Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Τα δάκρυα καθαρίζουν το ειδεχθές της ψυχής.


Ερμηνεία των Δέκα Εντολών


1. Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, ουκ έσονται σοι θεοί έτεροι πλην εμού.

Ένας Κύριος είναι ο Κύριος ο Θεός σου, Αυτός που φανερώνεται (με τρία πρόσωπα, δηλ.) σαν Πατέρας και σαν Υιός και σαν Άγιο Πνεύμα. Σαν Πατέρας μεν αγέννητος, σαν Υιός δε γεννητός (μεν, αλλά και αυτό πάλι) χωρίς αρχή, και πέρα από τον χρόνο, και χωρίς να πάθει καμμία αλλοίωση, σαν Λόγος (του Θεού Πατρός). Αυτός δε ονομάζεται Χριστός, γιατί έχρισε (δηλ. αγίασε) με το να αναλάβει ο ίδιος το δικό μας (ανθρώπινο) είδος. Και σαν Άγιο Πνεύμα, που και Αυτό προέρχεται από τον Πατέρα, όχι γιατί γεννήθηκε απ΄ Αυτόν, αλλά γιατί Αυτός Το στέλνει. Αυτός μόνο είναι Θεός. Και μάλιστα ο αληθινός Θεός, ο ένας Κύριος, που εμφανίζεται με τρεις υποστάσεις. (Είναι ένας και μοναδικός ο Θεός αυτός, που) δεν διαιρείται κατά την φύση, τη θέληση, την σκέψη, την δύναμη και την ενέργεια, και όλα γενικώς τα γνωρίσματα της Θεότητας. Αυτόν (λοιπόν τον ένα και αληθινό Θεό) μόνο θα (πρέπει να) λατρεύσεις με όλη την δύναμη που έχει ο νους σου, και με όλο το πλάτος της καρδιάς σου και με όλη την πληρότητα της δυνάμεώς σου. Και όλα όσα (ο Θεός σου) λέει και εντέλλεται, (θα πρέπει) να είναι πάντοτε νωπά μέσα στην καρδιά σου, ώστε να εφαρμόζεις και να εντρυφάς μέσα σε αυτά και να ομιλείς με βάση αυτά (σε όλες τις περιστάσεις της ζωής σου, δηλαδή) και όταν κάθεσαι (κάπου και δεν μετακινείσαι), και όταν βαδίζεις (για να πας από το ένα μέρος στο άλλο), και όταν είσαι πεσμένος στο κρεβάτι, κι όταν είσαι όρθιος. Και (θα πρέπει ακόμα) να ενθυμείσαι πάντοτε (δηλαδή αδιαλείπτως και χωρίς διακοπή) τον Κύριο το Θεό σου και Αυτόν μόνο να φοβάσαι (με τον Άγιο φόβο του Θεού), και να μην λησμονήσεις ποτέ ούτε Αυτόν ούτε τις εντολές Του. Γιατί (μόνο) έτσι και ο Θεός θα σου δώσει την δύναμη (που είναι απαραίτητη) για να εφαρμόζεις (στην ζωή σου) το (άγιο) θέλημά Του. Γιατί (ο Θεός, που δεν έχει κανενός την ανάγκη) τίποτε άλλο δεν σου ζητεί παρά μόνον να Τον φοβάσαι και να Τον αγαπάς (γιατί Αυτός ακριβώς ο φόβος του Θεού συμβαδίζει με την αγάπη προς Αυτόν) και να ακολουθείς τον δρόμο Του που Αυτός θέλει (πράγμα που είναι η φυσική συνέπεια των άλλων). Αυτός θα είναι το καύχημά σου και Αυτός θα είναι ο Θεός σου. (Πρόσεξε) μήπως ακούγοντας τίποτα σχετικό με την (ηθική) απάθεια των αγγέλων και με την ιδιότητά τους να είναι αόρατοι, η για την μεγάλη (κι εκπληκτική) πονηρία του (διαβόλου, που) εκπέσοντος από το ύψος το αγγελικό, και για την (μεγάλη του) επινοητικότητα και εξυπνάδα και ευστροφία για κάθε πλάνη, εξ΄ αιτίας όλων αυτών αποδόσεις σε κάποιο από αυτά (τα πνεύματα-αγαθά η πονηρά) τιμή που ανήκει στον Θεό. (Πρόσεξε) μήπως ατενίζοντας το μεγάλο μέγεθος του ουρανού και την ποικιλία της κινήσεως των ουράνιων σωμάτων, την λαμπρότητα του ήλιου, το γλυκό φως της σελήνης, την όμορφη διαύγεια των άλλων αστέρων, τη χρησιμότητα του αέρα (και την αναγκαιότητά του) για την αναπνοή, και της θαλάσσης η της γης τις ανεξάντλητες προσφορές, και (συνηπαρμένος από τα φαινόμενα τούτα τα λαμπρά) θεοποιήσεις κανένα από αυτά τα κτίσματα. Γιατί όλα αυτά είναι κατά τρόπο δουλικό ταγμένα στον μόνο Θεό και δημιουργήματα δικά Του, που έλαβαν οντότητα από την κατάσταση της ανυπαρξίας που ήσαν, με μόνο τον λόγο του Θεού. Γιατί (όπως λέγει η Γραφή) Αυτός (ο Θεός) απλώς είπε και έγιναν (όλα όσα βλέπουμε και δεν βλέπουμε), Αυτός διέταξε και εδημιουργήθησαν. Αυτόν λοιπόν τον Κύριο και δημιουργό της κτήσεως πρέπει να τιμήσεις (με λατρεία) σαν μόνο Θεό και με την αγάπη να ενωθείς μαζί Του, και μέρα και νύκτα από Αυτόν να ζητάς συγχώρεση για τα θεληματικά σου και αθέλητα παραπτώματα. Γιατί Αυτός ( ο μεγαλοδύναμος Κύριος) είναι (ταυτόχρονα) γεμάτος αγάπη και φιλανθρωπία και μακροθυμία και πολύ έλεος, και κάνει αιώνια το καλό ( το αγαθό)...


2. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης.

Δεν θα (πρέπει) να κατασκευάσεις κανένα ομοίωμα κάποιου πράγματος από όσα βρίσκονται επάνω στον ουρανό και κάτω στην γη και μέσα στην θάλασσα, με σκοπό να τους αποδώσεις λατρεία και δόξα όμοια με εκείνη που αρμόζει στο Θεό. Και τούτο, γιατί όλα αυτά είναι δημιούργημα του ενός και μοναδικού Θεού, που, αφού τώρα τελευταία επήρε σάρκα γεννηθείς από παρθενική γαστέρα, παρουσιάστηκε στην γη και ήλθε σε επαφή με τους ανθρώπους, και αφού πρώτα υπέστη πάθος για χάρη της σωτηρίας των ανθρώπων και απέθανε και αναστήθηκε, ανέβηκε ψηλά στους ουρανούς με σώμα κι εκάθησε στα δεξιά του θρόνου της μεγαλειότητος του Θεού, στα ψηλά ουράνια σκηνώματα. Με το σώμα δε αυτό πρόκειται να ξαναρθεί στη γη, μέσα σε δόξα λαμπρή, για να κρίνει ζωντανούς και πεθαμένους. Αυτού λοιπόν (του Θεού), που έγινε άνθρωπος για χάρη μας, να κατασκευάσεις την εικόνα σε ένδειξη της αγάπης σου γι΄ Αυτόν, και να Τον θυμάσαι βλέποντας την εικόνα, και να Τον προσκυνάς προσκυνώντας την εικόνα. Επίσης η εικόνα θα σε βοηθά να στρέψεις το νου σου στο άξιο προσκυνήσεως σώμα του Σωτήρος, που τώρα βρίσκεται ψηλά στον ουρανό στα δεξιά του Πατρός. Επίσης (θα πρέπει) να κατασκευάσεις εικόνες και για τους Αγίους και να τις προσκυνάς, όχι βέβαια σαν Θεούς, γιατί αυτό απαγορεύεται, αλλά για να δείξεις με τον τρόπο αυτό την σχέση που εσύ (σαν θνητός άνθρωπος) έχεις με αυτούς (που ήσαν σαν και εσένα άνθρωποι), και την διάθεση να τους τιμήσεις με εξαιρετική τιμή, πράγμα που θα κάνει το νου σου να πηγαίνει δια μέσου της εικόνος στους (εικονιζομένους) Αγίους. Έτσι θα μιμηθείς και τον Μωυσή, που έφτιαξε τις εικόνες των Χερουβίμ μέσα στα Άγια. Έπειτα (μην ξεχνάς ότι) και αυτά ακόμη τα Άγια των Αγίων ήταν (σαν μία κάποια) εικόνα αυτών που ήταν στα ουράνια. Και (μέσα στην σκηνή του Μαρτυρίου ) το άγιο κοσμικό εικόνιζε όλο τον κόσμο, και (όμως παρά ταύτα) ο Μωυσής όλα αυτά τα ονόμασε άγια, γιατί με τούτο δεν είχε σκοπό να αποδώσει δόξα στα κτίσματα, αλλά δια μέσου αυτών στον δημιουργό του κόσμου Θεό. Και εσύ λοιπόν δεν (θα πρέπει) να θεοποιήσεις τις εικόνες (σαν υλικό κατασκεύασμα) του Δεσπότου Χριστού και των Αγίων. Αλλά δια μέσου αυτών (και με την βοήθειά τους) θα (πρέπει να) προσκυνήσεις (λατρευτικώς) Αυτών που μας έπλασε πρώτα κατ΄ εικόνα δική του, και έπειτα δέχτηκε από μεγάλη και άπειρη αγάπη προς τον άνθρωπο να λάβει την εικόνα μας την ανθρώπινη (δηλ. να παρουσιαστεί με ανθρώπινη μορφή, και με τον τρόπο αυτό) να γίνει αντικείμενο απεικονίσεως και περιγραφής. Θα πρέπει δε να μην περιοριστείς μόνο στην προσκύνηση της θείας εικόνος, αλλά να επεκτείνης αυτήν και στο σημείο του σταυρού. Γιατί ο σταυρός είναι πολύ μεγάλο σημείο και δείγμα της νίκης της ολοκληρωτικής του Χριστού εναντίον του διαβόλου και όλης της εχθρικής για μας παρατάξεώς του...


3. Ου λήψει το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.

Μη πάρεις στο στόμα σου για το τίποτε το όνομα του Κυρίου του Θεού σου (και μην ορκισθείς ποτέ) είτε για υπόθεση γήινη, είτε από φόβο μη πάθεις τίποτε κακό από κανένα άνθρωπο, η από ντροπή, η για να κερδίσεις προσωπικό όφελος, ορκιζόμενος ψεύτικα, γιατί η παράβαση του όρκου σημαίνει άρνηση του Θεού. Γι΄ αυτό να μην ορκίζεσαι ποτέ, αλλά να αποφεύγεις ολοσδιόλου τον όρκο, γιατί από τον όρκο προέρχεται και η παράβαση του όρκου, που απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό και συγκαταλέγει με τους αμαρτωλούς τον επίορκο. Όταν λες πάντοτε την αλήθεια, τότε δεν υπάρχει λόγος να ορκίζεσαι, γιατί τα (αληθινά πάντοτε) λόγια σου θα είναι σαν όρκος (και θα καθιστούν περιττή κάθε άλλη βεβαίωση με όρκο). Αν όμως συμβεί καμμιά φορά και ορκισθείς, πράγμα που μακάρι ποτέ να μην γίνει, εάν μεν δώσεις τον όρκο για κάτι τι σύμφωνο με τον Θείο Νόμο, τότε θα πρέπει να εκτελέσεις το νόμιμο αυτό, αλλά εν συνεχεία θα πρέπει να ζητήσεις από τον εαυτό σου ευθύνες επειδή έδωσε όρκο, φροντίζοντας με ελεημοσύνη, δέηση και πένθος και σκληραγωγία του σώματος να εξιλεώσεις τον Χριστό που είπε να μην ορκίζεσαι. Εάν δε έδωσες όρκο για πράγμα παράνομο, πρόσεξε μήπως εξ΄ αιτίας του όρκου εκτελέσεις παράνομη πράξη, για να μην συγκαταριθμηθείς κι εσύ μαζί με τον Προφητοκτόνο Ηρώδη. Αφού δε αθετήσεις και παραβείς τον παράνομο τούτο όρκο, βάλε κανόνα στον εαυτό σου να μην ξαναορκισθεί, και φρόντισε να εξιλεωθείς απέναντι του Θεού, χρησιμοποιώντας με περισσότερη μέριμνα τα φάρμακα που είπαμε προηγουμένως, μαζί με δάκρυα.


