Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Ο Απόστολος Παύλος

Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος ον αποδώσει μοι Κυριος εν εκείνη τη ημέρα».

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

Σαύλος ή Σαούλ ήταν το αρχικό του όνομα. Γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας γύρω στο 1 - 3 μ. Χ. Ήταν γιός πλούσιας οικογένειας, αφού όπως γνωρίζουμε, τον έστειλαν από την Ταρσό να σπουδάσει στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε καθηγητή τον περίφημο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ.

Η οικογένειά του ανήκε στην αίρεση των φαρισαίων. Ηταν πιστοί και φανατικοί τηρητές του Μωσαϊκού Νόμου καί των παραδόσεων.
Στο πρόσωπο του Σαύλου ο Αρχιερεύς και το Συνέδριο των Ιουδαίων βρήκαν τον ιδανικό διώκτη των χριστιανών και τον προόριζαν για αρχηγό της ομάδας των διωκτών που ετοίμαζαν να στείλουν στην Δαμασκό, όπου είχαν καταφύγει οι διωκόμενοι χριστιανοί.

Ηταν μεσημέρι όταν μια λάμψη πιο δυνατή και από τον ήλιο που μεσορανούσε, έκαμε όλους τους άνδρες του αποσπάσματος να πέσουν στο έδαφος ενώ ο Σαύλος άκουσε φωνή που του έλεγε: «Σαούλ, Σαούλ τι με διώκεις;». βρήκε το θάρρος ο Σαούλ να ρωτήσει: «Τις εί, Κύριε;». Και η φωνή απάντησε: «Εγώ ειμί Ιησούς ον συ διώκεις».

Εκεί τρεις ημέρες έμεινε χωρίς να φάει κάτι ή να πιεί νερό, στο σπίτι κάποιου Ιούδα που τους φιλοξένησε. Αλλά το όραμα του Σαύλου ακολούθησαν άλλα δύο σχετικά οράματα.

Νέος άνθρωπος τώρα ο Σαούλ, ξεκομμένος με θαυματουργική επέμβαση από τι ίδιο του το παρελθόν, σε μία νέα ζωή σε νέα πορεία. Αυτή τη φορά όχι υπηρέτης των αρχόντων του Ισραήλ αλλ' υπηρέτης του Θεού και μάλιστα εκλεκτό «σκεύος εκλογής», θεόληπτος και θεοπρόβληπτος. Έχει πια την συνείδηση ότι «τα αρχαία παρήλθεν», ότι «γέγονε τα πάντα καινά».

Ακόμα και το όνομα του που του θύμιζε τον παλαιό εαυτό του και αυτό το εγκαταλείπει. Προτιμά αντί του εβραϊκού Σαούλ - Σα?λος το Ρωμαϊκό Πα?λος.

«Παύλος απόστολος Χριστού» ή «Παύλος δούλος Ιησού Χριστού» θα είναι εις το εξής ο τίτλος του, έτσι θα αρχίζει τις επιστολές του και έτσι θα μείνει στην ιστορία.

ΟΙ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ

Η πρώτη περιοδεία (47-48 μ.Χ.) καλύπτει την Κύπρο, την Πέργη της Παμφυλίας, την Αντόχεια της Πισιδίας και τις πόλεις Ικόνιο, Λύστρα και Δέρβη της Νότιας Γαλατίας (Λυκαονίας).
Στόχος της φαίνεται να είναι κυρίως η Κύπρος.

Στη δεύτερη περιοδεία του (49-52 μ.Χ.) αρχίζει από την Αντιόχεια. Στη συνέχεια επισκέπτεται τις Εκκλησίες της Λυκαονίας της Φρυγίας και της Γαλατικής χώρας. Από εκεί πηγαίνει στην Τρωάδα για να καταλήξει στις Εκκλησίες της Μακεδονίας. Τέλος κατέληξε στην Κόρινθο από όπου έφυγε για Έφεσσο.
Η τρίτη περιοδεία (52-56 μ.Χ.) έχει ως ορμητήριο τη Έφεσσο, από όπου ο Παύλος επισκέπτεται τη Μικρά Ασία και την Ελλάδα.

Τέλος, μαρτυρείται μια ακόμη περιοδεία του Αποστόλου Παύλου, η τέταρτη (62-64μ.Χ.), η οποία ακολουθεί το ταξίδι, την παραμονή και τη διετή φυλάκισή του στη Ρώμη, και καλύπτει τη Δύση, ίσως και ως την Ισπανία. Από εκεί επέστρεψε στη Ρώμη, όπου και συνελήφθη και υπέστη μαρτυρικό θάνατο στον επί Νέρωνος διωγμό το 64 έως 68 μ.Χ

Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι. και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται. είτε γλώσσαι παύσονται. είτε γνώσις καταργηθήσεται. εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν. όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην. ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου. βλέπομεν γαρ άρτι δι΄εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον. άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα. μείζων δε τούτων η αγάπη.

(Απ. Παύλου Α' Κορ.ιγ΄)




Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Συναξάρι της Ημέρας ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ο ΛΟΥΚΑΡΙΣ : ο Περίδοξος και Πολύτλας

Η μνήμη του τιμάται 27 Ιουνίου


Η διαβόητη Congregatio de Propagandae Fidei προσπάθησε να τον διαβάλη χαλκεύοντας στα σκοτεινά γραφεία της μια καλβινίζουσα πλαστή, κακέμφατη και ψευδεπίγραφη «Ομολογία Πίστεως», την οποία ο Λούκαρις ουδέποτε αναγνώρισε ούτε υπεστήριξε πολεμούμενη. Καλβινιστής, λοιπόν, ο Λούκαρης! Πριν λίγα χρόνια τον είχαν παρουσιάσει ως παπιστή. Τώρα, ξαφνικά, έγινε …Προτεστάντης!… Αιρετικός!… Ποιος; Αυτός που τον διέκρινε τέτοια ευλάβεια για την Παναγία, ώστε στα Πατριαρχικά του Συγίλλια, αναφερόμενος στη Θεοτόκο πάντοτε έγραφε «της Υπεραγίας μου Θεοτόκου». Ποτέ χωρίς εκείνο το μου, εκείνη την έκφρασι βαθειάς προσωπικής σχέσεως προς την Μάννα των Χριστιανών, την ώρα που οι Καλβινιστές και λοιποί Προτεστάντες στο άκουσμα και μόνο της λέξεως Θεοτόκος αρρώσταιναν. Προτεστάντης, αυτός που κατέταξε επισήμως στη χορεία των Αγίων τον Όσιο Γεράσιμο της Κεφαλλονιάς (Ιούλιος 1626), όταν οι Προτεστάντες αρνούνται την τιμή στους Αγίους.

Στο πρόσωπό του συνδυαζόταν άριστα η παιδεία με την ευαγγελική αρετή και την καθημερινή συσταύρωσι με τον Χριστό και με το σταυρωμένο Γένος.

Ο θείος του Μελέτιος Πηγάς τον κάλεσε στην Αλεξάνδρεια (1593), όπου τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο (Σύγκελλο), και τον πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη για να λάβουν μέρος στη Σύνοδο που συγκάλεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ο Τρανός. Τότε έβραζε η Ανατολική Ευρώπη από τις λυσσώδεις προσπάθειες τού Βατικανού για τον προσηλυτισμό των Ορθοδόξων στο Λατινικό δόγμα, με δούρειο ίππο την Ουνία. Ο βασιλεύς της Πολωνίας Σιγισμούνδος ο Γ’ (1587 – 1632) είχε γίνει όργανο τού αμφιλεγόμενου Τάγματος των Ιησουιτών και είχε εξαπολύσει απηνή διωγμό κατά των Ορθοδόξων. Οι δύο Πατριάρχες έστειλαν τον νεαρό Κύριλλο Λούκαρι, μαζί με τον Αρχιμανδρίτη Νικηφόρο Παράσχη – Καντακουζηνό, να βοηθήσουν τους Ορθοδόξους της Ρουθηνίας, της Ουκρανίας και της νότιας Ρωσίας στην αντιμετώπιση τού προσηλυτισμού των Ιησουιτών και τού διωγμού τού Σιγισμούνδου.

Στη Βίλνα της Λιθουανίας ο Λούκαρις ίδρυσε Ακαδημία και τη διηύθυνε για λίγο, πρωτοστάτησε δε στην ίδρυση τυπογραφείου, όπου θα ετυπώνοντο και ελληνικά βιβλία «ανοθεύτως». Ακόμη εδίδαξε στο σχολείο του Λβώφ και στην Ακαδημία τού Οστρόγκ. Κατά τη ληστρική εκείνη «Σύνοδο» τού Μπρέστ-Λιτόφσκ (1596), που συγκάλεσε ο Σιγισμούνδος και εσκηνοθέτησε τη δήθεν «ένωση» των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, οι δύο φιλόχριστοι κληρικοί υπεράσπισαν με παρρησία το ευσεβές δόγμα, μαζί με τους λίγους Επισκόπους που δεν υπέκυψαν στις στραγγαλιστικές παπικές πιέσεις και τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο Οστρόγκσκι. Ακολούθησε φρικαλέος διωγμός και ο Κύριλλος με τον Νικηφόρο εγνώρισαν από την καλή το αληθινό πρόσωπο τού λατινικού φανατισμού. Αγωνίστηκαν σκληρά, με προφητικό ζήλο και άκαμπτο φρόνημα, αποκαλύπτοντας την καταχθόνια βατικάνια πλεκτάνη, διαφωτίζοντας κατάλληλα τους Ορθοδόξους και προτρέποντας τους να παραμείνουν ανενδότως πιστοί στην πνευματική τους Μάνα Ορθοδοξία, να μην προδώσουν την αλήθεια της Εκκλησίας αποδεχό-μενοι τη σκοτεινή ψευδοένωσι. Οι Λατίνοι συνέλαβαν τον Νικηφόρο, τον φυλάκισαν και τον εθανάτωσαν. Ο Λούκαρις κατάφερε να ξεφύγη, να επιστρέψη για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου επανήλθε δριμύτερος, αγωνιζόμενος εναντίον της προπαγάνδας και των αφιλάδελφων προσπαθειών των Ρωμαιοκαθολικών στη Μολδαβία, στην Ουκρανία και στην Πολωνία. Στην Πολωνία εργάσθηκε ανυψώνοντας την Ορθοδοξία μέχρι το 1601, οπότε ο Γέροντας του Μελέτιος Πηγάς τον κάλεσε πίσω στην Αλεξάνδρεια, προαισθανόμενος τον θάνατο του (13 Σεπτ. 1601). Το 1599 ο Ιησουίτης Πέτρος Σκάργα δημοσίευσε εδώ μια «Ομολογία Πίστεως» σαν τάχατις έργο τού Λουκάρεως, στην οποία ο υποτιθέμενος συγγραφέας της παρουσιαζόταν ως παπικός και αντιλουθηρανός. Πρόκειται για ένα κείμενο πέρα ως πέρα πλαστό και ψευδεπίγραφο, το πρώτο που η αδίστακτη προπαγάνδα του Βατικανού θα εχάλκευε και θα εκυκλοφορούσε για να συκοφαντήση τον αγωνιστή της ευσέβειας. Αυτόν που πάντοτε έλεγε για τον Πάπα ότι «έχει φανερά τα σημάδια του αντίχριστου. Δεν λέγω πώς είναι αντίχριστος, αλλά πώς είναι πρόδρομος τού Αντιχρίστου».

