο λόγο καί σ’αὐτόν πού εἶναι στερημένος ἀπό τήν γνώση (ἀνόητος) . Καλά εἶπε κάποιος «Ὁ φόβος τοῦ θανάτου θλίβει τόν ἂνθρωπο μέ τήν ἒνοχη συνείδηση.» Ὁ ἂνθρωπος ὃμως πού ἒχει καλή ἐσωτερική μαρτυρία γιά τόν ἑαυτό του ποθεί τόν θάνατο σάν ζωή.

40. Μή θεωρεῖες ἀληθινά σοφό ἐκεῖνον πού ἐξ’ αίτίας τῆς προσωρινῆς ζωῆς ὑποδουλώνει τήν διάνοιά του στή δειλία καί τόν φόβο.

41. Ὃλα τά καλά καί τά κακά πράγματα πού συμβαίνουν στήν σάρκα νά τά λογαριάζεις σάν ὂνειρα. Διότι ὂχι μόνο μέ τό θάνατο θά ἐλευθερωθεῖς ἀπό αὐτά, ἀλλά συχνά πρίν ἀπό τόν θάνατο ἀποχωροῦν καί σέ ἐγκαταλείπουν.

42. Ἀλλ’ ἐάν μερικά ἀπό τά πράγματα πού σοῦ συμβαίνουν ἒχουν σχέση μέ τήν ψυχή σου, τότε νά τά θεωρεῖς σάν τά ἀποκτήματά σου σ’αὐτόν τόν αἰῶνα. Αὐτά ἐπίσης θά ἒλθουν μαζί σου στόν μέλλοντα αἰῶνα. Ἐάν εἶναι καλά, ἒχε εὐφροσύνη καί εὐχαρίστησε τόν Θεό μέσα στή διάνοιά σου. Ἀλλ’ ἐάν εἶναι κακά λυπήσου και στέναξε. Ὃσο ἀκόμα εἶσαι μέσα στό σῶμα προσπάθησε νά ἐλευθερωθείς ἀπό αυτά.

43. Γιά κάθε καλό πού ἐργάστηκες μέσα σου διανοητικά καί μυστικά νά εἶσαι βέβαιος ὃτι τό βάπτισμα καί ἡ πίστη εἶναι οἱ μεσῖτες μέσω τῶν ὁποίων τό ἐλαβες. Διά μέσου αὐτῶν κλήθηκες ἀπό τόν Κύριό Μας Ἰησοῦ Χριστό στά καλά Του ἒργα. Σ’ Αὐτόν καί στόν Πατέρα καί στό Ἃγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμή, ἡ εὐχαριστία καί ἡ προσκύνηση στούς αἰῶνες τῶν αἰῶνων Ἀμήν.

Πηγή:http://anavaseis.blogspot.com/2010/01/blog-post_5422.html

Αναζήτηση