4. Εξ ημέρας έργα και ποιήσεις πάντα τα έργα σου. Τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου.

Μια μέρα της εβδομάδος, που ονομάζεται Κυριακή, επειδή είναι αφιερωμένη εις τον Κύριο, γιατί την ημέρα τούτη αναστήθηκε εκ νεκρών και (με τον τρόπο αυτό) μας έκανε γνωστή και βέβαιη την κοινή ανάσταση, κατ΄ αυτή θα πρέπει κάθε γήινο έργο να σταματήσει. Τούτη λοιπόν την ημέρα να την αγιάσεις και να μην κάνεις κανένα έργο βιοτικό, εκτός από τα απαραίτητα, και να δώσεις την ευκαιρία σε αυτούς που είναι δικοί σου η σε υπηρετούν να ξεκουραστούν, ώστε όλοι μαζί να δοξάσετε Εκείνον που με το να θανατωθεί μας έκανε δικούς του και αναστήθηκε και ανέστησε μαζί την δική μας φύση. Κατά την ημέρα αυτή να θυμηθείς την μέλλουσα ζωή, και να περάσεις τον καιρό σου μελετώντας τις εντολές και τα δικαιώματα του Κυρίου και εξετάζοντας τον εαυτό σου για να εξακριβώσεις μήπως παρέβης κάτι τι η παράλειψες, ώστε να διορθώσεις σε όλα τον εαυτό σου. Επίσης, την ημέρα αυτή να περάσεις πολλές ώρες μέσα στον ναό του Θεού παρακολουθώντας τις ιερές (λατρευτικές) συνάξεις που τελούνται εκεί, και να κοινωνήσεις με ειλικρινή πίστη και με ήσυχη συνείδηση το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού, και να κάνεις αρχή για μία ζωή περισσότερο σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, και να ξεκαινουργώσεις τον εαυτό σου και να τον ετοιμάσεις για την υποδοχή των μελλοντικών αιωνίων αγαθών. Γι΄ αυτά πρέπει να μην κάνεις καταχρήσεις ούτε τις άλλες ημέρες. Τη δε Κυριακή πρέπει από όλα να απέχεις, αφού μένεις κοντά στον Θεό, κάνοντας μόνον τα απολύτως αναγκαία έργα κι εκείνα που χωρίς αυτά δεν μπορείς να ζήσεις. Έτσι με το να έχεις τον Θεό σαν τόπο για να καταφύγεις, δεν θα πας αλλού πουθενά. Και δεν θα υποστείς την πύρωση που φέρνει η φλόγα των παθών, και δεν θα σηκώσεις (στον ώμο σου) το βάρος της αμαρτίας. Με τον τρόπο δε αυτό θα αγιάσεις την (πρώτη αυτή) ημέρα της εβδομάδος, (δηλ. με το να τιμάς αυτή) παραμένοντας μακριά από κάθε τι κακό. Αυτά δε που είπαμε, να τα εφαρμόσεις και στις μεγάλες εορτές, πράττοντας τα ίδια (τα παραπάνω) και απέχοντας πάλι από όσα προηγουμένως είπαμε.


5. Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης.

Να σέβεσαι τον πατέρα σου και την μητέρα σου, γιατί ο Θεός - χρησιμοποιώντας σαν όργανα αυτούς - σε έφερε στην ζωή, και αυτοί είναι για σένα έπειτα από τον Θεό αίτιοι της υπάρξεώς σου. Γι΄ αυτό λοιπόν και εσύ, έπειτα από τον Θεό αυτούς και να τιμήσεις και να αγαπήσεις, αν βέβαια η αγάπη προς τους γονείς βοηθάει την προς Θεό αγάπη. Αν όμως δεν βοηθάει, τότε να φύγεις αμέσως μακριά από αυτούς... Πρέπει να σέβεσαι και να αγαπάς αυτούς που για σένα γίνηκαν πνευματικοί πατέρες. Γιατί αυτοί εσένα σε έφεραν από την κατάσταση της (απλής) υπάρξεως, στην κατάσταση (της κατά Θεόν) υπάρξεως και σου μετέδωσαν τον φωτισμό της (θείας) γνώσεως και σου δίδαξαν την φανέρωση της αλήθειας και σε αναγέννησαν με το λουτρό της παλιγγενεσίας και σου φύτεψαν μέσα σου την ελπίδα για την ανάσταση και την αθανασία (της ψυχής) και για την αδιάδοχη βασιλεία και κληρονομία (της βασιλείας των ουρανών) και σε έκαναν, από ανάξιο που ήσουνα, άξιο των αιώνιων αγαθών, και από έπιγειο (σε αντικατέστησαν) ουράνιο, και από πρόσκαιρο, αιώνιο και υιό μαθητείας (παρά τους πόδας) όχι ανθρώπου πια, αλλά του Θεανθρώπου Χριστού, που σου χάρισε το πνεύμα της υιοθεσίας. Αυτός μάλιστα είπε : «Μην ονομάσετε κανένα άνθρωπο πατέρα η καθηγητή, γιατί ένας είναι ο πατέρας και καθηγητής σας, ο Χριστός. Γι΄ αυτό οφείλεις κάθε τιμή και αγάπη στους πνευματικούς πατέρες, έχοντας την συναίσθηση πως η τιμή που δίνεις σε αυτούς πηγαίνει στον Χριστό και στο Πανάγιο Πνεύμα, μέσα στο Οποίο έλαβε την υιοθεσία, και στον επουράνιο Πατέρα, από τον Οποίο πηγάζει κάθε πατριά στον ουρανό και στην γη. Πρέπει δε να φροντίσεις σε όλο τον βίο να έχεις ένα πνευματικό πατέρα, και να του εξομολογήσαι κάθε σου αμάρτημα και κάθε λογισμό η να παίρνεις απ΄ αυτόν την θεραπεία και την συγχώρεση. Γιατί σ΄ αυτόν (δηλ. τον πνευματικό πατέρα) δόθηκε (από τον Κύριο η εξουσία) να συγχωρεί η να μην συγχωρεί αμαρτίες (δηλ. να ελευθερώνει η όχι ψυχές). Όλα όσα δεν συγχωρήσουν στη γη, θα μείνουν ασυγχώρητα (και) στον ουρανό. Και όλα όσα συγχωρήσουν στη γη, θα συγχωρεθούν (και) στον ουρανό.

Αυτή δε τη χάρη και την δύναμη την έλαβαν από τον Χριστό. Γι΄ αυτό πρέπει να υπακούς σε αυτούς και να μην έχεις αντίθετη με αυτούς γνώμη, για να μην φέρεις την καταστροφή στην ψυχή σου. Γιατί αν εκείνος που αντιμιλάει στους σαρκικούς του γονείς, σε πράγματα που δεν απαγορεύονται από τον νόμο του Θεού, τιμωρείται - σύμφωνα με τον νόμο (του Μωϋσέως)- με θάνατον, πως είναι δυνατόν εκείνος που αντιμιλάει στους πνευματικούς πατέρες να μην διώχνει μακριά του το πνεύμα του Θεού και να μην χάνει την ψυχή του; Γι΄ αυτό να συμβουλεύεσαι και να υπακούς μέχρι τέλους στους πνευματικούς πατέρες, για να σωθεί η ψυχή σου και να γίνεις κληρονόμος των αιωνίων και ακηράτων αγαθών.


6. Ου μοιχεύσεις

Να μην πορνεύσεις, για να μην καταντήσεις να γίνεις από μέλος Χριστού μέλος πόρνης, και (έτσι) αποκοπείς από το θείο σώμα (σαν σάπιο μέλος) και χάσεις την Θεία κληρονομιά και ριχθείς στην γέενα (του πυρός). Γιατί (όπως λέει ο νόμος) εάν η θυγατέρα ιερέως που συλληφθεί να πορνεύεται, υπομένει την τιμωρία τον θάνατο δια πυράς, επειδή (με την πράξη της) τον πατέρα (της) εντρόπιασε, πόσο μεγαλύτερη τιμωρία αξίζει όποιος τέτοια βρωμιά κάνει στο σώμα του Χριστού; Συ μεν λοιπόν, αν μπορείς, εφάρμοσε (στην ζωή σου) την παρθενία, για να μπορέσεις να αφιερωθείς εξ΄ ολοκλήρου στον Θεό και με τέλεια αγάπη σε Αυτόν να προσκολληθείς, μένοντας κοντά Του σε όλη σου την ζωή και φροντίζοντας αποκλειστικά πάντοτε (να κάνεις) ότι αρέσει στον Κύριο, και (έτσι) από τώρα εξασφαλίζοντας την μέλλουσα ζωή και ζωντας κάτω στην γη σαν Άγγελος Θεού. Γιατί αυτών (δηλαδή των Αγγέλων) γνώρισμα είναι η παρθενία, και γίνεται όμοιος με αυτούς, -αν και έχει σώμα- όσο τούτο είναι δυνατόν, όποιος ακολουθεί την παρθενία... Αν πάλι προτιμήσεις να ακολουθήσεις την (κατά Χριστόν) παρθενική ζωή και δεν έχεις δώσει τέτοια υπόσχεση στον Θεό, τότε σου επιτρέπεται να πάρεις μία γυναίκα σύμφωνα με τον νόμο του Κυρίου, και μόνο με αυτήν να κατοικείς και να μην την θεωρείς σαν δικό σου σκεύος προς σκοπό αγιασμού, απέχοντας με όλη σου την δύναμη από ξένες γυναίκες. Θα μπορέσεις δε τελείως να αποφεύγεις αυτές, αν προσέξεις τις άκαιρες (και ψυχικά επικίνδυνες) συναντήσεις και συζητήσεις μαζί τους, και (φρόντιζε) να μην σου αρέσουν τα πορνικά λόγια και ακούσματα, και να διώχνεις τα μάτια του σώματος και της ψυχής σου από πάνω τους όσο σου είναι τούτο δυνατό, και συνήθιζε να μην ρίχνεις βλέμματα εμπαθή και περίεργα πάνω στην ομορφιά των προσώπων. Γιατί εκείνος που κυττάζει μια γυναίκα με κακή πρόθεση και επιθυμία, ήδη (όπως λέει ο Κύριος) είναι σαν να έκανε μαζί της την κακή πράξη (της μοιχείας η πορνείας), και έτσι έχει γίνει ακάθαρτος μπροστά στα μάτια του Χριστού που βλέπει (τα κρυπτά) στις καρδιές. Από το σημείο δε αυτό (της ψυχικής αμαρτίας, ο άνθρωπος) ο ταλαίπωρος, καταντάει και στο να διαπράξει και τη σωματική αμαρτία. Αλλά τι μιλάω (μόνο) για τις βρωμιές της πορνείας και της μοιχείας και όλες τις άλλες τέτοιες που ενεργούνται κατά φύση; Γιατί ο άνθρωπος όταν με περιέργεια κοιτάει τα όμορφα πρόσωπα, σέρνεται ακόλαστα και στις παρά φύση (σαρκικές αμαρτίες και) ασέλγειες. Συ λοιπόν, άμα κόψεις από πάνω σου τις πικρές ρίζες (της αμαρτίας), δεν θα δοκιμάσεις τους καρπούς (της) αλλά θα φέρεις αντιθέτως τον καρπό της αγνότητας και του αγιασμού που έρχεται μαζί της, χωρίς τον οποίο κανείς δεν πρόκειται να ιδεί τον Κύριο.