Κατά πάντα άξιος και ικανός, εξελέγη, σύμφωνα και με την επιθυμία και υποθήκη τού Γέροντα του, νέος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ως Κύριλλος ο Γ΄ (1601 -1620), σε ηλικία τριάντα μόλις ετών. Ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Κύριλλος ανέπτυξε αξιοθαύμαστη δράσι για την πνευματική και υλική ανασυγκρότηση τού Πατριαρχείου και τού ποιμνίου του. Καλλιέργησε το θείο κήρυγμα και τη μελέτη των Αγίων Γραφών, επισκεύασε ναούς, έκτισε καινούργιους, ενοικοκύρεψε τα οικονομικά της Εκκλησίας, ετακτοποίησε τα χρέη τού Πατριαρχείου. Επειδή οι Ιησουίτες με την προπαγάνδα τους προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν τους αφελέστερους από τους πιστούς της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, τους πολέμησε σκληρά, καλώντας σε επικουρία και τους Άγγλους. Οι Κόπτες και οι Νεστοριανοί πολεμούσαν κι αυτοί από κοινού το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. «Οι τυφλοί με τους τυφλούς!». Αυτός ήταν ο σχολιασμός τού Κυρίλλου για το κοινό μέτωπο των αιρετικών, ενώ τους Νεστοριανούς τους εχαρακτήρισε και ως «Πανώλιν (πανούκλα) της Ανατολής» και τους αντιμετώπισε κι αυτούς με συνέπεια. Οι εμπερίστατες Εκκλησίες των Ιεροσολύμων και της Κύπρου εζήτησαν βοήθεια του. Δεν την αρνήθηκε. Είχε την αίσθηση ότι ήταν διάκονος της Εκκλησίας τού Χριστού οπουδήποτε Εκείνη είχε ανάγκη των υπηρεσιών του. Στη νοτιοδυτική Ρωσία η προπαγάνδα των Ιησουϊτών είχε αρχίσει ξανά να κάνη θραύση. Δεν εδίστασε. Έτρεξε να βοηθήση κι εκεί τη χειμαζόμενη Ορθοδοξία. Καθ’ οδόν, το 1512, στην Κωνσταντινούπολη τού ανατέθηκαν καθήκοντα Επιτηρητού τού Οικουμενικού θρόνου. Εκεί είδε με λύπη του ότι η Λερναία Ύδρα τού Ιησουίτικου σκοταδισμού απειλούσε και αυτό το ιερό κέντρο της Ορθοδοξίας. Αφού έκαμε και στην Πόλη κατά δύναμιν το χρέος του προς την Εκκλησία, πορεύθηκε στη Ρωσία, στη Μολδαβία και στη Βλαχία, όπου επί δύο χρόνια εθηριομάχησε κυριολεκτικά, πολεμώντας, με καθημερινό κίνδυνο της ζωής του, τις ανόσιες προσηλυτιστικές προσπάθειες και τις καταχθόνιες μεθόδους που μετήρχοντο οι Λατίνοι για να επιβάλουν στην περιοχή το εκκλησιαστικό τέρας της Ουνίας. Για να ενίσχυση τους Ορθοδόξους, ο Κύριλλος έγραψε και δυό αντιλατινικές πραγματείες: α) Περί της αρχής ή τού πρωτείου τού Πάπα και β) Διάλογος φιλαλήθους και ζηλωτού.

Στα πλαίσια των αγώνων του εναντίον τού παπικού προσηλυτισμού άρχισε από νωρίς ν’ αναπτύσσει σχέσεις με εξέχουσες προσωπικότητες τού χώρου της Διαμαρτυρήσεως, όπως ο Αγγλικανός Αρχιεπίσκοπος τού Καντέρμπουρυ Γεώργιος Άμποτ, οι Βασιλείς Κάρολος Α’ της Αγγλίας και Γουσταύος – Αδόλφος Β’ της Σουηδίας κ.ά. Οι άνθρωποι αυτοί τον εθαύμασαν, τον εσέβονταν και τον αγαπούσαν ειλικρινά ως μια μοναδική για την εποχή του προσωπικότητα της Εκκλησίας με στίλβουσα αρετή, σπάνια παιδεία και γλωσσομάθεια, έξοχη θεολογική συγκρότηση, γνήσιο πατερικό και μαρτυρικό ήθος. Σύμφωνα με τον Trivier, «Οι μεγαλύτεροι πολιτικοί και σοφοί της Ευρώπης επεζήτουν την φιλίαν του και ολόκληρος η Ευρώπη κατά τας αρχάς τού ΙΖ’ αιώνος αντηχεί από την φήμην των αρετών και γνώσεων τού Έλληνας Πατριάρχου». Ο Λούκαρις ήλπιζε ότι θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προσπαθειών του Βατικανού εις βάρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Στις 4 Νοεμβρίου 1620, η Αγία και Ιερά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, εις διαδοχήν Τιμοθέου τού Β’ εξέλεξε τον «επ’ αρετή και σοφία διαβόητον» Πατριάρχη Αλεξανδρείας ως Οικουμενικό Πατριάρχη. Έτσι, ο Κύριλλος Α’ ανέλαβε το πηδάλιο τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και τού Γένους σε ώρες εξαιρετικά δύσκολες. Στην Ευρώπη μαινόταν ο Τριακονταετής Πόλεμος. Οι Παπικοί συγκρούονταν σκληρά με τους Προτεστάντες. Η Μεταρρύθμισις είχε αποδεκατίσει το ποίμνιο της Ρώμης και το Βατικανό, ταπεινωμένο και αγχωμένο, επάσχιζε ν’ ανακτήση τις δυνάμεις του διά πυρός και σιδήρου. Παράλληλα, θέλησε ν’ αναπλήρωση τους λαούς που ξέφυγαν από τους κόλπους του με καινούργιους πιστούς, τους οποίους έκρινε πώς έπρεπε ν’ απόσπαση από τον κόσμο των Ορθοδόξων. Έτσι, η διαβόητη Congregatio de Propagandae Fidei χρησιμοποιώντας τους Ιησουίτες σαν δυνάμεις καταδρομών και την Ουνία σαν στολή παραλλαγής (καμουφλάζ), αποδόθηκε σ’ έναν ανίερο λυσσαλέο αγώνα κατά της Ορθοδοξίας.

Ο Λούκαρις δεν κάθισε ούτε δευτερόλεπτο με σταυρωμένα χέρια. Με κηρύγματα, με επιστολές, με συστηματική διαφώτιση των πιστών αγωνιζόταν ν’ αποκρούσει τη λατινική προπαγάνδα. Δίπλα του στάθηκαν με ειλικρινή αγάπη ο Κορνήλιος Χάγα, Πρεσβευτής των Στάτων Γενεράλων (Ολλανδίας) στην Κωνσταντινούπολι κι ο Εφημέριος της Πρεσβείας Αντώνιος Λεγήρος, καθώς κι ο Άγγλος Πρεσβευτής Σερ Τόμας Ρώσυ κι ο Εφημέριος της Πρεσβείας τού Έντουαρντ Πόκοκ. Η βοήθειά τους ήταν συχνά ανεκτίμητη, την ώρα που οι Πρεσβευτές της Γαλλίας Σεζύ (Philippe Harlay Comte de Cesy) και της Αυστρίας Rudolph Shmid Schwarzenhorn – ο κατά τον ανεκδιήγητο Κονταρή: «Εκλαμπρότατος Αμπασαδόρε τού Χριστιανικωτάτου και Γαληνότατου Βασιλέως και Αυτοκράτορας Υπεραδόρου», όχι μόνο υπεστήριζαν αναφανδόν, με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον τους Ιησουίτες και τους Καπουτσίνους, άλλα και ετοίμαζαν μετά σπουδής την φυσική εξόντωσι τού μαρτυρικού Πατριάρχου. Άλλωστε, η διαβόητη Congregatio de Propagandae Fidei είχε λάβει κατά τη συνεδρία της 25-7-1628, προεδρεύοντος τού Πάπα Ουρβανού τού Η’ απόφασι να εξοντώση τον Λούκαρι ως «αιρετικό».

Οι Ιησουίτες, τα κύρια προπαγανδιστικά όργανα τού Βατικανού και εν ταύτω πράκτορες (τότε) της γαλλικής διπλωματίας, την οποία εκ των παρασκηνίων διηύθυνε ο διαβόητος Πιέρ Ζοζέφ Τραμπλαί, η «Τεφρά Πανιερότης» (L’ Eminance Grise) – όπως πέρασε στη διεθνή διπλωματική γλώσσα -είχαν ιδρύσει για προσηλυτιστικούς λόγους ελληνικό σχολείο μέσα στην Κωνσταντινούπολι. Αυτό, όπως γράφει ο Λούκαρις, «τους χάρισε τόση επιτυχία, όση θα είχε και μια αλεπού ατό κοτέτσι». Αναδιοργάνωσε, λοιπόν, ο Κύριλλος εσπευσμένα την Πατριαρχική Σχολή και ίδρυσε το 1627 Πατριαρχικό Τυπογραφείο (το πρώτο ελληνικό Τυπογραφείο!), για να τυπώνωνται τα ιερά κείμενα και τα Ορθόδοξα δόγματα στη γλώσσα τού λαού, να φωτίζεται ο κόσμος και να στερεώνεται στην πίστι του. Η «αγάπη» όμως των Ιησουϊτών έσπευσε να διαβάλη στις τουρκικές αρχές τον Πατριάρχη και το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, με αποτέλεσμα να ορμήσουν οι Γενίτσαροι και να το καταστρέψουν παντελώς. Οι Ρωμαιοκαθολικοί επανηγύρισαν τη συμφορά μας και παράλληλα κατηγορούσαν και ειρωνεύονταν τον Ελληνισμό για την αμορφωσιά και το κατάντημα του. Όμως ο μεγάλος Πατριάρχης έκλεισε κάθε βέβηλο στόμα με τούτα τα λόγια:

«Ημπορούσε να ειπούν οι Λατίνοι ότι χειρότερα είσθε σεις οι Ανατολικοί παρά ημάς, διότι βασιλείαν δεν έχετε. Διά την υπερηφάνειαν σας την επήρεν ο Θεός (…). Μάθημα και σοφίαν δεν έχετε, αμή είστε δούλοι και έχετε τους Τούρκους επάνω εις τα κεφάλια σας (…). Όσον πως δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα, αλήθεια είναι, αμή ας μετρήσουν δύο πράγματα οι Λατίνοι: Πρώτον, ότι τον καιρόν τον παλαιόν, όσον η σοφία επολιτεύετο εις την Ελλάδα, τους Λατίνους οι Έλληνες είχον διά βαρβάρους. Και τώρα, αν εβαρβαρώθημεν ημείς και εκείνοι εσοφίσθησαν, παράδοξον δεν είναι. Η πτώχεια και η αφαίρεοις της βασιλείας μας το έκαμαν και ας έχωμεν υπομονήν.

Δεύτερον, ας λογιάσουν ότι αν δεν έχωμεν σοφίαν εξωτερικήν, έχομεν, χάριτι Χριστού, σοφίαν ανωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την Ορθόδοξόν μας Πίστιν, και εις τούτο είμεθα ανώτεροι από τους Λατίνους εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας, και να σηκώνωμεν τον σταυρόν μας, και να χύνωμεν το αίμα μας διά την πίστιν και την αγάπην την προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκιάν δέκα χρόνους, Χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες. Και εις την Ελλάδα τώρα διακόσιους χρόνους ευρίσκεται και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται διό να στέκουν εις την πίστιν τους, και λάμπει η Πίστις τού Χριστού και το μυστήριον της ευσέβειας, και σεις μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σας δεν εθέλω εμπρός εις τον Σταυρόν τού Χριστού. Κάλλιον ήτο να έχη τινάς και τα δύο, δεν το αρνούμαι, πλην από τα δύο, τον Σταυρόν του Χριστού προτιμώ».

Τον Σταυρόν τού Χριστού που προτιμούσε από την αδιαφόρετη κοσμική σοφία και τις αλεπουδοευγένειες των Ρωμαιοκαθολικών ο μεγάλος αυτός Πρωθιεράρχης μας, ο «Μωυσής του Γένους», όπως εύστοχα ωνόμασε τον Λούκαρι ο Κ. Σαρδελής, αυτό τον Σταυρό τον εσήκωσε πολυειδώς και πολυτρόπως. Οι ασταμάτητες μηχανορραφίες, οι ατέλειωτες ραδιουργίες και οι ασίγαστες διαβολές των Ιησουϊτών, τους οποίους είχε επιτέλους καταφέρει να απομακρύνη από τ’ Οθωμανικό κράτος το 1627, έστω και προσωρινά, η ροή αφθόνου χρυσίου από τις Πρεσβείες των Παπικών βασιλιάδων προς τα θυλάκια τού Μεγάλου Βεζύρη και πολλών επί μέρους οργάνων της τουρκικής διοικήσεως, η μικρόνοια και μωροφιλοδοξία ωρισμένων ημετέρων και μάλιστα τού ανεκδιήγητου σπουδαρχίδου Κυρίλλου Κονταρή, τού «Κακοεκβερροίας», η βραδύτητα η αδυναμία προς ενέργεια των ξένων φίλων του, ωδήγησαν στο μαρτύριο τον μεγαλόπνοο Πατριάρχη. Μέσα σε δεκάξι χρόνια, πέντε φορές κατέβηκε από τον Πατριαρχικό Θρόνο. Μα και άλλες τόσες ξανανέβηκε, μετά από απαίτησι κλήρου και λαού, που αναγνώριζε στο σεπτό πρόσωπό του τον γνήσιο και καλό Ποιμένα, τον μιμητή τού Αρχιποίμενος Χριστού. Άλλωστε και η πλειονότης των Αρχιερέων τον αγαπούσε, τον σεβόταν, τού ήταν αφοσιωμένη. Εξορίσθηκε επανειλημμένα, ταπεινώθηκε, προπηλακίσθηκε. Η διαβόητη Congregatio de Propagandae Fidei προσπάθησε να τον διαβάλη χαλκεύοντας στα σκοτεινά γραφεία της μια καλβινίζουσα πλαστή, κακέμφατη και ψευδεπίγραφη «Ομολογία Πίστεως», την οποία ο Λούκαρις ουδέποτε αναγνώρισε ούτε υπεστήριξε πολεμούμενη. Καλβινιστής, λοιπόν, ο Λούκαρης! Πριν λίγα χρόνια τον είχαν παρουσιάσει ως παπιστή. Τώρα, ξαφνικά, έγινε …Προτεστάντης!… Αιρετικός!… Ποιος; Αυτός που τον διέκρινε τέτοια ευλάβεια για την Παναγία, ώστε στα Πατριαρχικά του Συγίλλια, αναφερόμενος στη Θεοτόκο πάντοτε έγραφε «της Υπεραγίας μου Θεοτόκου».

Ποτέ χωρίς εκείνο το μου, εκείνη την έκφρασι βαθειάς προσωπικής σχέσεως προς την Μάννα των Χριστιανών, την ώρα που οι Καλβινιστές και λοιποί Προτεστάντες στο άκουσμα και μόνο της λέξεως Θεοτόκος αρρώσταιναν. Προτεστάντης, αυτός που κατέταξε επισήμως στη χορεία των Αγίων τον Όσιο Γεράσιμο της Κεφαλλονιάς (Ιούλιος 1626), όταν οι Προτεστάντες αρνούνται την τιμή στους Αγίους. Άξιος, λοιπόν, να τον γδάρη ζωντανό η «Ιερά Εξέτασις» και να τον κάψη επί της πυρός στη Μάλτα!… Έτσι, το ξεχείλισμα της αξιομισθίας των Ιησουϊτών ήταν η τελική κατασυκοφάντισι τού αγίου Πατριάρχου στον αφειδώς χρηματισθέντα από την Αυστριακή Πρεσβεία Μεγάλο Βεζύρη Μπαϊράμ Πασά (συνεργούντος και τού παναθλιωτάτου Κονταρή) ως δήθεν συνεννοουμένου με τους Κοζάκους για επανάστασι και κοινή επίθεσι κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Σουλτάνος Μουράτ ο Δ’, ευρισκόμενος σε εκστρατεία κατά των Περσών στη Μικρά Ασία για ανάκτησι της Βαγδάτης, στο άκουσμα τού «κινδύνου», εξέδωσε την απόφασι για θανάτωσι τού Εθνάρχου. Έτσι, στις 27 Ιουνίου 1638, οι Γενίτσαροι συνέλαβαν τον Κύριλλο, τον πήγαν στα παράλια τού Αγ. Στεφάνου (Γιεσίλκιου, όπου σήμερα το αεροδρόμιο της Κων/πόλεως), τον έπνιξαν και τον έθαψαν. Κι όταν η πικρή είδησι μαθεύτηκε και ξεσηκώθηκε ο λαός (ήταν η πρώτη φορά που εφονεύετο Πατριάρχης) και γύρεψε το ιερό Του λείψανο να το κηδέψη, «εντίμως και μετά παρρησίας», ο ανάξιος «διάδοχός» Του και συνένοχος τού αίματός Του Κονταρής συνεννοήθηκε με τους Γενίτσαρους, οι οποίοι λαβόντες το ικανόν, ξέθαψαν το λείψανο και το πέταξαν στη θάλασσα. Βρέθηκε αργότερα και θάφτηκε στο νησύδριο τού Αγ. Ανδρέα, στην Προποντίδα.

«Και ούτως εκ ζηλοτυπίας, φθόνου και υποκριτικών τε και αδικωτάτων συκοφαντιών καταβληβείς, απεβίωσε Κύριλλος ο Λούκαρις, ο μέγιστος εκείνος ανήρ, όστις παρά τα άμεμπτα αυτού ήθη και τον πάσης επονειδίστου πράξεως ακηλίδωτον βίον, ήτο προωρισμένος να υποστή, υπαρασπίζων την ευαγγελικήν θρησκεία, φοβερός συμφοράς και σκληρότατον θάνατον» (Th.Smith. Miscellanea, 1866, ρ. 130). Σήμερα τα ιερά λείψανα τού Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Κυρίλλου τού Λουκάρεως θησαυρίζονται στο Μοναστήρι του. Στη Μονή Αγκαράθου της Κρήτης.

Η χάρις Του ας σκέπη την Ορθοδοξία όλη και την πονεμένη μας Ρωμιοσύνη.


Πηγή: http://www.imr.gr

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Νεομάρτυς Προκόπιος 25 Ιουνίου




Ο Άγιος νεομάρτυς και οσιομάρτυς Προκόπιος ήταν Έλληνας από τα μέρη της Βάρνας της Βουλγαρίας. Σε ηλικία είκοσι ετών εγκατέλειψε πατρίδα και συγγενείς και έγινε μοναχός στο Άγιο Όρος ,στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Ενώ όμως ήταν απλός και ασκητικός μοναχός και οι συμμοναστές του θαύμαζαν την υπακοή του , νικήθηκε από τον λογισμό , που του υπέβαλε ο φθονερός , να φύγει από το Άγιον Όρος και να βγει στον κόσμο. Έφυγε και κατέληξε στην Σμύρνη. Τότε πολεμήθηκε από τον ολέθριο λογισμό της απελπισίας, ότι αφού έφυγε από το Όρος δεν έχει πλέον σωτηρία. Συγχυσμένος από τον πόλεμο των λογισμών πήγε κάποια μέρα στο δικαστήριο και σχεδόν μόνος του δήλωσε ότι θέλει να γίνει Τούρκος. Αμέσως , με πολλή χαρά , τον δέχθηκε ο κριτής , έκανε ομολογία πίστεως στο Ισλάμ και κατηχήθηκε στην ψυχώλεθρη πλάνη . Τον ανέλαβε δε στην προστασία του ο γιανιτζάραγας , ο οποίος πρόσεχε μήπως έλθει σε επαφή με Χριστιανούς γι’ αυτό και του επέτρεπε πολύ λίγο χρόνο να βγαίνει έξω μόνος του. Μετά από δεκαπέντε ημέρες δέχθηκε και την περιτομή. Με το που πήρε όμως αυτή τη βδελυρή σφραγίδα άρχισε να τον ελέγχει η συνείδησή του . Ήθελε να μιλήσει με κάποιο χριστιανό αλλά όλοι τον απέφευγαν. Τελικά κατάφερε να συναντηθεί κρυφά με κάποιο γνωστό του πνευματικό στον οποίο διεκτραγώδησε το πάθημά του και απεκάλυψε την επιθυμία του να ξεπλύνει με το αίμα του το δεινό αμάρτημα της άρνησής του. Ο πνευματικός αρχικά προσπάθησε να τον πείσει να επιστρέψει στο Άγιο Όρος , όπου με την μετάνοια και την άσκηση θα μπορούσε να σωθεί με το άπειρο έλεος του Θεού. Παράλληλα του παρουσίασε τον κίνδυνο να υποπέσει και πάλι στην άρνηση εξαιτίας των φοβερών βασάνων .Εκείνος όμως ήταν αμετάπειστος. Μπροστά στον μεγάλο πόθο του για ομολογία και μαρτύριο ο πνευματικός τον δεχόταν κρυφά για δεκαπέντε ημέρες και τον καθοδηγούσε στον πνευματικό αγώνα. Και ένα Σάββατο πρωί λέει ο άγιος στον πνευματικό : Σήμερα είναι η τελευταία μου ημέρα. Αποφάσισα να ομολογήσω και ήρθα να σε αποχαιρετήσω. Αφού έψαλλαν την παράκληση με τον πνευματικό και είπαν τα τελευταία λόγια ,φόρεσε άλλα ρούχα και πήγε στο δικαστήριο. Μπροστά στον κριτή, πέταξε κάτω το σαρίκι και φορώντας ένα μαύρο σκούφο που είχε μαζί του , ήλεγξε με παρρησία το Ισλάμ ενώ παράλληλα ομολόγησε τον Χριστό λέγοντας πως Τον αρνήθηκε απατημένος από τον διάβολο. Αμέσως οι παριστάμενοι του πέταξαν τον μαύρο σκούφο από το κεφάλι και τον επέπλητταν να μη βλασφημεί. Εκείνος δε έπαυε να τους ελέγχει για την κακοδοξία και την ασέβειά τους . Τον άρπαξαν τότε ως αιμοβόρα θηρία, του έδεσαν τα χέρια πίσω με το ίδιο του το σαρίκι και τον έκλεισαν στη φυλακή μέχρι να έλθει ο αφέντης του. Όταν τον οδήγησαν μπροστά στον κριτή ομολόγησε με πολύ θάρρος τον Χριστό και αρνήθηκε το Ισλάμ. Τότε άρχισαν τα ταξίματα , τα αξιώματα και τις κολακείες. Ο άγιος τους απάντησε πως κι αν τον κόσμο όλο του χαρίσουν δεν αλλάζει γνώμη. Μπροστά στη σταθερότητα του αγίου μάρτυρος αποφάσισαν την καταδίκη του στον δι’ αποκεφαλισμού θάνατον . Οδηγώντας τον στον τόπο της καταδίκης ενώ εκείνοι τον έβριζαν και τον εξευτέλιζαν ο άγιος μάρτυς προχωρούσε μάλλον έτρεχε με χαρούμενο πρόσωπο σαν να πήγαινε σε πανηγύρι και αποχαιρετούσε όσους χριστιανούς συναντούσε . Όταν έφθασαν στον τόπο της εκτέλεσης, στάθηκε με τόσο θάρρος και τόση γενναιότητα ώστε προκαλούσε αμηχανία στους Τούρκους και κανένας δεν τολμούσε να τον αποκεφαλίσει. Τελικά έφεραν κάποιο πωρωμένο αρνησίχριστο , ο οποίος και τον αποκεφάλισε. Έτσι ο άγιος Νεομάρτυς και οσιομάρτυς Προκόπιος έλαβε τον αμαράντινο στέφανο της αιωνίου ζωής .

http://vatopaidi.wordpress.com/2009/06/25/%CE%BF-%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%83-%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%85%CF%83-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%B9%CE%BF%CF%83/

«Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ»

Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν ανήκε στη χορεία των δώδεκα Αποστόλων. Δε γνώρισε τον Κύριο όσο ζούσε στη γη, αλλά αποκαλύφτηκε κατόπιν σε αυτόν και κλήθηκε να γίνει απόστολός Του, όντας αυτός πολέμιος της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία μας χαρακτήρισε τον Απόστολο Παύλο ως τον «Πρώτον μετά τον Ένα», δηλαδή τον σημαντικότερο άνδρα επί γης μετά τον Χριστό και ως το «πολύτιμο σκεύος Χριστού». Δίκαια, διότι ο μέγας αυτός Απόστολος προσέφερε στην Εκκλησία του Χριστού τις πιο ανεκτίμητες υπηρεσίες της ιστορίας Της! Αυτός είναι ο ουσιαστικός θεμελιωτής Της στα έθνη, ως τα πέρατα της οικουμένης!

Τις πληροφορίες για τον βίο και το έργο του μεγάλου Αποστόλου αντλούμε από το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» και από τις Επιστολές του, αλλά και από άλλες αρχαιότατες εξωβιβλικές μαρτυρίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής χωρία: Πραξ.9,1-29, 22,3-21,26,9-20, Γαλ.1,13-24, A΄Κορ.15,8, Εφ.3,8, Φιλιπ.3,12, κλπ. Το ιεραποστολικό του έργο περιγράφεται στα κεφάλαια 13ο 28ο του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων».

Γεννήθηκε γύρω στο 15 μ.Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Iουδαίους γονείς, οι οποίοι κατάγονταν από την φυλή του Βενιαμίν. Ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος και επίσης είχε και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος. Οι εύποροι γονείς του έδωσαν στον φιλομαθή γιο τους υψηλή παιδεία. Επίσης το αξιόλογο ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Τόσο ο πατέρας του όσο και ο Παύλος ανήκε στην αίρεση των Φαρισαίων. Αυτό σημαίνει ότι από μικρός είχε καλλιεργήσει στην ανήσυχη ψυχή του θέρμη και ζήλο για την πίστη του.

Γύρω στο 34 μ.Χ. βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ (Πράξ.22,3). Ο νεαρός φαρισαίος μαθητής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. Τον συναντούμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου (Πραξ.7,54) και λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών. Διαβάζουμε στο ιερό κείμενο: «Σαύλος ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν» (Πραξ.8,3). Εξαιτίας του υπέρμετρου μάλιστα ζήλου του και του μίσους κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, το οποίο θα βάδιζε προς τη Δαμασκό, προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ (Πραξ.9,1).