7. Ου κλέψεις.

Να μην κλέψεις, για να μην σου δώσει πολύ μεγαλύτερη τιμωρία ο γνωρίζων τα κρύφια (Θεός), επειδή Τον περιφρόνησες. Μάλλον πρέπει απ΄ ότι έχεις, κρυφά να δίνεις σε όσους έχουν ανάγκη, για να πάρεις εκατονταπλασίονα και να κληρονομήσεις ζωή αιώνια στον μέλλοντα αιώνα από τον Θεό, που βλέπει τα κρυφά.

8. Ου φονεύσεις.

Να μην φονεύσεις, για να μην εκπέσεις από (την χάρη) της υιοθεσίας που σου έδωσε Εκείνος που ανασταίνει τους νεκρούς, και να γίνεις με τα έργα σου παιδί εκείνου που εξ΄ αρχής είναι δολοφόνος του ανθρώπου. Επειδή δε ο φόνος έχει ως αφορμή το κτύπημα, τούτο δε το μάλωμα, και τούτο το θυμό, ο δε θυμός έρχεται εξ΄ αφορμής της ζημίας η του κτυπήματος η της βρισιάς που άλλοι μας κάνουν, γι΄ αυτό είπε ο Χριστός εκείνον που σου παίρνει το πανωφόρι, μην εμποδίσεις να σου πάρει και το χιτώνα σου και μην αποκριθείς με βρισιές σε εκείνον που σε βρίζει. Γιατί με τον τρόπο τούτο, και τον εαυτό σου και εκείνον που σου κάνει κακό θα γλιτώσεις από το φοβερό κακό του φόνου. Συ λοιπόν, (κάνοντας έτσι), θα πετύχεις τη συγχώρεση των αμαρτιών σου που έχεις απέναντι του Θεού. Γιατί είπε: «δίδετε συγχώρεση (σε όσους σας φταίουν) και θα συγχωρεθούν και οι δικές σας αμαρτίες». Εκείνος δε που κακολογεί και κακοποιεί τους άλλους, (αυτός) θα δώσει λόγο και θα τιμωρηθεί με αιώνια τιμωρία. Γιατί ο Χριστός είπε : «αυτός που θα πει τον αδερφό του «μωρέ», είναι άξιος να ριχτεί στη γέενα του πυρός». Αν λοιπόν κατορθώσεις να ξεριζώσεις το κακό (από μέσα σου) και να χαρίσεις στην ψυχή σου τη μακαριώτητα της πραότητος, δόξασε τον Χριστό που είναι ο διδάσκαλος και ο συνεργός των αρετών, χωρίς τον Οποίον, όπως έμαθες, δεν μπορούμε τίποτα καλό να κάνουμε. Αν πάλι δεν μπορέσεις να μείνεις πράος (και μακριά από τον θυμό), να κατηγορείς τον εαυτό σου που θυμώνει, και να μετανοιώνεις μπροστά στον Θεό και μπροστά στον άνθρωπο που είτε του μίλησες άσχημα, είτε του έκανες κακό. Γιατί εκείνος που μετανιώνει όταν η αμαρτία του βρίσκεται στα πρώτα βήματα, αυτός δεν φτάνει στο τελευταίο σκαλοπάτι, (αντιθέτως δε) όποιος με αδιαφορία (και αναισθησία) αντιμετωπίζει τις μικρές πτώσεις, αυτός γι΄ αυτές θα πέσει και στις μεγαλύτερες.


9. Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.

Να μην συκοφαντήσεις, για να μην εξομοιωθείς μ΄ εκείνον που παλιά (στην αρχή της ανθρώπινης ζωής) εσυκοφάντησε στην Εύα τον Θεό, και γίνεις καταραμένος όπως εκείνος. Αλλά μάλλον πρέπει, αν τούτο δεν θα κάνει κακό στους πολλούς, να σκεπάζεις τα κακά του διπλανού σου (που μοιάζουν με πτώμα), για να μοιάσεις όχι του Χαμ, αλλά του Σημ και του Ιάφεθ, και να κερδίσεις την ευλογία.

10. Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστι.

Να μην (επιθυμήσεις να αρπάξεις) τίποτα ξένο, που ανήκει στον διπλανό σου. Ούτε κτήμα, ούτε χρήμα, ούτε δόξα, ούτε τίποτε από όσα ανήκουν στον πλησίον σου. Γιατί η επιθυμία (των ξένων πραγμάτων) αφού γεννηθεί στην ψυχή, γεννάει αμαρτία. Η δε αμαρτία άμα γίνει, φέρνει τον θάνατο. Συ δε, όταν θα μένεις ξένος προς την επιθυμία των πραγμάτων του άλλου, θα κατορθώσεις να μείνεις μακρυά και από την αρπαγή, που έχει σαν αίτιο την πλεονεξία. Συ μάλιστα πρέπει (όχι μόνο να μην βάζεις στο μάτι του διπλανού σου τα καλά, αλλά) και από τα δικά σου να δίνεις σε αυτόν που ζητά, και να ελεείς, όσο μπορείς, αυτόν που έχει την ανάγκη σου, και να μην διώξεις αυτόν που σου ζητάει δανεικά. Και αν βρεις κάτι που χάθηκε, να το δώσεις στον κύριό του, έστω κι αν αυτός είναι από τους πιο μεγάλους σου εχθρούς. Γιατί με τον τρόπο τούτο και θα αγαπήσετε, και θα νικήσεις εσύ το κακό με την βοήθεια του καλού, όπως ο Χριστός σε διατάζει.


* * *

Όταν λοιπόν όλα αυτά εσύ τα εκτελείς με όλη σου την δύναμη και ζεις μέσα στην ατμόσφαιρά τους, τότε μέσα στην ψυχή σου θα αποκτήσεις (σαν μεγάλο απόκτημα) τον θησαυρό της ευσέβειας, και θα ευαρεστήσεις στον Θεό και θα ευεργετηθείς από τον Θεό και από τους ανθρώπους του Θεού, και θα γίνεις κληρονόμος των αιωνίων αγαθών, τα οποία είθε όλοι να τα κερδίσουμε, με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας, του Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση (λατρευτική) μαζί με το άναρχό του Πατέρα και το Πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και εις τους ατελεύτητους αιώνες, Αμήν.




Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Προσευχή προς την Παναγία

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


Υπεράγαθε Δέσποινα Θεοτόκε, επάκουσον της οικτράς μου δεήσεως και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου,η μετά Θεόν ελπίς πάντων των περάτων της γης. Τον βρασμόν της σαρκός μου κατάσβεσον. Τον εν τη ψυχή μου αγριότατον κλύδωνα κατεύνασον. Τον πικρόν θυμόν καταπράϋνον. Τον τύφον και την αλαζονείαν της ματαίας οιήσεως εκ του νοός μου αφάνισον. Τας νυκτερινάς φαντασίας των πονηρών πνευμάτων και τας μεθημερινάς των ακαθάρτων εννοιών προσβολάς εκ της καρδίας μου μείωσον. Παίδευσόν με την γλώσσαν λαλείν τα συμφέροντα. Δίδαξον τους οφθαλμούς μου βλέπειν ορθώς της αρετής την ευθύτητα. Τους πόδας μου τρέχειν ανυποσκελίστως ποίησον την μακαρίαν οδόν των του Θεού εντολών. Τας χείρας μου αγιασθήναι παρασκεύασον , ίνα αξίως αίρω αυτάς προς τον Ύψιστον. Κάθαρόν μου το στόμα, ίνα μετά παρρησίας επικαλείται Πατέρα τον φοβερόν Θεόν και πανάγιον. Άνοιξόν μου τα ώτα, ίνα ακούω αισθητώς και νοητώς τα υπέρ μέλι και κηρίον γλυκύτερα των αγίων Γραφών λόγια , και βιώ κατ ‘ αυτά από σου κραταιούμενος.
… Δια γαρ σου , πανύμνητε και υπεράγαθε Δέσποινα, περισώζεται πάσα βροτεία φύσις αινούσα και ευλογούσα Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την παναγίαν Τριάδα και ομοούσιον, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

Από το « Αγιοπατερικό Προσευχητάρι »

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Β΄Κυριακή Νηστειών


Η δεύτερη Κυριακή είναι αφιερωμένη σε μια από τις μεγαλύτερες πατερικές μορφές της Εκκλησίας μας, στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης (1347-1359). Δεν είναι τυχαία αυτή η επιλογή. Ο μεγάλος αυτός άνδρας έζησε σε μια πολύ ταραγμένη ιστορική περίοδο για την Εκκλησία μας, κατά την οποία ο κίνδυνος νοθεύσεως της αλήθειας υπήρξε έντονος.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296 και έλαβε σπουδαία μόρφωση. Από νέος αγάπησε τη μοναχική και ασκητική ζωή. Κατέφυγε καταρχήν στο όρος Παπίκιο και κατόπιν στο ʼγιο Όρος, όπου πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του. Ακόμη και μετά την εκλογή του ως αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ζούσε ως ασκητής.
Ο άγιος Γρηγόριος είναι συνδεδεμένος με τη λεγόμενη «ησυχαστική κίνηση», την πνευματικότερη έκφραση του ορθοδόξου μοναχικού ιδεώδους. Υπήρξε δάσκαλος και εμπνευστής του ησυχασμού και γι' αυτό στράφηκαν με σφοδρότητα εναντίον του τα πυρά των εχθρών του ησυχασμού. Συνεχίζοντας ο ίδιος την μακραίωνη παράδοση των αρχαίων Πατέρων και ασκητών της Εκκλησίας, δίδασκε πως ο άνθρωπος, με την άσκηση και τη νίψη, μπορεί να δει και από αυτή τη ζωή, με τα φυσικά του μάτια, το άκτιστο φως του Θεού, αυτό το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού κατά τη Μεταμόρφωσή Του στο όρος Θαβώρ.
Ο μεγάλος αυτός άνδρας κατέστη πρότυπο και δάσκαλος της άσκησης και ενσαρκωτής των χριστιανικών αρετών. Είτε ως αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, είτε ως μοναχός στο ʼγιο Όρος, δίδασκε τον αέναο αγώνα κατά του κακού και της αμαρτίας. Προέτρεπε για καθολική κάθαρση από τα ψυχοκτόνα πάθη, η οποία ονομάζεται στην ασκητική ορολογία νίψη. Έδειχνε την ουρανοδρόμο πορεία, ως μονόδρομο της σωτηρίας και της θεώσεως.
Η μεγάλη αυτή πατερική μορφή λειτουργεί ως φωτεινό ορόσημο για τους πιστούς αυτή την κατανυκτική περίοδο. Τα βαθυστόχαστα και προπαντός ορθόδοξα συγγράμματά του, όχι μόνο αποπνέουν άρωμα ευσέβειας, αλλά είναι πρακτικός οδηγός για την πνευματική μας άσκηση.