Όμως καθ΄ οδόν έγινε το μεγάλο θαύμα. Ο διώκτης Παύλος είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;». Ο τρομοκρατημένος Παύλος ρώτησε: «Τις ει, Κύριε;» και απάντησε: «Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις΄ αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεται σοι τι σε δει ποιείν» (Παρξ.9,4-6). Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός συντάραξε κυριολεκτικά τον Παύλο, μετανόησε και αφού μπήκε στην πόλη συναντήθηκε με τον επί κεφαλής της Εκκλησίας Ανανία, ο οποίος τον θεράπευσε από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον βάπτισε. Το γεγονός αυτό έγινε χρονολογικά πιθανότατα το 36 μ.Χ.

Από τότε ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ύστερα από μια επιμελή προετοιμασία ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, δηλαδή τους μη Ιουδαίους.

Με συνοδεία άξιων συνεργατών, όπως του Βαρνάβα και του Μάρκου ως ένα σημείο, ο Παύλος ξεκίνησε το 48 μ.Χ. την πρώτη μεγάλη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στα 13ο και 14ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στην Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού. Παρ΄ όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία. Σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές εκκλησίες. Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια, όπου «συναγαγόντες την εκκλησίαν ανήγγειλαν όσα εποίησεν ο Θεός μετ΄ αυτών και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14:27).

Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μ.Χ.), η οποία έλυσε σοβαρά θέματα ιεραποστολής (Πράξ.15ο κεφ.). Σε αυτή ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με το Χριστό.

Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται στα 16ο , 17ο και 18ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Μέσω της Συρίας και Κιλικίας περιόδευσε τις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα. Εκεί συνάντησε τον ευσεβή και ένθερμο νέο Τιμόθεο, το οποίο πήρε και αυτόν μαζί του. Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και κατόπιν στην Τρωάδα. Κατόπιν οράματος πέρασαν στην Μακεδονία και ίδρυσαν εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρισκίλας. Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια για ανάπαυση.

Σύντομα ανέλαβε να επιτελέσει και την Τρίτη αποστολική περιοδεία του. Περιγράφεται στα 19ο και 20ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και κατέληξε στην Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας την εκκλησία της μεγάλης ασιατικής αυτής πόλεως. Μετά ήλθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες.

Μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη (Πράξ.21ο κεφ.). Ως ρωμαίος πολίτης (Ρωμ.11,1) απαίτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Γι αυτό αναχώρησε δέσμιος ακτοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κοντά στη νήσο Μελίτη ναυάγησε το πλοίο και βγήκαν στην ξηρά όπου κήρυξε και ίδρυσε και εκεί εκκλησία. Τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε (Πράξ.27ο και 28ο κεφ.). Στο σημείο αυτό τελειώνει και το ιερό βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων».

Από την Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη, όπου αφήκε επίσκοπο τον εκλεκτό και πιστό συνεργάτη του Τίτο, ανέβηκε στην Κόρινθο, στην Μακεδονία και επισκέφτηκε πιθανότατα την Νικόπολη της Ηπείρου το Φθινόπωρο του 66 μ.Χ., όπου και παραχείμασε (Τιτ.3,12). Μετά πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου αφήκε τον αγαπητό του συνοδό Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε επίσκοπο στην Έφεσο. Η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του μεγάλου αποστόλου τερματίστηκε στην Δύση. Έφτασε σύμφωνα με μαρτυρία του αγίου Κλήμεντα Ρώμης στις εσχατιές της Δύσης, στην Ισπανία. Κατόπιν κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στην Ρώμη. Κατάλαβε το τέλος του και έγραψε στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο: «εγώ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε» (Β΄Τιμ.4,6-8). Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο παράφρονας Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Παύλος κατέστη ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών δημίων. Έτσι γύρω στο 67 μ.Χ. συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας έτσι το τιτάνιο ιεραποστολικό του έργο με το μαρτύριό του.

Ο μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε και δεκατέσσερις επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτές είναι: 1) Η προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄ 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολασσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄,10) προς Τιμόθεον Α΄,11) προς Τιμόθεον Β΄,12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους.

Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται ομού με του άλλου κορυφαίου απόστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου.


ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος - Καθηγητής


http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=selides_katixisis/contents_AgioiApostoloi.asp&main=kat003&file=page15.htm

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Λόγος Αγ.Λουκά Κριμαίας εις το Γενέθλιον του Τιμίου, Ενδόξου,Προφήτου και Βαπτιστού Ιωάννου

Στήν ιστορία του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν μόνο δύο σημαντικά γεγονότα, τα όποια ό Θεός τα αναγγέλλει μέσω του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Καί αυτά είναι ή Γέννηση του Προαιώνιου Υίοΰ του Θεοΰ κατά σάρκα καί ή γέννηση του Προδρόμου καί Βαπτιστού του Ιωάννου, του μείζονος «εν γεννητοΐς γυναικών» (Ματθ. 11, 11), σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου Ιησού Χρίστου. Την γέννηση του Προδρόμου ακολουθεί καί το θαΰμα της λύσεως της γλώσσας του πατέρα του Ζαχαρία, την οποία έδεσε ό Αρχάγγελος γιατί δεν πίστεψε στα λόγια του.

Ή γέννηση του δοξάστηκε με τον προφητικό λόγο του Ζαχαρία, ό όποιος είπε: «Καί συ, παιδίον, προφήτης υψίστου κληθήση• προπορεύση γαρ προ προσώπου Κυρίου έτοιμάσαι οδούς αυτού, του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ αυτού, εν άφέσει αμαρτιών αυτών δια σπλάγχνα ελέους Θεοΰ ημών, εν οϊς έπεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους έπιφάναι τοις εν σκότει καί σκιά θανάτου καθημένοις, του κατευθΰναι τους πόδας ημών εις όδόν ειρήνης» (Λκ. 1, 76-79).

"Ολη ή ζωή του Προδρόμου ήταν μία ζωή ασυνήθιστη. Για τα παιδικά του χρόνια γνωρίζουμε μόνο αυτό, το όποιο μας λέει ό ευαγγελιστής Λουκάς,
οτι δηλαδή, «ηυξανε και έκραταιουτο πνεύματι, καί ην εν ταίς έρήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λκ. 1, 80). Πώς καί πότε βρέθηκε το παιδί στην έρημο δεν το γνωρίζουμε ακριβώς. Κατά την παράδοση, ό βασιλιάς Ηρώδης μετά την σφαγή των νηπίων στη Βηθλεέμ ήθελε να σκοτώσει καί τον Ιωάννη, δεν μπόρεσε όμως να τον βρει. Το γεγονός αυτό τον εξόργισε πολύ καί γι" αυτό διέταξε να σκοτώσουν τον πατέρα του, τον Ζαχαρία. Ή μητέρα του, άφοΰ έμαθε ότι οί στρατιώτες ψάχνουν το παιδί, το πήρε καί πήγε μαζί του σε μία έρημη ορεινή περιοχή. Άφού έζησαν λίγο καιρό εκεί ή μητέρα του πέθανε καί ό μικρός Ιωάννης έμεινε μόνος του στην έρημο.

Δεν γνωρίζουμε πώς τον έτρεφε Κύριος ό Θεός, πώς τον προστάτευε από τα άγρια ζώα, ούτε μας είναι γνωστό πώς έμαθε ό νέος Πρόδρομος να τρώει ακρίδες καί άγριο μέλι. "Ομως πιστεύουμε σταθερώς πώς για τον Θεό όλα είναι δυνατά. "Ηδη, λοιπόν, από την αρχή ή ζωή του μείζονος «εν γεννητοΐς γυναικών» (Μτ. 11, 11) ήταν μια ζωή πρωτοφανής καί ανήκουστη. "Εμεινε στην έρημο εντελώς μόνος του μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών. Τί έκανε στην έρημο; Με τι άσχολεΐτο; Κανένα εργόχειρο δεν είχε, δεν είχε καί τα βιβλία, ούτε ήξερε τα γράμματα.

Οί βιογραφίες των μεγάλων φιλοσόφων, όπως του Ντεκάρτ καί του Κάντ, μας διηγούνται ότι αυτοί οί άνθρωποι ολόκληρες ώρες καί ημέρες κάθονταν στίς πολυθρόνες τους, βυθισμένοι στίς σκέψεις τους. Βαθειά είναι ή φιλοσοφία αλλά ακόμα βαθύτερος είναι ό θεολογικός στοχασμός, ή ανώτερη μορφή της προσευχής, την οποία οι άγιοι πατέρες ονομάζουν νοερά προσευχή. Είναι ασύλληπτο μεγάλο το βάθος της κοινωνίας εν Πνεύματι πού έχουν οι μεγάλοι άγιοι με τον Θεό. Ό όσιος Παύλος ό Θηβαίος για 91 χρόνια ζοΰσε στην έρημο άγνωστος στον κόσμο, έχοντας κοινωνία μόνο με τον Θεό. Ό Αρσένιος ό Μέγας νύχτες ολόκληρες, μέχρι την ανατολή του ηλίου, στεκόταν με τα υψωμένα προς τον ουρανό χέρια. Ό όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ χίλιες ημέρες καί χίλιες νύχτες προσευχόταν στο Θεό πάνω σε μία λοξή πέτρα. Ασφαλώς το ίδιο ήταν καί το έργο του Ιωάννη του Προδρόμου κατά την παραμονή του στην έρημο. Μέσα στον αδιάκοπο στοχασμό περί Θεού καί περί τίς τύχες του κόσμου, στην βαθιά κοινωνία προσευχής με τον Θεό μεγάλωνε ή δύναμη του πνεύματος του καί αυξανόταν ή κατανόηση των οδών της σωτηρίας, τίς όποιες θα έπρεπε να διδάσκει στον λαό, ό όποιος χανόταν μέσα στίς αμαρτίες του. Θα έπρεπε να αλλάξει τις σκέψεις καί τα αισθήματα του λάου, να τα κάνει πιο βαθιά. Να τους παροτρύνει να μετανοήσουν και να αλλάξουν τίς διεστραμμένες καί πονηρές οδούς τους.


Για αυτόν ακριβώς το σκοπό, να προετοιμάσει δηλαδή την οδό για τον Κύριο και τον Σωτήρα μας τον Ιησού Χριστό, προοριζόταν ό μεγάλος Του Πρόδρομος. Γι' αυτό ακριβώς όλη ή ζωή του εξ απαλών ονύχων καί μέχρι την στιγμή πού άρχισε να κηρύττει στίς όχθες του Ιορδάνη ποταμού ήταν πρωτοφανής και ανήκουστη. Αυτό το κήρυγμα της μετανοίας εϊλκυε προς αυτόν χιλιάδες ανθρώπους καταποντισμένους στην ματαιότητα της κοσμικής ζωής

"Ας δοξολογήσουμε καί ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο καί Θεό μας πού έστειλε στον αμαρτωλό αυτό κόσμο τον μεγαλύτερο απ' όλους, τον ασκητή καί τον κήρυκα της ανώτατης αλήθειας, τον Πρόδρομο Ιωάννη. Καί σ' αυτή την ήμερα της ευλογημένης καί γεμάτης χάρη Γεννήσεως του ας κλείνουμε ενώπιον του τα γόνατα καί τίς καρδιές μας, υμνώντας καί δοξολογώντας τον. Αμήν.


Πηγή-''Λόγοι και ομιλίες Αγιου Λουκά,Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
Εκδ.''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

http://proskynitis.blogspot.com/2010/06/blog-post_23.html

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Άγιος Νικήτας ο εκ Νισύρου (21 Ιουνίου)



Ο Άγιος νεομάρτυς Νικήτας ο Νισύριος εγεννήθη στη Νίσυρο τής Δωδεκανήσου από γονείς χριστιανούς. Όπως συνέβη σε όλες τις τουρκοκρατούμενες περιοχές οπού πολλοί από ανάγκη ή από το φόβο των Τούρκων άλλαξαν την πίστη τους, το ίδιο συνέβη και με την οικογένεια του Νικήτα. Τούρκεψαν όλοι και ο Νικήτας μεγάλωνε με την συνείδηση αυτή ότι ήταν Τούρκος. Μία μέρα μάλωσε με ένα άλλο τουρκόπουλο και ή μητέρα του έβρισε το Νικήτα ονομάζοντας τον γκιαούρη δηλ. άπιστο. Στεναχωρημένος ο Νικήτας ζήτησε να μάθει από τη μητέρα του γιατί ή τουρκάλα τον έβριζε λέγοντας τον άπιστο.

Η μητέρα του αναγκάστηκε να του πει όλη την ιστορία ότι ήσαν χριστιανοί όλη η οικογένειά τους και ότι το χριστιανικό του όνομα ήταν Νικήτας.


Από εκείνη τη στιγμή στην συνείδηση του Νικήτα άρχισε μία επανάσταση. Σκεπτόταν με τι τρόπο θα ξαναγύριζε στην πατροπαράδοτη χριστιανική του πίστη. Ενώ βρισκόταν στο λιμά­νι του νησιού και σκεπτόταν αυτά τα πράγματα παρακαλώντας τον Χριστό να τον βοηθήσει, ένα καΐκι έφευγε για την Χίο. Το θεώρησε κατάλληλη ευκαιρία. Μπήκε μέσα και έφθασε στο Νησί της Χίου μη ξέροντας που να πάει και έχοντας σαν πυξίδα του την προστασία του Θεού ακολούθησε ένα δρόμο πού τον έφερε στο περίφημο βασιλικό μοναστήρι τής Νέας Μονής. Εκεί εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο τι του συνέβαινε και το μεγάλο του πόθο να ξαναγυρίσει στην αγία Εκκλησία και να ζήσει ως καλός Χριστιανός. Ό Ηγούμενος τον έστειλε και εξομολογήθηκε σε έναν άγιο αρχιερέα πού εφησύχαζε τότε στο νησί, τον πρώην Μητροπολίτη Κορίνθου Μακάριο. Κατόπιν τον κατήχησαν όπως έπρεπε, τον μύρωσαν και παρέμεινε στο μοναστήρι κάνοντας πολλή προ­σευχή και νηστεία, αποφεύγοντας τις εμφανίσεις και συζητήσεις με τους πολλούς και συζητώντας μόνο για πράγματα πού είχαν σχέση με την χρι­στιανική πίστη και αρετή με τον ηγούμενο και τους πατέρες της μονής πού ξεχώριζαν για την ευλάβεια τους. Είχε δε και ένα μικρό δοχείο με αγιασμό και κάθε τόσο έπινε από λίγο.


Με όλα αυτά θέρμανε ή καρδιά του από τον έρωτα του Χρίστου. Ακούγοντας μία φορά ότι αυτοί πού είχαν αρνηθεί τον Χριστό έπρεπε να κηρύξουν δημοσίως ότι αρνούνται την ψεύτικη πίστη και είναι έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους για την αγάπη του Χρίστου, το 'βαλε καλά στον νου και στην καρ­διά του και από τώρα και πέρα ή προσευχή του εις τον Χριστό ήταν να τον αξιώσει να μαρτυρήσει και να χύσει το αίμα του για χάρη Του.


Μετά την αγία Μονή έζησε για ένα διάστημα στην μονή των αγίων Πατέρων δείχνοντας και εκεί την ίδια επιμέλεια στους κόπους και τις ασκήσεις τής πνευματικής ζωής.
Ήταν 15-16 χρονών ο Νικήτας όταν ήρθε ή πολυπόθητη στιγμή να ομολογήσει την πίστη του και την αγάπη του στον γλυκύτατο Χριστό. Κατεβαίνοντας στην πρωτεύουσα της Χίου την Χώρα βρέθηκε για κάποια αιτία μπροστά στον αγά ο όποιος με διάφορες ερωτήσεις πού του έκανε έμαθε ότι ήταν μουσουλμάνος και τώρα τον έβλεπε να ελέγχει και να αποστρέφεται την μου­σουλμανική θρησκεία και να ομολογεί με θάρρος ασυνήθιστο για την ηλικία του ότι είναι χριστιανός και χριστιανός θα πεθάνει. Μάταια προσπάθησαν με κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταπείσουν.
Άρχισαν νά τόν φοβερίζουν γιά νά κάμψουν τό φρόνημα του. Όσο όμως τόν φοβέριζαν καί τόν απειλούσαν τόσο περισσότερο άναβε μέσα του ή φλόγα γιά τήν αγάπη του Χρίστου. Αφού τόν έδειραν αλύπητα, τόν έβαλαν στην φυλακή καί στην συνέχεια άρχισαν νά τόν βασανίζουν αλύπητα μέ διαφόρους τρόπους. Ο μάρτυρας του Χρίστου τ' αντιμετώπιζε όλα με νηστεία και προσευχή ζητώντας τήν θεία βοή­θεια καί δύναμη. Χριστιανοί πού ήσαν μαζί του στην φυλακή τόν παρακαλούσαν νά φάει κάτι. Εκείνος τους αποκρινόταν οτι τρέφεται μέ τροφή τήν οποίαν αυτοί δέν είχαν καί ευφραίνεται μέ ευφροσύνη πού αυτοί δέν μπορούσαν νά νιώσουν. Τόν έριξαν κρυφά δέσμιο χειροπόδαρα στον στάβλο νά τόν ποδοπατή­σουν τά άλογα γιά νά μήν ακούεται έξω στους χρι­στιανούς ή παρρησία καί ή ανδρεία του. Μέσα στην σκοτεινή φυλακή του κάστρου πού τόν έβαλαν στην συνέχεια τόν καθυπέβαλαν σε πολλά καί φοβερά μαρτύρια καθώς ακουόταν δέν μπόρεσαν όμως οι χριστιανοί νά τά μάθουν καί νά μας τά παραδώσουν. Κάποιοι Τούρκοι έλεγαν μέ θαυμασμό οτι ή σκοτεινή φυλακή στην οποία είχαν βάλει τόν άγιο ήταν λου­σμένη τήν νύκτα από άπλετο φως.


Δέκα μερόνυχτα κράτησαν τά μαρτύρια του αγίου. Αφού τόν έβγαλαν από τήν φυλακή όρμησαν κατά πάνω του πλήθος Άγαρηνών καί άλλοι τον έσερναν από εδώ, άλλοι από έκει, καί άλλοι τόν έδερναν απάνθρωπα μέ τά χέρια τους, άλλοι τόν τρυπούσαν άσπλαχνα μέ τά μαχαίρια τους καί ό καθένας έκανε οτι κακό μπορούσε στον νεαρό μάρτυρα ανάλογα μέ τόν θυμό καί τήν μανία του. Κυριολεκτικά τόν έσερναν ως πρόβατο επί σφαγήν. Φέρνοντας τον σέ ενα μέρος έξω από τήν πόλη πού ήταν τό Ιβηρίτικο μετόχι, του είπαν γιά μιά ακόμη φορά νά πει οτι είναι μωαμεθανός γιά νά γλιτώσει τήν ζωήν του. Εκείνος όπως απήντησε μέ θάρρος «Χριστιανός είμαι, Νικήτας ονομάζομαι καί Νικήτας θ' αποθάνω». Οι Χριστιανοί βλέποντας τό νεαρό της ηλικίας του καί φοβούμενοι μήπως δειλιάσει τόν θάνατο παρακαλούσαν τό Θεό νά τόν δυναμώσει νά τελειώσει τόν δρόμο του μαρτυρίου. Ό Νικήτας όμως όχι μόνο δεν φοβόταν αλλά έλεγε στους Αγαρηνούς νά τόν θανατώσουν γρηγορότερα γιά νά βρεθεί κοντά στον αγαπημένο του Χριστό. Εν τέλει ένας άγριος Τούρκος Κριμλής λεγόμενος βλέποντας τους άλλους πού συστέλλονταν νά τόν αποκεφαλίσουν ώρμησε μέ πολλή μανία καί του άπέκοψε τήν τιμία κεφαλή μέ πολλές μαχαιριές γιά νά τοΰ αυξήσει τήν τιμωρία καί τους πόνους. Έτσι έλαβε τό μακάριο τέλος ο Θείος Νικήτας στίς 21 του μηνός'Ιουνίου 1732. Τυφλοί πού άλειψαν τά μάτια τους μέ τό αίμα του Μάρτυρα είδαν τό φως τους καί έδόξαζαν τόν Θεό καί τόν μάρτυρα Νικήτα.

Οι άσπλαχνοι Αγαρηνοί επειδή έβλεπαν τους χριστιανούς νά παίρνουν άπό τό μαρτυρικό σώμα ότι μπορούσε ό καθένας προς αγιασμό καί βοήθεια του έπαιρναν άπό ένα βόθρο πού ήταν εκεί κοντά ακαθαρσίες καί τίς έριχναν στό άγιο λείψανο για νά τό μολύνουν. Με τήν βοήθεια του Θεού τό Λείψανο του αγίου παρέμενε καθαρότατο καί λευκότατο σάν τόν κρίνο. Τέλος τό έριξαν στην θάλασσα καί δέν έμεινε από αυτά τίποτε εκτός από κάποια κομμάτια καί τήν κάρα του πού μπόρεσαν καί πήραν κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί.

Ό Τούρκος Κριμλής πού μέ τόση κακία απο­κεφάλισε τόν άγιο κατελήφθη από ένα τρόμο του σώματος του, ως άλλος Κάιν, πού τον ακο­λουθούσε σε όλη του τη ζωή.

Πολλά θαύματα έγιναν καί γίνονται μέχρι σήμε­ρα από τόν άγιο νεομάρτυρα Νικήτα σέ όσους μέ πίστη καί ευλάβεια τόν τιμοΰν καί επικαλούνται τήν βοήθεια του.

Απολυτίκιο



Ήχος α'



Της Νισύρου τον γόνον και της Χίου το καύχημα


τον φρουρόν Αιγαίου Πελάγους Νικήταν τον ένδοξον


υμνήσωμεν συμφώνως οι πιστοί βοώντες προς αυτόν ειλικρινώς.


Σαις λιταίς τους την σην μνήμην επιτελούντας σώζε και βοώντας σοι.


Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ Δόξα τω σε στεφανώσαντι δοξα τω δωρισαμένω σε ημίν πρέσβυν ακοίμητον.



Φωτογραφίες από την υποδοχή της Τιμίας Κάρας του Αγίου Νικήτα στη Ρόδο

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Μοναχός Θεοφάνης: Κλίμακα θείων χαρίτων (Φιλοκαλία)

Οικτρός μοναχός, λεγόμενος Θεοφάνης,
Κλίμακα θείων χαρίτων σου εκθέτω,
αυτήν που η πείρα δίδαξε στους θεοφόρους.

Η καθαρότατη προσευχή είναι το πρώτο.
Απ' αυτήν πηγάζει κάποια καρδιακή θέρμη
κι ακολουθεί ενέργεια παράδοξη κι αγία.
Κατόπιν τα θεία δάκρυα της καρδιάς
κι από αυτά η ειρήνη λογισμών κάθε είδους.
Από αυτήν, η κάθαρση του νου αναβλύζει
και η θεωρία των άνω μυστηρίων,
και μετά έλλαμψη παράδοξη μ' άρρητο τρόπο
κι ανείπωτος φωτισμός της καρδιάς από τούτη
και από δω πάλι, τελειότητα χωρίς τέλος.
Πλάτος λοιπόν απέραντο έχει κάθε σκαλί της,
κι ας περιλαμβάνεται σ' ένα στίχο μόνο.
Στην κλίμακα αυτήν, το κάτω σκαλοπάτι
την καθαρή προσευχή μόνο υπογραμμίζει,
της οποίας είναι πολλά, αμέτρητα τα είδη.
Κι αν θέλαμε να κάνομε ένα κατάλογό τους
ο λόγος θα τραβούσε πολύ σε μάκρος.
Το ίδιο σκέψου, αγαπητέ, και στ' άλλα
που δάσκαλός τους είναι η πείρα, όχι ο λόγος.
Κλίμακα ασυνήθιστη, στα ουράνια υψωμένη.
Δέκα σκαλιά, που παράδοξα ψυχές ζωογονούνε.
δέκα σκαλιά που τη ζωή της ψυχής κηρύττουν.
Και λέει κάπου ένας θεοφόρος πατέρας :
« Όποιος δεν τρέχει εδώ, ζωή ν' αποκτήσει
της ψυχής, ας μην ξεγελά με κούφιες ελπίδες
τον εαυτό του, πως θα την βρει εκεί πάνω»
Δέκα σκαλιά, θεία φιλοσοφία
δέκα σκαλιά, καρπός όλων των βιβλίων
δέκα σκαλιά, πού το τέλειο δείχνουν
δέκα σκαλιά, στους ουρανούς π' ανεβάζουν
δέκα σκαλιά, πού σε κάνουν το Θεό να γνωρίζεις.
Η κλίμακα φαίνεται πολύ μικρή στο μήκος
αν όμως τη δοκιμάσει κανείς μεσ' στην καρδιά του,
πλούτο θα βρει που ο κόσμος δε χωράει
και θεία πηγή που ζωή άγνωστη αναβλύζει.
Άριστος δάσκαλος η κλίμακα τούτη είναι,
για να γνωρίσει καθαρά τα μέτρα του ο καθένας
-Τη θεία κλίμακα βλέποντας των δέκα χαρίτων,
αν σταθερά επάνω της βρίσκεται νομίζεις,
πές μας σε ποιο σκαλί της έχεις φτάσει,
ώστε κι εμείς οι ράθυμοι να ωφεληθούμε;
-Αγαπητέ, αν θέλεις γι' αυτά κάτι να μάθεις,
γίνε αμέριμνος για κάθε πράγμα
είτε παράλογο, είτε εύλογο το βρίσκεις.
Αδύνατο να μάθεις χωρίς αμεριμνία,
κι αυτά μαθαίνονται με πείρα όχι με λόγο.
Τούτο σου λέω ως υπενθύμιση μόνο
(ο λόγος είναι αγίων πατέρων θεοφόρων,
Αν και θα φανεί βαρύς στην ακοή σου):
«Όποιος δε βρεθεί σε κάποιο απ' τα σκαλιά της,
ή δεν έχει αυτά παντοτινή μελέτη,
στο τέλος της ζωής, στην ώρα του θανάτου,
θα κυριευτεί από φόβο και τρόμο μεγάλο
κι από δειλία απέραντη, τη σωτηρία μη χάσει».
Οι στίχοι μου κατέληξαν να φοβερίσουν,
όμως αυτό έγινε προς ψυχικό συμφέρον.
Δεν είναι με τα ήπια μάλλον που οδηγούνται
στην μετάνοια και στην καλοκαγαθία
οι πιο σκληροί-εγώ ανάμεσά τους πρώτος-,
όσο είναι με τα φοβερά που δέος προκαλούνε.
Άς ακούει όποιος τ' αυτιά έχει για ν' ακούει(1).
-Άκου κι εσύ που τα 'γραψες αυτά, και πρόσεξέ το.
Πώς τόλμησες εσύ ν' αρθρώσεις τέτοια λόγια,
εσύ που τίποτα απ' αυτά δεν έχεις απολύτως;
Πως δεν δοκίμασες φρίκη που τα διδάσκεις;
Δεν άκουσες τι έπαθε παλιά ο Ζαν εκείνος,
όταν τη θεία Κιβωτό θέλησε να στηρίξει(2);
-Μη νομίζεις πως αυτά τα λέω για να διδάσκω.
τον εαυτό μου στηλιτεύω με τούτα,
βλέποντας των αγωνιστών τα έξοχα βραβεία
και τη δική μου ακαρπία σε όλα.

Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.com/2010/01/blog-post_3690.html

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: Βιβλίο Πρώτο - Οι τέσσερις αρετές της ψυχής

Τέσσερις είναι οι μορφές της σοφίας: η φρόνηση, δηλαδή η γνώση και εκείνων που πρέπει και εκείνων που δεν πρέπει να κάνομε και η εγρήγορση του νου. η σωφροσύνη, δηλαδή να γίνει ορθό το φρόνημά μας, ώστε να μπορέσομε να κρατήσομε τον εαυτό μας μακριά από κάθε έργο, λογισμό και λόγο που δεν αρέσει στο Θεό. η ανδρεία, δηλαδή η δύναμη και η καρτερία στους κατά Θεόν αγώνες και στους πειρασμούς. η δικαιοσύνη, δηλαδή η διανομή που γίνεται με την ισότητα σε όλα αυτά. Αυτές οι τέσσερις γενικά αρετές γεννιούνται από τις τρεις δυνάμεις της ψυχής. Από το λογισμό, δηλαδή το νου, γεννιούνται δύο, η φρόνηση και η δικαιοσύνη, δηλαδή η διάκριση. Από το επιθυμητικό γεννιέται η σωφροσύνη, και από το θυμικό, η ανδρεία. Κάθε μία από αυτές βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παρά φύση πάθη. Η φρόνηση έχει πάνω της την υπερβολική ιδέα και κάτω την ανοησία. Η σωφροσύνη έχει πάνω την ευήθεια και κάτω την ακολασία. Η ανδρεία έχει πάνω το θράσος και κάτω τη δειλία. Η δικαιοσύνη έχει πάνω την κτήση του λιγότερου και κάτω την πλεονεξία. Και αυτές οι τέσσερις αρετές είναι εικόνα του επουράνιου στοιχείου, ενώ τα οκτώ πάθη που τις περιβάλλουν, είναι εικόνα του χωμάτινου.

Αυτά όλα τα γνωρίζει ακριβώς ο Θεός, όπως γνωρίζει τα περασμένα, τα παρόντα και τα μέλλοντα, και εν μέρει τα γνωρίζει και εκείνος που έμαθε κατά χάρη τα έργα του Θεού από Αυτόν, και αξιώθηκε να γίνει «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Του». Εκείνος ου λέει ότι γνωρίζει ορθά μόνον εξ ακοής ψεύδεται. Γιατί ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί χωρίς χειραγώγηση να ανεβεί ποτέ στον ουρανό. Ούτε πάλι, αν δεν ανεβεί και δει, μπορεί να πει εκείνο που δεν είδε. Αλλ' ό,τι ακούει από τη Γραφή, εκείνο μόνο οφείλει να λέει εξ ακοής με ειλικρίνεια και να ομολογεί τον Πατέρα του Λόγου, όπως είπε ο Μέγας Βασίλειος. Αλλιώς θα νομίζει ότι έχει γνώση, και θα είναι χειρότερος από εκείνον που δεν έχει. Γιατί όταν νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν μπορεί να γίνει, ό,τι νομίζει πως είναι, λέει ο άγιος Μάξιμος. Υπάρχει και αξιέπαινη αγνωσία, όπως λέει ο Χρυσόστομος, όπως όταν συνειδητά γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Και υπάρχει και αγνωσία πέρα από κάθε αγνωσία , όταν δε γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Υπάρχει και γνώση ψευδώνυμη, όταν νομίζει κανείς ότι γνωρίζει, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε, όπως λέει ο Απόστολος.

Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.com/2010/02/blog-post_18.html

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Ο Όσιος Ονούφριος ο Αιγύπτιος 12 Ιουνίου




Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐγεννήθηκε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Αἴγυτπο καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀριστικρατικὴ οἰκογένεια. Ὁ βιογράφος του, Ὅσιος Παφνούτιος, ἀναφέρει ὡς πατρίδα τοῦ Ὀνουφρίου τὴν Περσία, πράγμα ὅμως ποὺ δὲν μνημονεύεται οὔτε στὰ Συναξάρια, οὔτε καὶ στὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του πολιτείας εἰσέρχεται σὲ κοινόβιο μοναστήρι κοντὰ στὴν Ἑρμούπολη τῶν Θηβῶν. Τὸ κοινοβιακὸ σύστημα, ποὺ εἶναι αὐστηρότερο ἀπὸ τὸ Λαυρεωτικό, διαμορφώθηκε ὑπὸ τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου († 15 Μαΐου) τὸν 4ο αἰώνα στὴν Αἴγυπτο. Τὸ πρῶτο κοινόβιο ἱδρύθηκε περὶ τὸ 320 μ.Χ. στὴνΤαβεννίσιδα κοντὰ στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Νείλου ποταμοῦ. Στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὀνομαζόμενο Σμαούν, ὁ Ὀνούφριος ἐδιδάχθηκε τὰ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὴν ἥσυχη καὶ ἐρημικὴ ζωὴ δύο μεγάλων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἀσκητικὸ καὶ ἐρημικὸ βίο τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου, ὁ ὁποῖος ἦταν «ἐνδεδυμένος μηλωτὴν (=δέρμα προβάτου) καὶ ζώνην δερμάτινην περιζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ» καὶ τὸ μιμητὴ αὐτοῦ Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ προετοιμαστὴ τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως καὶ ὁ Ἠλιού, φέροντας ἀσκητικὸ ἔνδυμα καὶ ἀκολουθώντας τὸν ἐρημικὸ βίο ἐκήρυξε στὸ λαὸ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας.
Μετὰ τὰ ὅσα ἄκουσε στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐνθουσιάσθηκε γιὰ τὸν ἐρημικὸ βίο καὶ τὸν ἀναχωρητισμὸ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὕστερα ἀπὸ μία ἑβδομάδα ὁδοιπορία, ποὺ εἶχε πολλὴ πείνα καὶ κόπο, εἶδε ξαφνικὰ ἕνα σπήλαιο, ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἕνας γέροντας μοναχὸς καὶ τὸν ὑποδέχθηκε, φωνάζοντάς τον μὲ τὸ ὄνομά του. Ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος διηγήθηκε στὸν Ὅσιο Ὀνούφριο τὸ βίο του καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ἐρήμου.

Ὅταν πιὰ ἐπέρασαν τριάντα ἡμέρες, μὲ προσευχὲς καὶ θεῖες διηγήσεις, δίχως νὰ νιώσουν πείνα ἢ δίψα, ὁ ἀσκητὴς εἶπε στὸν Ὅσιο νὰ πάρουν τὸν δρόμο «ἐπὶ τὴν ἐνδοτέραν ἔρημον». Μάλιστα, ἔτρεχε ὁ ἴδιος, παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του. Ὕστερα ἀπὸ τέσσερις ἡμέρες εὑρῆκαν ἕνα μικρὸ σπήλαιο, ὅπου εἶπαν νὰ καθήσουν, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνας φοίνικας ἐφύτρωσε καὶ ἐψήλωσε καὶ τοὺς ἔδωσε μεγάλη χαρά. Τότε ὁ γέροντας εἶπε στὸν Ὀνούφριο ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εὐδόκησε, ὥστε σὲ αὐτὸ τὸ σπήλαιο νὰ δώσει τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Ἐδῶ ἐνέκρωσε «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς μέλη» καὶ ὑπέμεινε «τὸν παγετὸν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας τὸν καύσωνα». Ἔτσι ἐπέτυχε τὴν οὐράνια ζωή, βλέποντας, ὅπως τονίζει ὁ ὑμνογράφος αὐτοῦ, «τὸ ἀμήχανον κάλλος τοῦ Κτίστου» του. Ἔφθασε τὸ πράγματι «ἐφετόν» διὰ τῆς ἀπαρνήσεως κάθε κοσμικῆς συγχύσεως καὶ κατόρθωσε τὴν ποθούμενη «ὑπερκόσμιον ἀκρότητα». Ἔζησε στὴν ἔρημο περίπου ἑβδομήντα ἔτη καὶ εἶχε ὡς τροφὴ τὴν ἐγκράτεια καὶ ὡς πλοῦτο τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἔφθασε δὲ σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀσκήσεως στοὺς πειρασμούς, ὤστε τὴν ἡδυπάθεια, τὴ σκληραγωγία καὶ τοὺς πόνους τῆς ἐγκράτειας νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ καρτερία καὶ χαρὰ ἀνεκλάλητη.

Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυσε τὸν Ὅσιο στὸν πνευματικὸ καὶ ἀσκητικό του ἀγώνα. Τοῦ ἔδωσε καρτερία καὶ ὑπομονή. Τοῦ ἔστελνε μυστικὰ ψωμὶ καὶ νερὸ κάθε ἡμέρα, καὶ ὁ φοίνικας, ποὺ εἶχε βλαστήσει μπροστὰ στὸ σπήλαιο, τοῦ ἔδιδε γλυκὺ καρπό. Ἄγγελος Κυρίου δὲ τοῦ μετέδιδε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.
Ἐμελέτησε στὴν ἔρημο τὸ Νόμο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο εἶχε πάντοτε στὴν καρδιά του. Εὑρισκόμενος στὴν ἄβατη ἔρημο μόνος, ἐπιποθοῦσε μόνο τὸν Χριστὸ καὶ ἐντρυφοῦσε στὸ ἅγιο καὶ φωτεινὸ κάλλος Του. Ἐγέμισε τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς καὶ θείας γνώσεως καὶ ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο τῆς ἀπαθείας.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐπεδίωκε πάντοτε νὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεὸ καὶ ἐπιποθοῦσε συνεχῶς νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Δημιουργό του διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Ὁ Ὅσιος εἶχε ὡς ἔνδυμα, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἔνδυμα τὸ ὁποῖο οὐδέποτε προσέβαλε μὲ πνεῦμα ἀργίας, περιέργειας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας.