Πηγή: Αποστολική Διακονία

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Η αληθινή μετάνοια - Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου

Συμβαίνει, αγαπητοί μου, λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, συχνά ο άνθρωπος στον κόσμο να φοβάται πολύ. Φοβάται μη αρρωστήσει, μη πάθει κάτι άσχημο, μη του κάνουν κακό, μη δεν επιτύχει, μη δεν προοδεύσει, μη εκτεθεί, μη δεν τιμηθεί, μη δεν αναγνωρισθεί. Για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής του δεν πολυνοιάζεται, δεν φοβάται, δεν αγωνιά, μόνο ελπίζει στον Πολυεύσπλαχνο Θεό, αν βέβαια πάλι νοιάζεται και ενδιαφέρεται. Δεν αγαπά πολύ τη σωτηρία του φαίνεται σήμερα ο άνθρωπος. Γιατί άραγε; Τί είναι αυτό που τον κάνει ν' αμαρτάνει εύκολα και να μετανοεί δύσκολα; Είναι τόσο δύσκολο ν' αλλάξει ο άνθρωπος; Είναι υποτιμητικό να ζητήσει συγχώρεση; Είναι αναξιοπρεπές να ταπεινωθεί; Τον ομιλητή παρακαλώ καλείσθε ν' ακούσετε ως αδελφό σας, ως συναγωνιστή και όχι σαν αυστηρό δάσκαλο. Θα προσπαθήσει ν' απαντήσει στα βασικά και καίρια παραπάνω ερωτήματα. Θα χρησιμοποιήσει προς τούτο την απαράμιλλη Αγία Γραφή, τη θεοκίνητη Πατρολογία και τον μυροβόλο Συναξαριστή.
Το κήρυγμα της Εκκλησίας είναι, θα πρέπει πάντα να είναι, περί μετανοίας. Αυτό ήταν το κήρυγμα όλων των προφητών της Π. Διαθήκης έως του Τιμίου Προδρόμου, αυτό ήταν και του Χριστού. Η μετάνοια δημιουργεί το κατανυκτικό κλίμα της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού, της θεωρίας του Θεού, της συναντήσεως με Αυτόν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο Αγιορείτης, ο διαπρύσιος κήρυκας της χάριτος και του φωτός, λέγει χαρακτηριστικά πως η αληθινή μετάνοια είναι αρχή, μέση και τέλος της εν Χριστώ πνευματικής ζωής. Όλοι μα όλοι έχουμε ανάγκη μετανοίας, γιατί ουδείς αναμάρτητος. Η πνευματική ζωή αρχίζει οπωσδήποτε με τη μετάνοια. Το έργο της δεν παύει ποτέ. Ο Μ. Βασίλειος λέγει πως όλος ο ανθρώπινος βίος είναι προς μετάνοια. Ο ατελής άνθρωπος θέλει συνεχή αγώνα για να πλησιάσει τον Παντέλειο Θεό. Ατέλεστος η τελειότητα θα πει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Δεν υπάρχουν νιρβάνα στην Ορθοδοξία, όπου παύεις τον αγώνα και επαναπαύεσαι μακάρια. Ο αγώνας είναι έως του τάφου, ασταμάτητος, αδιάκοπος.
Ο μεγάλος δογματικός πατήρ της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει πως μετάνοια σημαίνει επάνοδο από το παρά φύση στο κατά φύση και όδευση προς το υπέρ φύση. Είναι πορεία από το κατ' εικόνα στο καθ' ομοίωση.
Ο Αδάμ πλάσθηκε από τον Πανάγαθο Θεό κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσή Του. Το κατ' εικόνα του δόθηκε αμέσως. Το καθ' ομοίωση θάπρεπε όμως να το καλλιεργήσει ελεύθερα και φιλότιμα ο ίδιος με τη συνεργία βέβαια της Θείας Χάριτος. Η κατάκτηση του καθ' ομοίωση αποτελεί τον αγιασμό, τη χαρίτωση, την τελείωση, τη θέωση. Ο Αδάμ πριν την πτώση είχε την άνεση να συνομιλεί με τον Θεό συνέχεια. Είχε καθαρότητα, φωτεινότητα, απλότητα, ταπεινότητα. Μετά την πτώση διαταράχθηκε αυτή η σχέση η ωραία. Σκοτείνιασε ο νους του, θόλωσε, αμαυρώθηκε. Ο ακάθαρτος νους δεν μπορεί να είναι δεκτικός της θείας Χάριτος.
Η αμαρτία αποτελεί παρά φύση κίνηση, που δεν επιφέρει απλά στον Αδάμ τη στέρηση της κοινωνίας του με τον Θεό, αλλά δεν μπορεί τώρα πλέον η θεία ενέργεια νάναι καθαρτική, φωτιστική και θεοπτική. Ο παρασυρμός του Αδάμ από την Εύα και της Εύας από τον δαίμονα επέφερε τη στέρηση της θείας Χάριτος. Πώς θα επανέλθουν στο πρωτόκτιστο κάλλος; Μόνο διά της μετανοίας. Η μετάνοια η αληθινή είναι δυνατή να θεραπεύσει, να καθαρίσει, να επαναφέρει στην προπτωτική κατάσταση. Η θεόσδοτη και θεοδώρητη μετάνοια είναι ικανή να ξεσκοτεινιάσει τον νου, να καθαρίσει την καρδιά και την πνευματική όραση. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος τονίζει πως η μετάνοια δύναται να επαναφέρει τον μετανοούντα σε μεγαλύτερη καθαρότητα και από την πριν της αμαρτίας κατάσταση.

Κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο ο Αδάμ με το να υπακούσει στον δαίμονα, αποδυναμώθηκε αλλά δεν καταστράφηκε τελείως. Κέντρο του τώρα γίνεται ο εαυτός του κι όχι ο Θεός του. Η βάση της αμαρτίας κατά τον μακαριστό Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς είναι να γίνουμε θεοί δίχως Θεό, μόνοι μας. Η αυτοθέωση αυτή είναι αντίθεη, αντίχριστη, δαιμονιώδης. Πουλήθηκε στον δαίμονα ο Αδάμ, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του, και ο δαίμονας τώρα τον κάνει ότι θέλει. Τάχασε ο Θεός με τον άνθρωπο, λέγει κάπου ο Μ. Αθανάσιος, δεν περίμενε ότι θα βγούμε τόσο σκάρτοι. Ο άγιος Μακάριος συνεχίζει: Τη μέρα που ο Αδάμ έπεσε, ήλθε ο Θεός στον Παράδεισο και έκλαψε για το κατάντημά του. Προτίμησε το κακό αντί του αγαθού, τη ντροπή από τη δόξα, το σκοτάδι από το φως. Ο Αδάμ παρέσυρε όλο το ανθρώπινο γένος στην κακία.
Η συνάντηση της ψυχής με την αμαρτία γεννά τα πάθη. Η τροπή αυτή δεν έχει επιβληθεί, είναι εντελώς εκούσια, αποτέλεσμα της πλήρους ελευθερίας. Η κακία είναι ξένη στη φύση της ψυχής. Η αμαρτία διάβρωσε την ψυχή, την αποδυνάμωσε. Η συνήθεια της αμαρτίας είναι ως πορνεία με τον δαίμονα κατά τον έξοχο όσιο Μακάριο. Τα πάθη κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι δαιμονοκίνητα. Η παραμονή της αμαρτίας τυφλώνει την ψυχή, τη σκοτεινιάζει, την αρρωσταίνει, την τραυματίζει, τη θανατώνει. Στην κατάσταση αυτή εμπαίζεται από τους μισάνθρωπους δαίμονες. Ο αμαρτωλός, κατά τον άγιο Γρηγό­ριο τον Παλαμά, είναι κατά ένα τρόπο δαιμονισμένος. Η ψυχή δεν ταυτίζεται με την αμαρτία και ποτέ δεν γίνεται ένα με αυτή. Η παράβαση του Αδάμ έδωσε δικαίωμα στον δαίμονα να κτυπήσει και να σκοτίσει το νου του ανθρώπου, που είναι το βασιλικό μέρος της ψυχής, ο ηγεμόνας νους που ορά τον Θεό κατά τους αγίους πατέρες.
Έτσι ο ηγεμόνας νους γίνεται δούλος της αμαρτίας. Τον κυριεύουν τότε άτοποι, ακάθαρτοι, πονηροί λογισμοί. Ασχολείται μόνο με τα κοσμικά, τα γήινα, τα φθαρτά. Λησμονά να προσεύχεται. Δεν αισθάνεται την ανάγκη. Ενίοτε τον ελέγχει η μνήμη ή η παρου­σία του Θεού τον αμαρτωλό άνθρωπο. Σκανδαλίζεται με την Εκκλησία, αγαπά πιο πολύ τον κόσμο. Τον αιχμαλωτίζει το κακό. Τότε νομίζει πως ζει. Κυκλοφορεί νεκρός, νεκρός ψυχικά.
Το κακό είναι ηθελημένο, επιλεγμένο και πραγματούμενο εκούσια από τον άνθρωπο. Η βούληση του ανθρώπου είναι κύρια υπεύθυνη για κάθε αμαρτία. Αναίτιος του κακού η θεία αυτοαγαθότητα λέγει ο Μ. Βασίλειος. Κανένα κακό έξω από την προαίρεση του ανθρώπου δεν υπάρχει, λέγει ο αββάς Ισαάκ. Ο Αδάμ είναι ο κύριος υπεύθυνος για την παράβαση ως αυτεξούσιος και τέλεια ελεύθερος. Η πτώση μόλυνε τον Αδάμ. Ο Χριστός λέγει ν' αρνηθούμε το θέλημά μας, να το υποτάξουμε, να το νεκρώσουμε και έτσι αυξάνουμε στην αρετή.
Η αμαρτία είναι παράλογη, αφύσικη, αντίθεη και δημιουργεί αποσύνθεση της ανθρώπινης προσωπικότητος και αποσύνδεση από τον Θεό. Η αμαρτία είναι θα λέγαμε η λογική του δαίμονα, που είναι ιδιαίτερα ύποπτος, ύπουλος, πονηρός, πανούργος, τεχνίτης, πλάνος, ευφυής, έμπειρος και μεγάλος απατεώνας. Με την πτώση του ο Αδάμ παρέλαβε τη φθαρτότητα και τη θνητότητα.
Η Ενανθρώπηση του Χριστού θέωσε την ανθρώπινη φύση. Με τον Σταυρό και την Ανάσταση νίκησε τον θάνατο. Τ' άγια Μυστήρια και ιδιαίτερα η θεία Ευχαριστία μας αθανατίζει. Από τα παραπάνω νομίζουμε πως διαφάνηκε πως η μετάνοια δεν είναι απόφαση στιγμής, προσωρινή αλλαγή δοκιμαστική, ψυχολογική ανανέωση, απλή νομική πράξη, ηθικιστική διόρθωση και επιπόλαιο πείραμα, αλλά πράξη γενναία ζωής, ακολούθηση ορθού βίου, ήθους και ύφους, εκκλησιολογικής, υγιούς, γνήσιας, ανόθευτης, ιερής και ωραίας νοηματισμένης βιοτής. Η αποτυχία του Αδάμ είναι διδακτική. Η ακραιφνής οδός της μετανοίας στηρίζεται στ' απαραίτητα στάδια: κάθαρσης, φωτισμού και θέωσης.
Μετάνοια αληθινή σημαίνει όχι απλά απομάκρυνση της αμαρτίας αλλά μίσος της αμαρτίας και τρυφερή αγάπηση των ένθεων αρετών. Μόνος ο άνθρωπος είναι αδύναμος να το καταφέρει. Έτσι συνδράμει ουσιαστικά ο ίδιος ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος. Όσο αγαπάμε τον Χριστό τόσο βοηθούμεθα να μισούμε την αμαρτία. Η σύνδεση του ανθρώπου με τον Χριστό δημιουργεί προσωπική αναγέννηση, απαλλαγή από τη ρίζα του κάκου, την εωσφορική υπερηφάνεια, και στολισμό της ψυχής από την υψοποιό ταπείνωση. Ο μετανοημένος πιστεύει, αγαπά και ελπίζει.
Η μετάνοια είναι βασική και μεγάλη αρετή, πάνω στην οποία οικοδομείται η πνευματική ζωή του πιστού. Ο μετανοημένος μόνο μπορεί να επικοινωνεί με τον Θεό. Πρόκειται για μεγάλο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Του Θεού που δεν παύει ποτέ ν' αγαπά, να εμπνέει, να μη ξεσυνερίζεται τον αγνώμονα αμαρτωλό. Είναι μια τρανή ακόμη απόδειξη της άφατης και φιλόστοργης φιλανθρωπίας του Παναγάθου Θεού Πατέρα και Πλάστη. Δεν απομένει από το ν' αποδεχθεί αυτόβουλα την πρόκληση και πρόσκληση προς απόλαυση των πολλών αγαθών της μετάνοιας. Η αντίδραση, η αντίθεση και η απόδραση του ανθρώπου από το ευγενές αυτό προσκλητήριο τον καταταλαιπωρεί.
Καρποί άξιοι της μετανοίας κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι η εξομολόγηση, η ελεημοσύνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη, η ταπείνωση. Οι αρετές αποτελούν αναμφισβήτητα σημαντικό έργο της εν Χριστώ ζωής και συνδράμουν στη σωτηρία του ανθρώπου. Δίχως μετάνοια κανείς δεν μπορεί να σωθεί. Ο καταπληκτικός όσιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει πως αρχή μετάνοιας είναι η αποχή του κακού και η αρχή της μετάνοιας είναι αρχή της σωτηρίας μας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πάλι λέγει πως η μετάνοια αρχίζει με την αυτομεμψία, την εξομολόγηση, την απομάκρυνση από τις κακίες. Δεν μπορεί ποτέ κανείς, λέγει, να προχωρήσει και προοδεύσει πνευματικά στα υψηλά και τέλεια αν δεν αγγίξει την αρχή των αρετών. τη μετάνοια.
Μετά τη Σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και το Θείο βάπτισμα ο πιστός είναι υπεύθυνος ο ίδιος αν θ' ακολουθήσει τον Χριστό ή τον δαίμονα. Ο Αδάμ προσκλήθηκε και παρακλήθηκε από τον Θεό επίμονα να μετανοήσει και να παραμείνει οικήτορας του έξοχου κήπου της Εδέμ. Δεν θέλησε όμως να πει το «ήμαρτον» καθόλου, λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο ειλικρινά μετανοών παρουσιάζει λοιπόν διάθεση και στάση εντελώς αντίθετη από αυτή του αμετανόητου και τελικά δυστυχισμένου Αδάμ. Ο μετανοών θα πρέπει να πιστεύει στον Θεό, να έχει φόβο Θεού, ν' απαρνηθεί ότι τον χωρίζει από τον Θεό εκούσια και να λυπηθεί για την πρότερη κατάσταση που λύπησε και τον Θεό. Λυπάται λοιπόν ο μετανοημένος ειλικρινά. Δεν άγχεται, δεν φοβάται, δεν είναι τρομοκρατημένος, θυμωμένος με τον εαυτό του, δεν είναι ταραγμένος, δεν έχει ενοχές, δεν τον κυνηγούν Ερινύες. Αν είναι έτσι δεν είναι σωστή η μετάνοιά του. Παρουσιάζεται να είναι θιγμένος ο εγωισμός του, να έχει εκτεθεί, ρεζιλευθεί και ντροπιασθεί ανεπανόρθωτα. Δεν αισθάνεται διόλου έτσι ο πραγματικά μετανοημέ­νος.
Η μετάνοια είναι βάπτισμα μετά το βάπτισμα, χάρη μετά τη χάρη. Η μετάνοια συνυφαίνεται με την εξομολόγηση και απαλλάσσεται ο εξομολογούμενος από το βάρος το κουραστικό των αμαρτιών. Η εμμονή στη μετάνοια θερμαίνει την πίστη και αυξάνει την ταπείνωση, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Τότε, λέγει, αληθινά ευτυχούμε γινόμενοι θεοχαρίτωτοι, αγιοπνευματικοί. Είμασθε με τον Θεό, όπως ήταν ο Αδάμ στον παράδεισο της τρυφής, προγευόμαστε την ανεκλάλητη χαρά της βασιλείας των ουρανών, διατηρώντας γνήσιο ταπεινό φρόνημα, κατάνυξη, κατά Θεόν πένθος, καρδία καθαρή, πράττοντας πρόθυμα έργα μετανοίας, ευάρεστα στον Θεό.
Είπαμε πως η μετάνοια είναι διαρκής. Ο άγιος Συμεών μάλιστα λέγει πως και αν χίλια χρόνια ζήσουμε στη γη, ποτέ δεν θα μπορέσουμε τέλεια να κατανοήσουμε τη μετάνοια, αλλά καθημερινά να βάζουμε αρχή σε αυτή και ν' αγωνιζόμεθα. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος τη θεωρεί αναβαπτισμό, νέα συνθήκη με τον Θεό, ενδυνάμωση κατά της απελπισίας, λογισμός αυτοκριτικής και αυτοκατάκρισης, εμπιστοσύνη στον Θεό και απόλυτη ελπίδα, συνδιαλλαγή και αγαθοεργία, καθαρή συνείδηση, υπομονή στις θλίψεις, αντοχή στη νηστεία, νέκρωση του παλαιού εαυτού. Η μετάνοια κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά δεν εξαντλείται στο μίσος της αμαρτίας αλλά και στην αγάπη της αρετής.
Πώς θα μετανοήσει κανείς; Πώς θ' αρχίσει; Χρειάζεται να ξαποστάσει κατ' αρχάς, να ξελαχανιάσει από το καθημερινό τρεχαλητό, το κυνηγητό της ηδονής, να στραφεί προς τα μέσα του, να κινηθεί από τη συνεχή ετεροπαρατήρηση στην αυτοπαρατήρηση, από το κουτσομπολιό των πάντων στη συνομιλία με τον άγνωστο εαυτό του. Να σκύψει λίγο μέσα του, να σκάψει εντός του, να δει τις δυνάμεις, τις δυνατότητες, τα όρια, τις αντοχές, τα δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αυστηρός αυτοέλεγχος, επιείκεια και κατανόηση των άλλων. Να βρούμε τα ποσοστά της προσωπικής μας ευθύνης. Να μη τα ρίχνουμε εύκολα και γρήγορα πάντα μόνο στους άλλους. Απλά και ειλικρινά, τίμια και δίκαια πρέπει και αξίζει να οδηγηθεί ο εαυτός μας, που συνηθίζει να ξεγλυστράει σαν χέλι, να παραδεχθεί την αμαρτωλότητά του. Να θελήσει γενναία, ηρωικά και παλληκαρίσια ν' αναχωρήσει ανεπίστροφα από την αμαρτία. Να μη επωάζει πια μνήμες και φιλεπίστροφους λογισμούς στα πρότερα, τ' άχαρα, τ' αμαρτωλά, τ' ανέντιμα της προηγούμενης ζωής.
Όλ' αυτά φυσικά γίνονται ελεύθερα και αυτοπροαίρετα και δεν υπάρχει κανένα νόημα σε κανενός είδους εξαναγκασμό. Ποτέ δεν επιτρέπεται να εκβιάσουμε κάποιον να εξομολογηθεί. Η εξομολόγηση εμπνέεται και είναι ιερό μυστήριο και πράξη ελευθερίας. Προηγείται της μετάνοιας η επίγνωση της αμαρτίας, η συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητος. Ακο­λουθεί η λύπη για την αμαρτία. Έπεται η εξομολόγηση, με καρδιά συντετριμμένη και πνεύμα τεταπεινωμένο, δέηση για συγχώρεση και άφεση και απόφαση υποσχετική για μόνιμη αποχή από το κακό. Ελεύθερα και αυτόβουλα επιλέγει ο αμαρτωλός τη μετάνοια και πλουτίζει από τ' αγαθά της ειρήνης. Πάντα ιδιαίτερα με προβληματίζει ο λόγος ενός σύγχρονου, σοφού κι ενάρετου Αγιορείτου: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν!
Η μετάνοια έχει οπωσδήποτε καθαρά προσωπικό χαρακτήρα. Ο καθένας μετανοεί για τον εαυτό του. Στην εξομολόγηση ο εξομολογούμενος καταθέτει την προσωπική του ευθύνη. Δεν αναλύει πόσο κακοί είναι οι άλλοι που δεν τον καταλαβαίνουν και πόσο άστατος ο κόσμος που τον κουράζει. Η μετάνοια δεν έχει σχέση με την επιφάνεια αλλά με το βάθος. Δεν στηρίζεται τόσο στα λόγια αλλά στις πράξεις. Η ευσέβειά μας, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δεν μένει στα λόγια αλλά στα πράγματα. Η μετάνοια ελευθερώνει και δεν υποδουλώνει τον άνθρωπο. Όσο ο πιστός βαθαίνει στη μετάνοια τόσο περισσότερο αισθάνεται την αγάπη του Θεού και βιώνει την ελευθερία.
Μετανοεί ο χριστιανός γιατί ελπίζει ότι θα λάβει από τον Θεό τη συγχώρηση κι έτσι είναι στην πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ειλικρινά την αμαρτωλότητά του ο άνθρωπος αναγνωρίζει και ομολογεί την αδυναμία του. Η γνώση της αδυναμίας είναι δύναμη. Η παραδοχή της ήττας είναι νίκη. Η δίχως δικαιολογίες συναίσθηση της παραβατικότητος, ανυπακοής και καταχρήσεως της ελευθερίας οδηγεί στη μετάνοια. Η έξοδος του Αδάμ από τον παράδεισο επήλθε λόγω της αμετανοησίας του. Φθάνουν μάλιστα οι άγιοι πατέρες να λέγουν ότι ο Αδάμ έχασε τον παράδεισο όχι λόγω της συγκεκριμένης αμαρτίας του αλλά λόγω των δικαιολογιών του. Αν απροφάσιστα και ντόμπρα παραδεχόταν το σφάλμα του θα τον συγχωρούσε ο Θεός και θα παρέμενε στον παράδεισο. Έτσι φθάνει ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης να λέγει τον φοβερό λόγο: Όποιος συνέχεια δικαιολογείται έχει Γέροντά του τον δαίμονα!
Ελπίζοντας στην αγάπη του Θεού ο πιστός και πιστεύοντας στη συγχώρεση αναγνωρίζει ότι ο Παντοδύναμος Θεός μπορεί να τον ελεήσει και να τον δε­χθεί ως τον άσωτο της παραβολής. Η μετάνοια όμως θα πρέπει να υπάρξει σε αυτή τη ζωή. «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας». Η αναβλητικότητα είναι ένα από τα πιο πονηρά παιχνίδια του δαίμονα. Ο Γέροντας Τύχων ο Ρώσος, ο Αγιορείτης, έλεγε πολύ χαριτωμένα: Η κόλαση είναι καλά στρωμένη από «θα»! Κατοικείται από ανθρώπους καλών προθέσεων και ωραίων, μακρυνών σχεδίων. Η μετάνοια επαναφέρει, επανορθώνει, ανορθώνει. Αν επιτρέπεται, όλα επιτρέπονται εκτός από την απελπισία. Ο δαίμονας επισταμένως εργάζεται να μας οδηγήσει στην απόγνωση. Αφού συνέχεια πέφτουμε στα ίδια και τα ίδια, ποιος ο λόγος να συνεχίσουμε ν' αγωνιζόμαστε; Ο θεοφόρος άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει: Η αμαρτία μαυρίζει, η μετάνοια ασπρίζει. Καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη της αγάπης του Θεού. Όλα συγχωρούνται αρκεί ο άνθρωπος έγκαιρα και έγκυρα να μετανοήσει. Ο μετανοών αμαρτωλός είναι πάντοτε συμπαθής, ο αμετανόητος πεισματάρης και θεληματάρης απομακρύνει τη θεία χάρη και βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Οι νηπτικοί πατέρες συνδυάζουν πάντοτε με τη μετάνοια την κατάνυξη, την οποία θεωρούν απαραίτητη όσο τ' οξυγόνο. Ο άγιος Συμεών συνδυάζει την κατάνυξη με τα θερμά δάκρυα και την αγαθοεργία, διά των οποίων καθαίρεται ο άνθρωπος. Η κατανυκτική προσευχή έχει δάκρυα, αυτά όμως είναι άκοπα, θερμά και γλυκά. Δεν είναι αποτέλεσμα συναισθηματικών καταστάσεων και νοσηρών φαντασιών ενός στραπατσαρισμένου εγωισμού και μιας κακομοίρικης ψευδοαμαρτωλότητος και νόθας μηδαμινότητος. Όσο ο άνθρωπος αμαρτάνει σκληραίνει, πωρώνεται, δεν δακρύζει εύκολα. Όσο ο άνθρωπος μετανοεί, χύνει δάκρυα, σπάει ο πάγος, φανερώνεται η επίσκεψη της θείας χάριτος. Τέλος, δακρύζει ενθυμούμενος την αγάπη του Θεού, τις πρεσβείες των αγίων, ιδιαίτερα της Θεοτόκου. Τα δάκρυα της χάριτος καμιά σχέση δεν έχουν με τα φυσικά δάκρυα λέγει ο πάντοτε ευκατάνυκτος όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει η σκληροκαρδία θα μαλαχθεί με δάκρυα, η καρδιά θα ταπεινωθεί με δάκρυα, η ένωση με τον Θεό θα γίνει με δάκρυα, η γνώση του Θεού είναι αδύνατον να επιτευχθεί δίχως δάκρυα.
Ο πρώτος Αδάμ, κατά τον αββά Δωρόθεο, απογύμνωσε τον άνθρωπο από τις πνευματικές δυνατότητες της «κατ' εικόνα» Θεού υπάρξεώς του, γιατί επέλεξε την υπερηφάνεια και όχι τη μετάνοια. Ο τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ, κάλυψε τη γύμνωσή του, τούδωσε τη δύναμη ν' ανθίσταται στην αμαρτία και ν' αγαπά την αρετή. Η μετάνοια συνδράμει σημαντικά να γνωρίσουμε τον πραγματικό εαυτό μας με την όλη νηπτική εργασία και όχι να θεωρούμε, να νομίζουμε ή να φανταζόμαστε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα. Η βίωση της μετάνοιας διασφαλίζει την αυθεντικότητα των αρετών του ανθρώπου, τις οποίες αρμολογεί, συνέχει και συντηρεί η πάντα απαραίτητη, γνήσια ταπείνωση.
Οι κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως κανόνες - επιτίμια, όταν τίθενται από τον πνευματικό, δεν έχουν ποτέ τον νομικό χαρακτήρα, εκδικήσεως του παραβάτη, τιμωρίας του αμαρτωλού, εξιλεώσεώς του προς ικανοποίηση του προσβληθέντος Θεού, όπως θεωρούν οι Λατίνοι. Τα επιτίμια είναι φάρμακα προς θεραπεία. Χρειάζεται μεγάλη διάκριση, γνώση, σοφία, τέχνη, προσοχή, προσευχή. Χρειάζεται ανάλογα η αυστηρότητα ή η επιείκεια και η κατάλληλη οικονομία. Όχι πάντα αυστηρότητα, όχι πάντα οικονομία. Ο κύριος θεραπευτής είναι ο Χριστός. Ο ιερεύς είναι διάκονος των μυστηρίων του Χριστού. Η άφεση όμως των αμαρτιών γίνεται διά του πετραχηλιού του έγκυρου, κανονικού ιερέως, που θα πρέπει να στολίζεται από εμπειρία, προς διάκριση των πνευμάτων. Θα πρέπει νάχει ο πνευματικός κοινωνία με τον Θεό ο ίδιος, για να οδηγήσει και αυτούς που τον πλησιάζουν σε Αυτόν.
Είναι σημαντική οπωσδήποτε η συνδρομή του πνευματικού πατέρα στην ανόρθωση του πνευματικού τέκνου. Η μεγάλη μάχη όμως πρέπει να πούμε δίνεται εντός του ίδιου του ανθρώπου. Θα πρέπει ν' απομακρυνθεί από τη δουλεία των παθών, να ενισχυθεί από τις ευχές της Εκκλησίας και ν' αγωνισθεί υπομονετικά και επίμονα για την απαλλαγή από τις αμαρτωλές ενθυμήσεις, μνήμες και προσβολές, αγαπώντας όλο και πιο πολύ τον Χριστό. Θα πρέπει να φτιάξουμε, κατά τον Γέροντα Παΐσιο, ένα εργοστάσιο καλών λογισμών. Ο πνευματικός συνδέει το τέκνο του πιο πολύ με τον Χριστό και λιγώτερο με τον εαυτό του. Προσεύχεται γι' αυτό, ακόμη και όταν παρακούει, ίσως τότε πιο πολύ. Η υπακοή εμπνέεται, δεν επιβάλλεται. Η υπακοή δεν έχει σχέση με τη στρατιωτική πειθαρχία. Η υπακοή βοηθά στην ταπείνωση, στην εκκοπή του νοσηρού ιδίου θελήματος.
Ο ανυπάκουος, ο αυθαιρετών, αυτός που πράττει ό,τι νομίζει, ό,τι τον συμφέρει, ό,τι τον αναπαύει, έχει πρόβλημα, πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Έχει αρχίσει να χάνει τον προσανατολισμό του, νάχει μια μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, νάναι ένας μικρός ή μεγάλος Φαρισαίος. Η υπακοή στον πνευματικό πρέπει νά­ναι αβίαστη, ελεύθερη, πρόθυμη, φιλότιμη, ευχάριστη. Χρειάζεται αγώνας για νάναι έτσι. Η υπακοή από μόνη της δεν λέει πολλά πράγματα. Θα πρέπει να συνδυάζεται με την καθαρή προσευχή και τη συνειδητή και εμπροϋπόθετη συμμετοχή στ' άγια μυστήρια και ιδιαίτερα της θείας Ευχαριστίας. Η υπομονή στους πειρασμούς ενδυναμώνει τον αγώνα, ωριμάζει πνευματικά και καλλιεργεί ψυχικά τον ταπεινό αγωνιστή.
Ο άνθρωπος της μετανοίας αγαπά την άσκηση, αντιμετωπίζει μ' εγρήγορση και γνώση τις παραχωρούμενες για καλό δοκιμασίες. Ο ειλικρινά μετανοημένος δεν έχει ψυχολογικά προβλήματα μειονεξιών, διχασμών, ανικανοποίητων και ανολοκλήρωτων καταστάσεων, συναισθηματικών ασταθειών, φοβιών, καχυποψιών και λοιπών κουραστικών παρόμοιων πραγμάτων. Ο μετανοημένος άνθρωπος του Θεού αγαπά τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ταπεινώνεται, χαίρεται μυστικά, δοξολογεί, ευχαριστεί και ευγνωμονεί τον Θεό.
Ο πνευματικός πατέρας μπορεί να μη είναι άγιος και τέλειος και κάπου να σφάλλει κιόλας, όμως πρέπει να γνωρίζει τις θεραπευτικές μεθόδους των παθών καλά, ώστε να μη ταλαιπωρεί τους προσερχόμενους με λαθεμένες διαγνώσεις και οδηγίες. Συντείνει βεβαίως ιδιαίτερα στη βοήθειά του η ειλικρίνεια και η μετάνοια του εξομολογούμενου. Έτσι πνευματικός κανείς καθίσταται κυρίως όταν τον διακρίνει αυτή η εμπειρία, που πάντοτε δεν υπάρχει με τη μεγάλη ηλικία. Ο επίσκοπος θα πρέπει να γνωρίζει επίσης πολύ καλά ποιους τοποθετεί σε αυτή τη διακονία και να είναι βαθύς γνώστης των διαχρονικής αξίας Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας.
Ο επιφανής π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, κάτοχος άριστος του Πηδαλίου, έλεγε: Οι Ιεροί Κανόνες δεν είναι κανόνια! Και ο σοφός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, έλεγε: Μαχαίρι κρατά και ο ιατρός και ο κρεοπώλης... Ο σκοπός των Ιερών Κανόνων, κατά τον μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο, είναι η βίωση της αποκαλυπτικής αλήθειας της πίστεως και η πνευματική αναγέννηση των ανθρώπων. Πνευματική αναγέννηση δεν σημαίνει απλά προσωπική πρόοδο του χαρακτήρα μας, αλλά εκκλησιοποίηση του ανθρώπου.
Οι Ιεροί Κανόνες συνδράμουν στην επαναφορά του μετανοούντος αμαρτωλού στην ευθεία, τη μεσότητα, την Ορθόδοξη πλεύση.
Το Πηδάλιο στα χέρια ενός αδιάκριτου πνευματικού πατέρα θα μπορεί να δημιουργήσει και συντρίμια. Ο προσευχόμενος, δηλαδή θεολόγος, και με διάκριση πνευματικός είναι απαραίτητο να μπορεί να διακρίνει το θεϊκό από το δαιμονικό, το αγγελικό από το ανθρώπινο, το πνευματικό από το υλικό, το ψυχικό από το σωματικό, το ψυχολογικό από το νευρολογικό, το ψυχιατρικό από το νευρικό, το αγχωτικό από το ανυπόμονο και πολλά άλλα παρόμοια. Η αδιακρισία θα δημιουργήσει σύγχυση και αυτή σοβαρή πνευματική ζημιά, που μπορεί πολύ να ταλαιπωρήσει και τον εξομολόγο και τον εξομολογούμενο.
Ο πνευματικός πρέπει να γνωρίζει τον εαυτό του, τις δυνατότητές του, τις αρμοδιότητές του και το μέτρο των καθηκόντων του. Να μη θέτει δυσβάστακτα φορτία στους ανθρώπους και λυγίσουν και αποθαρρυνθούν και απογοητευθούν. Δεν είναι για όλους πάντοτε όλα. Ιδιαίτερα εδώ χρειάζεται μία εξατομικευμένη ποιμαντική. Ακόμη σ' ένα αρχάριο δεν πρέπει να παρουσιάζονται υψηλές καταστάσεις, που αδυνατεί τώρα ν' ανέλθει. Η σύγχυση της ακριβούς διαγνώσεως, π.χ. ένα πρόβλημα ψυχολογικό να θεωρηθεί ως δαιμονισμός, μπορεί όπως είπαμε να δημιουργήσει μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις και ταλαιπωρίες. Καλό θα ήταν ο κάθε εξομολόγος να ήταν και Γέροντας, δηλαδή πνευματικός καθοδηγητής. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι στον κόσμο μπορούν απόλυτα να μεταφερθούν τα μοναχικά πράγματα και οι νέοι ή οι οικογενειάρχες ν' ακολουθούν ένα απαράβατο κανόνα υπακοής και στις λεπτομέρειες κατά τις προτιμήσεις του πνευματικού. Ή να χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται κατά διάφορους γνωστούς τρόπους ο πνευματικός τα πρόσωπα που η χάρη του Θεού φέρνει στο άγιο πετραχήλι του. Ο πνευματικός οπωσδήποτε και ποτέ δεν είναι παντογνώστης και αλάθητος. Γι' αυτό δεν θα πρέπει νάχει γνώμη επί παντός επιστητού. Θα πρέπει να περιορίζεται στο καθαρά πνευματικό του έργο. να μορφώσει Χριστό στις καρδιές των τέκνων του. Ο πνευματικός ο καλός σέβεται πάντοτε την ελευθερία του τέκνου του, ακόμη και όταν ελεύθερα του την προσφέρει εκείνο. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος αγωνίζεται να θεραπεύσει τον μετανοημένο και όχι να τον κάνει οπαδό, που θα τον φοβάται, θα τον κολακεύει, θα τον χειροκροτεί, θα τον ακολουθεί παντού και πάντοτε.
Αντιλαμβάνεσθε πόσο σπουδαία είναι η εξεύρεση ενός διακριτικού πνευματικού προς ορθή καθοδήγηση μακρυά από υπερβολές, ακρότητες, συναισθηματισμούς και νοσηρότητες. Η αγωγή που δίδει ο πνευματικός συνδράμει στο ξεκαθάρισμα πολλών πραγμάτων, στην είσοδο στην ουσία της πνευματικής ζωής, στη γνώση ότι η Εκκλησία μας δεν είναι ένας ωραίος και ιερός έστω θρησκευτικός οργανισμός, ένα σωματείο κοινωνικής αλληλεγγύης, ένας χώρος όπου περνάμε ευχάριστα, αποδεχόμενοι, συζητώντας και χαμογελώντας συνέχεια, όπου ικανοποιούνται συναισθήματα και καταξιωνόμαστε. Η Εκκλησία είναι το σώμα του ζώντος Χριστού, η κοινωνία των αγίων, η μόνη οδός θεώσεως των μετανοούντων.
Οπωσδήποτε η Εκκλησία είναι και πνευματικό θεραπευτήριο και πνευματική οικογένεια και ο σημερινός κυνηγημένος και ανέραστος άνθρωπος μέσα στις δύσκολες και μαζοποιημένες κοινωνίες έχει ανάγκη από την ανεύρεση της μοναδικότητος του ιερού προσώπου του και την αληθινή επικοινωνία. Ο πνευματικός πατέρας είναι απαραίτητος. Την ανάγκη του κόσμου θα εκπληρώσουμε όταν είμεθα καθαροί, τίμιοι, αγαθοί και ταπεινοί. Δεν μπορεί ένας να είναι πνευματικός και να μη έχει πνευματικό.
Το θαυματουργό και ιαματικό μυστήριο της μετανοίας πολλοί άνθρωποι, ακόμη και πιστοί εξομολογούμενοι, συχνά δεν το μεταχειρίζονται σωστά, ώστε τελικά να μένουν αθεράπευτοι. Η κάθε αμαρτία είναι μία μικρή επανάσταση του ανθρώπου κατά του Θεού, διαχωρίζεται από Αυτόν, απομακρύνεται, φεύγει από τη χάρη της Εκκλησίας, αποξενώνεται, τελικά νεκρώνεται. Η αμαρτία αυτοκαταστρέφει, απομονώνει και στενοχωρεί τον άνθρωπο. Η μετάνοια, όπως είπαμε, είναι μία διορθωτική πράξη, επαναφέρει, αποκαθιστά στην αρχαία ωραιότητα. Μερικοί δεν γνωρίζουν, λένε, γιατί να μετανοήσουν. Το πρόβλημα είναι σοβαρό. Έχουν αμβλυνθεί φοβερά τα κριτήρια. Η θεωρούμενη ελευθερία έχει εξασθενήσει ηθικά, τρομερά τον σύγχρονο άνθρωπο. Η μετάνοια δεν μπορεί να εξαντλείται σε μία εντελώς τυπική εξομολόγηση πριν τις μεγάλες εορτές, με το ξεμπέρδεμα των θρησκευτικών μας καθηκόντων και την κατάθεση του βάρους μας για να ξαλαφρώσουμε ψυχικά. Η μετάνοια είναι ριζική αλλαγή όλης της ζωής, αναποδογύρισμα, επανατοποθέτηση, επαναπροσανατολισμός, άρνηση και μίσος του κακού, πλήρης αλλαγή νοοτροπίας, αγάπη ολοκάρδια του αγαθού και πιστή και υπομονετική ακολούθησή του.
Η μετάνοια δεν τελειώνει σε μία εξομολόγηση με λίγα έστω δάκρυα. Η μετάνοια δεν είναι αστραπή ή φωτοβολίδα, αλλά συνεχές, επίπονο έργο ζωής. Η εξομολόγηση δεν είναι πάλι απλή διαλογική συζήτηση, λύση αποριών, τυπική εξαγόρευση δυσκολιών που έχουμε με τους άλλους, που δεν μας καταλαβαίνουν και δεν μας αγαπούν τόσο. Η εξομολόγηση δεν γίνεται από καλή συνήθεια, για το καλό, για το έθιμο, από φόβο μη μας τιμωρήσει ο Θεός και λοιπά. Η εξομολόγηση είναι βαθειά ανάγκη της μετανοημένης ψυχής, ταπεινή κατάθεση του βάρους των πλημμελημάτων.
Δεν είναι σωστό ν' αλλάζει κανείς συνέχεια πνευματικούς. Να έχει συγχρόνως δύο πνευματικούς. Να λέγει λίγα εδώ και λίγα εκεί. Τούτο φανερώνει μεγάλη πνευματική ανωριμότητα, επιπολαιότητα και αστάθεια. Θέλει μια κάποια προετοιμασία η εξομολόγηση. Μη ζητώντας τον τέλειο και άγιο πνευματικό δεν πάμε καθόλου. Η αγιότητα δεν είναι μεταδοτική. Ο πιο άγιος πνευματικός δεν μπορεί να μας κάνει τίποτε αν δεν αγωνισθούμε. Μη νομίζουμε ότι ανεβαίνουν οι πνευματικές μετοχές μας με το να έχουμε ονομαστούς πνευματικούς, μάλλον αυξάνονται οι υποχρεώσεις μας και θα πρέπει να ελεγχόμεθα. Καλό είναι να ζητάμε το καλό και το τέλειο, όχι όμως να πάσχουμε ως ατελείς και δεινοί ευσεβιστές. Μη φοβόμαστε να παραδεχθούμε την ήττα μας, την αδυναμία μας, την αμέλειά μας.
Δεν θα κατακριθούμε γιατί πέσαμε, αλλά γιατί δεν σηκωθήκαμε. Μόνο ο δαίμονας έπεσε και δεν σηκώθηκε ποτέ. Δεν θα κολασθούμε, αδελφοί μου, γιατί αμαρτήσαμε, αλλά γιατί δεν μετανοήσαμε. Η υγιής παραδοχή της αμαρτωλότητός μας είναι πολύ σημαντική. Όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας αυτή την παραδοχή είχαν μόνιμα. Αυτό το συντετριμμένο πνεύμα πρέπει πάντοτε να υπάρχει στην καρδιά του μετανοούντος χριστιανού, πολύ περισσότερο κατά την ώρα της εξομολογήσεως. Μη αναμένουμε ανακριτικές ερωτήσεις, μη φοβόμαστε, μη δειλιάζουμε, μη ντρεπόμαστε, μη αναβάλλουμε, μη θεωρούμε αμαρτίες μόνο τον φόνο και την κλοπή. Ούτε αδιάφοροι ούτε σχολαστικοί, ούτε φοβισμένοι ούτε ξεθαρρεμένοι. Θα μπορούσε κανείς πολλά να πει επί του σοβαρού αυτού θέματος. Ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας φωτίζει ν' αναχωρούμε από το εξομολογητήριο όχι με πρόσθετες αμαρτίες. Παρουσιάζοντας ακόμη και εκεί προφάσεις και δικαιολογίες για τον καλό εαυτό μας και τον κακό κόσμο....
Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης στον ωραιότατο λόγο του περί μετανοίας μεταξύ άλλων γράφει χαρακτηριστικά, εμπνευσμένα και θεοχαρίτωτα: Γνωρίζω ότι εις όσους παλαίουν κατά της αμαρτίας, ο Κύριος χαρίζει όχι μόνον την άφεσιν αλλά και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, η οποία χαροποιεί και πληροί την ψυχήν με βαθείαν και γλυκείαν ειρήνην... Δεν υπάρχει μεγαλύτερον θαύμα από το να αγαπά τις τον αμαρτωλόν εις την πτώσιν του. Τον άγιον είναι εύκολον να αγαπάς - είναι άξιος... Χαίρει ο Κύριος επί τη μετανοία των ανθρώπων. Και όλαι αι ουράνιαι δυνάμεις αναμένουν, όπως και ημείς απολαύσωμεν της γλυκύτητος της αγάπης του Θεού και ίδωμεν το κάλλος του προσώπου Αυτού... Δόξα τω Κυρίω, ότι έδωκεν εις ημάς την μετάνοιαν, και διά της μετανοίας σωζόμεθα πάντες ημείς, άνευ εξαιρέσεως. Δεν θα σωθούν μόνο οι μη μετανοούντες... Σημείον της αφέσεως των αμαρτιών είναι ότι εμίσησαν την αμαρτίαν... Ας ταπεινωθώμεν, ίνα διά της μετανοίας αποκτήσωμεν ελεητικήν καρδίαν και τότε θα ίδωμεν την δόξαν του Κυρίου... Όστις μετανοεί αληθώς, ούτος είναι έτοιμος να υπομένη κάθε θλίψιν... Εις τον ελεήμονα ο Κύριος παρευθύς συγχωρεί τα αμαρτήματα... Θα ηυχόμην να μάθω μόνον την ταπείνωσιν και την αγάπην του Χριστού, ώστε ουδένα να προσβάλλω, αλλά να προσεύχωμαι δι' όλους, ως δι' εμαυτόν....
Ταπεινώς φρονώ ότι οι λόγοι αυτοί του αγίου Σιλουανού είναι συμπύκνωση όλων των προηγουμένων. Λησμονήστε, λοιπόν, αν θέλετε τα παραπάνω. Να θυμάσθε πάντα όμως ότι όποιος παλεύει κατά της αμαρτίας χαριτώνεται και ευλογείται από τον Θεό. Ν' αγαπάμε τον αμαρτωλό και να μισούμε την αμαρτία, όπως λέγει και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Χαρά λαμβάνει ο Θεός από τη μετάνοιά μας, χαρά αληθινή αισθανόμεθα τότε κι εμείς. Απόδειξη ότι μας συγχώρεσε ο Θεός είναι το μίσος κατά της αμαρτίας. Η συγχωρητικότητα είναι χαρακτηριστικό του αληθινά μετανοημένου.
Εύχεσθε να συνεχίζουμε ελπιδοφόρα το ωραίο ταξείδι στα βαθειά νερά της μετανοίας, οδηγούμενοι στον εύδιο λιμένα της σωτηρίας μας από τον Σωτήρα και Λυτρωτή Κύριο, διά πρεσβειών πάντων των αγίων και της Θεοτόκου.

«ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/FF22B859.el.aspx

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

"Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας" Ά Στάση


Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη,
ειπείν τή Θεοτόκω το Χαίρε· (εκ γ')
καί συν τή ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν σε
θεωρών Κύριε, εξίστατο καί ίστατο, κραυγάζων
πρός αυτήν τοιαύτα·
χαίρε δι ης η χαρά εκλάμψει
χαίρε δι' ης η αρά εκλείψει
χαίρε του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις
χαίρε των δακρύων της Εύας η λύτρωσις
χαίρε ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς
χαίρε βάθος δυσθεώρητον καί Αγγέλων οφθαλμοίς
χαίρε ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα
χαίρε ότι βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα
χαίρε γαστήρ ενθέου σαρκώσεως
χαίρε δι' ης νεουργήται η κτίσις
χαίρε δι' ής βρεφουργείται ο Κτίστης
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.

Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία,
φησί τω Γραβριήλ θαρσαλέως·
το παράδοξόν σου της φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τή ψυχή φαίνεται·
ασπόρου γαρ συλλήψεως, τήν κύησιν πώς λέγεις κράζειν·
Αλληλούϊα.

Γνώσιν άγνωστον γνώναι, η Παρθένος ζητούσα,
εβόησε πρός τόν λειτουργούντα·
εκ λαγόνων αγνών,
Υιόν πώς εστι τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι·
πρός ην εκείνος έφησεν εν φόβω, πλην κραυγάζων ούτω·
χαίρε βουλής απορρήτου μύστις
χαίρε σιγής δεομένων πίστις
χαίρε των θαυμάτων Χριστού το προοίμιον
χαίρε των δογμάτων αυτού το κεφάλαιον
χαίρε κλίμαξ επουράνιε δι' ής κατέβει κατέβη ο Θεός
χαίρε γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης πρός ουρανόν
χαίρε το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα
χαίρε το των δαιμόνων πολυθρήνητων τραύμα
χαίρε το φώς μηδένα διδάξασα
χαίρε σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν
χαίρε πιστών καταυγάζουσα φρένας
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.