Ἐπιβραβεύοντας ὁ Κύριος τῆς δόξας τὴν ἀμέριστη πρὸς Αὐτὸν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὲρ Αὐτοῦ πνευματικοὺς καὶ σωματικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου, ὁδήγησε πρὸς αὐτόν, πρὸς τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του, τὸν Παφνούτιο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ φίλο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προκειμένου νὰ δεῖ τὴν πνευματικὴ καταξίωση τοῦ Ὁσίου καὶ νὰ μεριμνήσει καὶ ἐπιληφθεῖ τὰ τῆς ταφῆς τοῦ ἁγιασμένου αὐτοῦ σκήνους.
Πρὸ τῆς τελευτῆς του καὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Παφνουτίου ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος εἶπε τὴν ἀκόλουθη προσευχή: «Ὕψιστε Θεὲ καὶ ἀόρατε, οὗ ἡ δύναμις ἀνεξιχνίαστος καὶ ἡ δόξα ἀκατανόητος καὶ ἀνέκφραστος, καὶ τὸ ἔλεος ἄπειρον καὶ ἀμέτρητον, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω Σε, Ὃν ἐπόθησα ἐκ νεότητός μου καὶ Σοὶ ἠκολούθησα. Ἐπάκουσόν μου, πρὸς Σὲ γὰρ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπεῖδες τὴν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν ψυχήν μου, οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τοὺς πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου· τῇ Σῇ δεξιᾷ σκέπασόν με, ἵνα μὴ ταραχθῇ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὅταν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλὰ παράλαβε αὐτὴν δι’ ἁγίων Ἀγγέλων Σου καὶ κατάτακον αὐτὴν ἔνθα ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας. Μνήσθητι Πανοικτίρμον καὶ Πολυέλεε τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου. Καὶ ὅστις εὑρεθῆ εἰς κίνδυνον θαλάσσης ἢ εἰς θυμὸν δικαστοῦ ἢ εἰς ἄλλην τινὰ στενοχωρίαν, καὶ Σὲ ἐπικαλεσθῇ λέγων· Παντοδύναμε Κύριε, διὰ πρεσβειῶν τοῦ δούλου σου Ὀνουφρίου ἐλέησόν με, παρακαλῶ τὴν βασιλείαν Σου, καθὼς μοῦ ἔταξες ἐπάκουσον τῆς δεήσεως αὐτοῦ. Κύριε εἰς χεῖρας Σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου».
Ὁ βιογράφος του Παφνούτιος, ἀναφέρει ὅτι δύο λιοντάρια ἔνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου στὸν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε τὸ ἱερὸ σκήνωμά του.
Ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου στὴν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκεται κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰὼβ καὶ δεξιὰ τῆς ἑνώσεως τῆς κοιλάδος Ἰωσαφὰτ καὶ τῆς φάραγγος Ἐννώμ. Ἡ μονὴ εἶναι κτισμένη στὸν ἀγρὸ τοῦ Αἵματος ἢ Κεραμέως ἢ Ἀκελδαμᾶ καὶ ἀγοράσθηκε διὰ τῶν 30 ἀργυρίων, δι’ ὅσων δηλαδὴ ἐτιμήθηκε ἡ τιμὴ τοῦ Τετιμημένου Κυρίου. Ἡ σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου οίκοδομήθηκε ἐπὶ τοῦ σπηλαίου, στὸ ὁποῖο κατέφυγαν οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δίξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστὰς οὐρανοβάμονας

Καὶ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ φύσιν καταγώγια,

Τὸν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ·

Ὁ μὲν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,

Ὁ δὲ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος·
Τούτοις λέγοντες, θεοφόρητοι χαίρετε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖο πυρσός, Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε, Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.

Πηγή:Synaxarion.gr

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής Περί Αγάπης

1. Όποιος αγαπά αληθινά το Θεό, αυτός οπωσδήποτε προσεύχεται χωρίς να διασπάται. Και όποιος προσεύχεται με αυτόν τον τρόπο, αυτός αγαπά αληθινά το Θεό. Δεν προσεύχεται απερίσπαστα εκείνος που έχει το νου του προσηλωμένο σε κάτι από τα επίγεια.

2. Ο νους που χρονοτριβεί σε κάποιο αισθητό πράγμα, οπωσδήποτε έχει πάθος προς αυτό. πάθος επιθυμίας, λύπης, οργής ή μνησικακίας. Και αν δεν καταφρονήσει εκείνο το πράγμα, δεν μπορεί να ελευθερωθεί από το αντίστοιχο πάθος.

3. Όταν τα πάθη κυριαρχούν στο νου, τον δένουν με τα υλικά πράγματα, και αφού τον χωρίσουν από το Θεό, τον κάνουν να ασχολείται με αυτά. Όταν όμως επικρατήσει η αγάπη του Θεού, τον λύνει από τα δεσμά και τον πείθει να περιφρονεί όχι μόνο τα αισθητά πράγματα, αλλά και αυτή την πρόσκαιρη ζωή.

4. Αποτέλεσμα της τηρήσεως των εντολών είναι να γίνονται απαθή τα νοήματα των πραγμάτων. Αποτέλεσμα της αναγνώσεως και της θεωρίας, να γίνεται ο νους άϋλος και ασχημάτιστος. Απ’ αυτό προέρχεται το να προσεύχεται κανείς απερίσπαστα.

5. Δεν φτάνει η πρακτική εξάσκηση των αρετών για να ελευθερωθεί τελείως ο νους από τα πάθη, ώστε να μπορέσει να προσεύχεται απερίσπαστα, αν δεν ακολουθούν και διάφορες πνευματικές θεωρίες. Γιατί η πρακτική αρετή ελευθερώνει το νου μόνον από την ακράτεια και το μίσος, ενώ οι πνευματικές θεωρίες τον απαλλάσσουν από την λήθη και την άγνοια. Και έτσι θα μπορέσει να προσευχηθεί όπως πρέπει.

6. Δύο ακρότατες καταστάσεις υπάρχουν της καθαρής προσευχής, από τις οποίες η μία συμβαίνει στους πρακτικούς και η άλλη στους θεωρητικούς. Και η πρώτη έρχεται στην ψυχή από τον φόβο του Θεού και την αγαθή ελπίδα, η άλλη από το θείο έρωτα και την τελειότατη κάθαρση. Γνώρισμα της πρώτης καταστάσεως είναι να μαζεύει κανείς το νου του απ’ όλα τα νοήματα του κόσμου και, σαν να βρίσκεται κοντά του ο Θεός ο ίδιος, όπως και πράγματι είναι παρών, να προσεύχεται απερίσπαστα και ανενόχλητα. Γνώρισμα της άλλης καταστάσεως είναι, μέσα σ’ αυτή την ορμή της προσευχής να αρπαγεί ο νους από το θείο και άπειρο φως, και μήτε τον εαυτό του, μήτε κανένα άλλο από τα όντα να αντιλαμβάνεται, παρά μόνο Αυτόν που ενεργεί μέσα του με την αγάπη την έλλαμψη αυτή. Και τότε είναι που ο νους, καθώς κινείται γύρω από τους λόγους περί Θεού, δέχεται τις φανερώσεις γι’ Αυτόν καθαρές και ευδιάκριτες.

7. Εκείνο που αγαπά κανείς, σ’ αυτό και είναι προσηλωμένος και καταφρονεί όλα όσα τον εμποδίζουν από αυτό, για να μην το στερηθεί. Και εκείνος που αγαπά το Θεό, καλλιεργεί την καθαρή προσευχή, και κάθε πάθος που τον εμποδίζει από την αγάπη του αυτή, το αποδιώχνει από μέσα του.

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Περί αγάπης

Γέροντος Γερμανού Σταυροβουνιώτη

Εκείνος, που αγωνίζεται να αποκτήση τελεία αγάπη, τόσο προς τον Θεό, όσο και προς τον πλησίον, αυτός μπορεί και ομολογεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν «εν Πνεύματι Αγίω» (βλ. Α’ Κορ. ιβ’ 3)
Πρέπει να πιστεύης ότι σε αγαπά ο Θεός, ακόμη κι άν όλοι οι άνθρωποι σε αποστραφούν κι άν όλοι σε εγκαταλείψουν.

Να βλέπης όλους τους αδελφούς σου στο Μοναστήρι σαν ένα άνθρωπο. Να μη κάνης δηλαδή εξαιρέσεις, και να μην έχης περισσότερη αγάπη σε κάποιο, αλλά όλους να τους έχης το ίδιο, διότι είστε όλοι αδελφοί, όλοι στο ίδιο οίκημα κατοικείτε, στο ίδιο Μοναστήρι.

Όταν σου έλθη λογισμός πως δεν σε αγαπούν και δεν σου συμπαραστέκονται, τότε να θυμάσαι πως, όταν όλοι σ’εγκαταλείψουν, όμως έχεις τον Θεό για βοηθό. «Ο πατήρ μου», λέγει ο Δαβίδ, «και η μήτηρ μου εγκατέλιπον με, ο δε Κύριος προσελάβετο με» (Ψαλμ. κστ’ 10). Κάποιος Μοναχός ήταν άρρωστος. Πέρασε περίπου ένας μήνας, και κανείς δεν πήγε στο κελλί του να τον δη και να τον βοηθήση. Κατόπιν έστειλε ο Θεός άγγελο να τον υπηρετήση. Κι όταν αργότερα οι συνασκητές του σκέφθηκαν να τον επισκεφθούν,να ιδούν μήπως είναι άρρωστος, μήπως έχη πάθει τίποτα, αυτός, μόλις τους αντίκρυσε, τους φώναξε: «Φύγετε!». Τότε αυτοί του είπαν: «Γιατί μας διώχνεις;» Αυτός αποκρίθηκε: «τόσο καιρό, που δεν με σκεφθήκατε εσείς, που δεν με είδατε, που δεν με βοηθήσατε, έστειλε ο Θεός άγγελο, και με υπηρετούσε. Μα τώρα που ο άγγελος σας είδε, έφυγε! Προτιμότερο να φύγετε εσείς, και να έρθη παλιν ο άγγελος!».

Γιατί να μη έχουμε για κάθε άνθρωπο αγάπη;
Για το θέμα της αγάπης προς τον πλησίον, που με ερωτάς, είναι γραμμένο κάπου: «Μετά πάντων έχε αγάπην και από πάντων απέχου». Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η αγάπη δεν ενεργείται μόνο με την εξωτερική της εκδήλωση. Η αγάπη ενεργείται κυρίως μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει να έχης αγάπη για κείνον που σου θυμώνει, για κείνον που σε κατηγορεί, για κείνον που σε εξευτελίζει. Να πης ότι αυτός είναι ο γιατρός μου. Και ναι μεν τα φάρμακα, που μου δίνει, είναι πολύ πικρά, αλλά εγώ με αυτά ωφελούμαι. Αυτό εξ άλλου είναι και η εφαρμογή των λόγων του Κυρίου «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς» (Λουκ. στ’ 27-28). Δεν είναι απαραίτητο να του ειπώ με λόγια πως τον αγαπώ. Εκείνο, που έχει σημασία, είναι να έχω μέσα μου την αγάπη γι’ αυτόν, έστω κι αν φέρθηκε έτσι. Και επειδή μπορεί να κολαστή με τον άσχημο του τρόπο, γι’αυτό παρακαλώ τον Θεό να τον ελεήση, να τον φωτίση, να τον συγχωρέση, για να μη κολασθή. Γιατί να έχω κάτι μαζί του; Αφού δεν με θέλει, θα απέχω. Όμως κατ’ ουδένα τρόπο δεν θα αφήσω μέσα μου τον λογισμό, τον πειρασμό να με πειράζη εναντίον του, αλλά θα παρακαλώ τον Θεό να τον ελεήση, να τον φωτίση, να τον συγχωρέση, να τον σώση.

Όσο περισσότερο αγωνίζεσαι να αγαπάς το Θεό, τόσο περισσότερο αυτός σου αποκαλύπτεται!

Εκείνος, που επιθυμεί το κακό του συνανθρώπου του, κάνει τελικά κακό στον ίδιο τον εαυτό του. Και εκείνος, που αγαπά ακόμα και τον εχθρό του, στην πραγματικότητα ευεργετεί τον ίδιο τον εαυτό του.

Όσο πιο πολύ αγωνιζόμαστε να αγαπήσουμε τον Χριστό, τόσο πιο πολύ νιώθουμε μέσα μας χαρά και ευτυχία. Δεν υπάρχει στον κόσμο μεγαλύτερη ευτυχία από το να φλέγεται η καρδιά μας από αγάπη προς τον γλυκύτατο Κύριο μας.

«Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. στ’. 24). Για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε τον Χριστό με όλη την καρδιά μας, πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα τα γήινα είναι πρόσκαιρα και μάταια, και σε τίποτε από αυτά να μη προσκολληθούμε. Για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας, πρέπει να περιφρονήσουμε τρία πράγματα: Το χρήμα, τις ηδονές και την ανθρώπινη δόξα. Είμαστε σε θέση να πούμε μαζί με τον Απόστολο Παύλο, «τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. η’ 35). Αν ναι,τότε είναι που πραγματικά αγαπούμε τον Χριστό!

Δεν έχει τόση αξία το να αγαπούμε όσους μας αγαπούν «ποία υμίν χάρις εστί;» (Λουκ.στ’ 32). Αξία έχει το να αγαπούμε αυτούς, που μας εχθρεύονται, κι αυτούς, που μας μισούν!

Μίμηση του Χριστού σημαίνει πρώτ’ απ’ όλα μίμηση της αγάπης του Χριστού προς τον άνθρωπο. Να θυσιάζουμε «τα θελήματα της σαρκός» (Εφ. β’ 3) χάριν της αγάπης του αδελφού μας.

Όπως «ο Θεός είναι αγάπη», έτσι κατά αντίθετο τρόπο, ο διάβολος είναι μίσος. Αυτός, που αγαπά όπως ορίζει ο Θεός, γίνεται μιμητής Του κι αυτός, που μισεί τον αδελφός του, γίνεται διάβολος, και γεύεται ήδη από τώρα την κόλαση!

Υπάρχει η κατά Θεόν αγάπη, αλλά υπάρχει και η κατά… διάβολον αγάπη! Υπάρχει το κατά Θεόν μίσος αλλά υπάρχει και το διαβολικό μίσος. Η κατά Θεόν αγάπη είναι αυτή, που πηγάζει από την τήρηση των εντολών του Θεού. Η κατά… διάβολον αγάπη(!) είναι η δαιμονική, η φιλήδονη, η εμπαθής, αυτή π.χ. που ένας έγγαμος αισθάνεται προς μια άλλη γυναίκα, ώστε πολλές φορές να φθάνη μέχρι του σημείου να εγκαταλείπη τη νόμιμη σύζυγο του χάριν της ξένης. Δαιμονική αγάπη είναι επίσης αυτή, από την οποία διακατέχονται όσοι περιπίπτουν στα σοδομικά πάθη. Τέτοιου είδους «αγάπες», όχι μόνο τις απεχθάνεται και τις βδελύσσεται ο Θεός αλλά, άν δεν υπάρξη μετάνοια και αλλαγή ζωής, τις τιμωρεί παραδειγματικά. Κατά Θεόν μίσος είναι το μίσος κατά της αμαρτίας. Διαβολικό μίσος είναι το μίσος εναντίον οιουδήποτε συνανθρώπου μας, ακόμη και εναντίον του εχθρού μας. Πρέπει να αγαπούμε τον πλησίον μας, όσο κι άν αυτός μας έφταιξε, όσο κι άν μας πίκρανε!

Αυτός που αγαπά τον πλησίον του με την αληθινή, τη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού αγάπη, νοιώθει μέσα του απέραντη ειρήνη και χαρά. Αυτός που «αγαπά» με την ψεύτικη, την επιφανειακή, την υποκριτική, τη σαρκική, τη φιλήδονη «αγάπη» νοιώθει μέσα του σύγχυση και ταραχή.

Η αληθινή αγάπη είναι συνυφασμένη με πνεύμα ταπείνωσης, θυσίας και προσφοράς. Αυτός, που αγαπά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, θυσιάζει τις επιθυμίες του και την ανάπαυση του χάριν αυτού που αγαπά. Η αγάπη, που δεν είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, συνδέεται με πνεύμα εγωϊσμού και αυτός που έχει τέτοια «αγάπη», αντί να θυσιάζεται για τον άλλο, όλο ζητά να θυσιάζεται ο άλλος γι’αυτόν.

Η αγάπη προς τον εχθρό μας κρύβει μεγάλη σοφία. Όταν ανταποδίδουμε καλό αντί κακού, γινόμαστε μιμητές του Χριστού. Τότε έρχεται και μας επισκιάζει η Χάρις Του!

Μας πλημμυρίζει η Χάρις του Αγίου Πνεύματος! Οι Άγιοι αγαπούσαν ακόμα και τους διώκτες τους! Και αυτό ακριβώς το γεγονός ήταν καθοριστικό, ώστε να αναδειχθούν από τον Χριστό γνήσιοι φίλοι Του, Άγιοι Του!

Η αγάπη προς τον πλησίον μας δεν πρέπει να μένη μόνο στα λόγια, αλλά κυρίως να προχωρά στα έργα. Η αληθινή αγάπη φωτίζει με υπερφυσικό φως το πρόσωπο αυτού, ο οποίος αγαπά.

Το πρόσωπο εκείνου, ο οποίος μισεί, είναι συνωφρυωμένο και συννεφιασμένο, μέχρι και σκοτεινό.

Η αληθινή αγάπη δεν χαίρεται με τις συμφορές του πλησίον, ούτε λυπάται με τις επιτυχίες του.

Θέλεις να ανακαλύψης τί είδους αγάπη έχεις μέσα σου; Στάσου μπροστά στον καθρέφτη του ιγ’ κεφαλαίου της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου και κοίταξε με ειλικρίνεια να’δης, άν εφαρμόζωνται σε σένα αυτά, που λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Αυτός, που αγαπά, έχει μακροθυμία στις αδυναμίες του άλλου. Έχει και καλωσύνη. Δεν ζηλοφθονεί. Δεν υπερηφανεύεται, δεν ασχημονεί, δεν ζητά το δικό του συμφέρον, δεν είναι ευερέθιστος, λησμονεί το κακό, που του έχουν κάνει. Λυπάται, όταν αδικήται ο πλησίον του, και χαίρεται μαζί του στη χαρά του. Έχει σε όλα ανεκτικότητα, εμπιστοσύνη, ελπίδα, υπομονή» (Α’ Κορ. ιγ’ 4-7)

Η αγάπη μας προς το Θεό και προς τους συνανθρώπους μας είναι αλληλένδετες. Δεν μπορεί να υπάρχη η μια, χωρίς να υπάρχη και η άλλη. Διαφορετικά, ούτε τον Θεό αγαπούμε αληθινά, ούτε τον πλησίον μας πραγματικά.

Πιο πολύ να αγαπούμε αυτούς, που μας ελέγχουν, παρά αυτούς, που μας κολακεύουν.

Δεν υπάρχει αληθινή αγάπη, χωρίς το πνεύμα της θυσίας. Η αγάπη του Χριστού προς εμάς είναι αχώριστα συνδεδεμένη με τη Σταυρική Του θυσία. Σταυρός και Αγάπη πάνε αχώριστα μαζί.

Πολέμησε το μίσος, που δείχνει ο άλλος προς εσένα, με όπλο την αγάπη, που εσύ θα δείχνης προς αυτόν. Δείξε αγάπη σ’ αυτόν, που σου δείχνει κακία. Έτσι και μόνον έτσι υπάρχει ελπίδα να μετατρέψης τη μοχθηρία του σε καλωσύνη.

Αυτός, που έχει κακία, γεύεται θάνατο, ενώ αυτός, που έχει αγάπη, γεύεται αιώνια ζωή.

Ο ωραιότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος να εκδικηθής αυτόν, που σε έβλαψε, είναι να τον ευεργετήσης.

Οι ουρανοί ανοίγουν διάπλατα γι’ αυτόν, που αγαπά αληθινά τον Χριστό «με όλη την καρδία του, με όλη την ψυχή του και με όλη τη διάνοια του, και τον πλησίον του όπως τον εαυτό του» (Λουκ. ι’ 27).

Όπου υπάρχει η αγάπη, εκεί είναι και ο Θεός. Όπου υπάρχει το μίσος, εκεί είναι και ο διάβολος.

Να απορρίπτης με όλη σου τη δύναμη και να εξομολογήσαι με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ταπείνωση όλες τις καχυποψίες και φαντασίες, που σου προβάλλει ο διάβολος, για να σε κάνη να αντιπαθής και να αποστρέφεσαι τον πλησίον σου.

Δεν υπάρχει χώρος παραμονής στη Βασιλεία των ουρανών γι’ αυτούς, που στην ψυχή τους δεν έχουν χώρο αγάπης για τους εχθρούς τους.


Πηγη: http://www.imka.gr/edafia/stachiologimata/peri-agapis.html

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Λόγοι περί νηστείας - Νηστεία Αγίων Αποστόλων

Από σήμερα διανύουμε την περίοδο της νηστείας των Αγ. Αποστόλων. Πολλοί ίσως αγνοούν τη νηστεία αυτή. Είναι ακαθορίστου χρονικής διαρκείας, καθώς ή η έναρξή της εξαρτάται από την κινητή εορτή του Πάσχα.Αρχίζει από τη Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων και λήγει στις 28 Ιουνίου, την παραμονή δηλ. των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Είναι δυνατόν να διαρκέσει από ένα μήνα μέχρι καθόλου, όταν το Πάσχα πέσει 5 Μαΐου.

Λόγια Οσίων Πατέρων - Περί νηστείας

Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, οι ευσεβείς χριστιανοί, να νηστεύωμεν πάντοτε, μα περισσότερον την Τετράδη, διατί επουλήθηκε ο Κύριος και την Παρασκευή διατί εσταυρώθη. Ομοίως έχομε χρέος να νηστεύωμεν και τες άλλες Τεσσαρακοστές, καθώς εφώτισε το Άγιον Πνεύμα τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας και μας έγραψαν δια να νηστεύωμεν, να νεκρώνωμεν τα πάθη, να ταπεινώνωμεν τη σάρκα, το σώμα.Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Η νηστεία γεννά τους προφήτες, δυναμώνει τους δυνατούς. Η νηστεία κάνει σοφούς τους νομοθέτες· είναι το καλό φυλαχτό της ψυχής, ο πιστός σύντροφος του σώματος, το όπλο γι᾿ αυτούς που αριστεύουν, το γυμναστήριο για τους αθλητές. Αυτή αποκρούει πειρασμούς, αυτή προετοιμάζει για την απόκτηση ευσέβειας· είναι σύντροφος της νήψεως και δημιουργός της σωφροσύνης. Η νηστεία ανεβάζει την προσευχή στον ουρανό, με το να γίνεται τρόπον τινά η φτερούγα στην πορεία προς τα άνω. Η νηστεία κάνει τα σπίτια να προκόβουν, είναι η μητέρα της υγείας, η παιδαγωγός της νεότητας, το στολίδι των γερόντων, η καλή σύντροφος των οδοιπόρων, ο πιστός συγκάτοικος αυτών που συνοικούν.

Μέγας Βασίλειος
Νηστεύεις; Ἀπόδειξε μου το διαμέσου τῶν ἴδιων τῶν ἔργων. Ποιά ἔργα ἐννοεῖ; Ἄν δεῖς φτωχό, νά τόν ἐλεήσεις. Αν δεις εχθρό, να συμφιλιωθείς μαζί του. Ἄν δεῖς μιά ὅμορφη γυναῖκα, νά τήν ἀντιπαρέλθεις.

Ἄς μή νηστεύει λοιπόν μόνο τό στόμα, ἀλλά καί τό μάτι καί ἡ ἀκοή, καί τά πόδια καί τά χέρια καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος μας. Νά νηστεύουν τά μάτια, ἐξασκούμενα νά μήν πέφτουν ποτέ λάγνα πάνω σέ ὅμορφα πρόσωπα, οὔτε νά περιεργάζονται τά κάλλη τῶν ἄλλων... Νά νηστεύουν τά χέρια παραμένοντας καθαρά ἀπό τήν ἀρπαγή καί τήν πλεονεξία. Νά νηστεύουν τά πόδια ξεκόβοντας ἀπό τούς δρόμους πού ὁδηγοῦν σέ ἁμαρτωλά θεάματα. Δέν τρῶς κρέας; Νά μή φᾶς καί τήν ἀκολασία διά μέσου τῶν ματιῶν. Ἄς νηστεύει καί ἡ ἀκοή. Καί νηστεία τῆς ἀκοής εἶναι νά μή δέχεται κακολογίες καί διαβολές... Ἄς νηστεύει καί τό στόμα ἀπό αἰσχρά λόγια καί λοιδορίες. Διότι τί ὤφελος ἔχουμε, ὅταν ἀπέχουμε ἀπό πουλερικά καί ψάρια, δαγκώνουμε ὅμως καί κατατρῶμε τούς ἀδελφούς μας;Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Ας έρθει, λοιπόν, ανάμεσά μας ο μαθητής του Χριστού. Ας μας διδάξει τον τρόπο της νηστείας. Ας τον ακούσουμε που λέει: «Νηστεία καθαρή και αμόλυντη ενώπιον του Θεού και Πατέρα είναι αυτή: να επισκέπτεται κανείς ορφανά και χήρες στη θλίψη τους και να τηρεί τον εαυτό του αμόλυντο από τον κόσμο». Πώς όμως και με ποιο τρόπο θα επιτύχουμε αυτά που ελέχθησαν, είναι εύκολο να ανεύρουμε. Διότι αρκεί, νομίζω, γι᾿ αυτούς που σκέπτονται σωστά και αυτός ο φυσικός νόμος, που αφ᾿ ενός μας διδάσκει να μισούμε όσα φαίνεται να είναι αντίθετα στις θείες εντολές και αφ᾿ ετέρου μας παρακινεί να κρατούμε μέσα μας το θέλημα του Νομοθέτου Χριστού.

Άγιος Κύριλλος ΑλεξανδρείαςΠηγή:http://www.imkifissias.gr

Αναζήτηση