Δύναμις του Υψίστου, επεσκίασε τότε,
πρός σύλληψιν τή Απειρογάμω·
καί τήν εύκαρπον ταύτης νηδύν, ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι,
τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, εν τω ψάλλειν ούτως·
Αλληλούϊα.

Έχουσα θεοδόχον η Παρθένος τήν μήτραν,
ανέδραμε πρός τήν Ελισάβετ,
το δε βρέφος εκείνης ευθύς, επιγνόν τόν ταύτης ασπασμόν, έχαιρε!
Καί άλμασιν ως άσμασιν, εβόα πρός τήν Θεοτόκον.·
χαίρε βλαστού αμαράντου κτήμα
χαίρε γεωργόν γεωργούσα Φιλάνθρωπον
χαίρε φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα
χαίρε άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οιοκτιρμών
χαίρε τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών
χαίρε ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις
χαίρε ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις
χαίρε δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα
χαίρε παντός του κόσμου εξίλασμα
χαίρε Θεού πρός θνητούς ευδοκία
χαίρε θνητών προς Θεόν παρρησία
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.

Ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων,
ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, πρός τήν άγαμόν σε θεωρών,
καί κλεψίγαμον υπονοών άμεμπτε·
μαθών σε σου τήν σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου έφη·
Αλληλούϊα.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Κυριακή της Ορθοδοξίας

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
Λόγος εις την Α' Κυριακή των Νηστειών

Την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η Αγία μας Εκκλησία πανηγυρίζει το θρίαμβο της Ορθοδοξίας, της ορθής πίστεως, η οποία καταπάτησε όλες της αιρέσεις και στερεώθηκε για πάντα. Γι' αυτό η Κυριακή αυτή καλείται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Οι αιρέσεις φάνηκαν ήδη απαρχής του χριστιανισμού. Οι ίδιοι οι Απόστολοι του Χριστού προειδοποιούσαν τους συγχρόνους τους, και μαζί τους και εμάς, για τον κίνδυνο από τους ψευδοδιδασκάλους.
Ο Άγιος Απόστολος Πέτρος στη Β' Καθολική επιστολή γράφει το εξής: «Εγένοντο δε και ψευδοπροφήται εν τω λαώ, ως και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας, και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην αρνούμενοι, επάγοντες εαυτοίς ταχινήν απώλειαν, και πολλοί εξακολουθήσουσιν αυτών ταις ασελγείαις, δι' ους η οδός της αληθείας βλασφημηθήσεται» (Β' Πετ. 2, 1-2).
Ο Άγιος Παύλος, επιστρέφοντας στην Παλαιστίνη από την Ελλάδα, έκανε στάση στην Έφεσο. Εκεί στους χριστιανούς κατοίκους της πόλεως έλεγε: «Εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαροίς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου, και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» (Πραξ. 20, 29-30).
Πολλοί τέτοιοι ψευδοδιδάσκαλοι και σχισματικοί υπήρχαν στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Μερικές αιρέσεις τάραζαν την Εκκλησία ολόκληρους αιώνες, όπως για παράδειγμα οι αιρέσεις του Αρείου, του Μακεδονίου, του Ευτηχούς, του Διοσκόρου, του Νεστορίου και επίσης η αίρεση της εικονομαχίας. Οι αιρέσεις αυτές προκάλεσαν πολλές διαταραχές στην Εκκλησία και την βασάνισαν πολύ. Υπήρχαν πολλοί ομολογητές και μάρτυρες που έχυσαν το αίμα τους υπερασπιζόμενοι την αληθινή πίστη στον αγώνα κατά των ψευδοδιδασκάλων και των αιρετικών.
Υπήρχαν επίσης και πολλοί και μεγάλοι ιεράρχες οι οποίοι και αυτοί υπέφεραν πολλούς διωγμούς και πολλές φορές εξορίστηκαν. Ο Άγιος Φλαβιανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, για παράδειγμα, σε μία σύνοδο υπό την προεδρία του Διοσκόρου, η οποία καλείται «Ληστρική», χτυπήθηκε τόσο άγρια που μετά από τρεις ημέρες πέθανε.
Η τελευταία στη σειρά των αιρέσεων, η αίρεση της εικονομαχίας, ήταν αυτή που επέφερε τα περισσότερα βάσανα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Η αίρεση αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο το 717. Ανέβηκε στο θρόνο με τη βοήθεια του στρατού όπου υπήρχαν πολλοί αντίπαλοι της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων. Επειδή ήθελε να ευαρεστήσει το στρατό άρχισε σκληρό διωγμό κατά των εικονοφίλων.
Ο διωγμός αυτός συνεχίστηκε και στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, ο οποίος διαδέχτηκε στο θρόνο τον Λέοντα. Η κόπρος σημαίνει τα κόπρανα. Ονομάστηκε Κοπρώνυμος διότι κατά την βάπτισή του μόλυνε την κολυμβήθρα. Οι δύο αυτοί αυτοκράτορες για πολλά χρόνια είχαν την εξουσία στα χέρια τους και προκάλεσαν πολλά δεινά στην Εκκλησία. Μετά από αυτούς υπήρχαν και άλλοι αυτοκράτορες εικονομάχοι, οι οποίοι συνέχισαν το έργο των προκατόχων τους και βασάνισαν την Εκκλησία επί ολόκληρα χρόνια.
Δεν μπορούμε να περιγράψουμε τα βάσανα που υπέφερε η Εκκλησία στα χρόνια της εικονομαχίας και ιδιαίτερα οι μοναχοί οι οποίοι βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα των ιερών εικόνων. Οι αυτοκράτορες εικονομάχοι έκλεισαν πολλά μοναστήρια, πολλές εκκλησίες όπου υπήρχαν εικόνες τις έκαναν αποθήκες. Τους μοναχούς τους βασάνιζαν άγρια: τους έβγαζαν μάτια, τους έκοβαν μύτες, έσπαζαν εικόνες πάνω στο κεφάλι τους. Τους αγιογράφους με τα πυρακτωμένα σίδερα τους έκαιγαν τα δάκτυλα.
Μόνο, τότε, όταν στο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε η αυτοκράτειρα Ειρήνη, σταμάτησε ο διωγμός αλλά όχι οριστικά. Το 787 η Ειρήνη συγκάλεσε την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία διατύπωσε την ορθόδοξη διδασκαλία περί της τιμητικής προσκύνησης των ιερών εικόνων. Αλλά και μετά τη σύνοδο υπήρχαν αυτοκράτορες εικονομάχοι, όπως, για παράδειγμα, ο Μιχαήλ και άλλοι. Η αίρεση αυτή συντρίφτηκε οριστικά μόνο επί της θεοσεβέστατης Αυγούστας Θεοδώρας, όταν το 842 συγκλήθηκε η τοπική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη η οποία επικύρωσε την ορθόδοξη διδασκαλία. Η σύνοδος αυτή αναθεμάτισε όλους αυτούς που τολμούν να λένε ότι η προσκύνηση των ιερών εικόνων είναι ειδωλολατρία και οι ορθόδοξοι χριστιανοί είναι ειδωλολάτρες.
Και εδώ οι αιρετικοί μας λένε ακριβώς αυτό το πράγμα. Τολμούν να αποκαλούν τις εικόνες μας είδωλα και εμάς ειδωλολάτρες. Και μέχρι που φτάνει το θράσος τους; Θα σας πω ένα περιστατικό που έγινε πρόσφατα σε μία πόλη της Σιβηρίας. Την ώρα της λειτουργίας δύο βαπτιστές μπήκαν μέσα στην εκκλησία και άρχισαν εκεί να φωνάζουν ότι οι ορθόδοξοι είναι ειδωλολάτρες και οι εικόνες τους είδωλα. Τι ανοησία!
Πως τολμούν αυτοί να ανοίγουν το ακάθαρτο στόμα τους και να λένε αυτά τα λόγια που στάζουν δηλητήριο, αποκαλώντας μας ειδωλολάτρες και τις εικόνες μας είδωλα; Αυτό δείχνει πως δεν έχουν κατανοήσει σωστά την δεύτερη εντολή του Μωσαϊκού νόμου: «ου ποιήσεις σ' εαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γή κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γής. Ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς» (Εξ. 20,4).
Τι σημαίνει αυτή η εντολή; Νομίζω ότι το νόημά της είναι ξεκάθαρο. Η εντολή αυτή απαγορεύει αντί να προσκυνάμε τον Ένα, Μοναδικό και Αληθινό Θεό να κατασκευάζουμε είδωλα και να τα προσκυνάμε. Όπως το έκαναν οι αρχαίοι λαοί: οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και άλλοι...
Αυτή είναι η ειδωλολατρία. Η δική μας όμως η προσκύνηση των ιερών εικόνων μοιάζει σε τίποτα με την ειδωλολατρία; Ασφαλώς όχι. Τα είδωλα απεικόνιζαν κάτι που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, που είναι καρπός φαντασίας. Οι δικές μας εικόνες εικονίζουν την πραγματικότητα. Πραγματικά, δεν ζούσε μεταξύ μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τον Οποίον δοξάζουμε και τις εικόνες του Οποίου προσκυνάμε; Δεν ζούσε μεταξύ μας η Παναγία, την οποία ζωγράφισε ο Άγιος απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς; Την εικόνα του αυτή την ευλόγισε η ίδια η Θεοτόκος, λέγοντας ότι η χάρη της θα είναι πάντα μ' αυτή την εικόνα. Ξέρετε πόσα θαύματα γίνονται από τις εικόνες της Παναγίας.
Και οι άλλες εικόνες, δεν εικονίζονται σ' αυτές πραγματικά πρόσωπα των αγίων του Θεού που ζούσαν εδώ πάνω στη γή; Οι εικόνες τους αυτές είναι τα πορτραίτα τους και με κανένα τρόπο δεν είναι είδωλα. Μόνο ασεβές και ακάθαρτο στόμα τολμά να λέει ότι οι εικόνες μας είναι είδωλα και εμείς είμαστε ειδωλολάτρες. Να σιωπήσουν οι ασεβείς διότι η Οικουμενική Σύνοδος απήγγειλε το ανάθεμα εναντίον τους.
Να το ξέρετε, να το θυμάστε και να μην συναναστρέφεστε με τους αιρετικούς. Να μην απομακρύνεστε από την Εκκλησία, μη σχίζετε το χιτώνα του Χριστού. Να θυμάστε ότι ο Χριστός στην αρχιερατική του προσευχή παρακαλούσε τον Πατέρα Του, λέγοντας: «ίνα πάντες έν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύσει ότι συ με απέστειλας» (Ιω. 17, 21). Ο Κύριος θέλει ενότητα της Εκκλησίας. Οι σχισματικοί, οι οποίοι βρίσκουν σφάλματα στη διδασκαλία της Εκκλησίας, απομακρύνονται απ' αυτήν και πιστεύουν ότι θα βρούν τη σωτηρία στις αιρετικές τους οργανώσεις.
Ξέρετε όμως τι έλεγαν οι μεγάλοι άγιοι για τους ανθρώπους που σχίζουν το χίτώνα του Χριστού; Ο Άγιος Κυπριανός, επίσκοπος Καρθαγένης, είπε ότι οι άνθρωποι οι οποίοι απομακρύνονται από την Εκκλησία και δεν έχουν κοινωνία μαζί της και μάρτυρες να είναι, ακόμα και με το αίμα τους, δεν καθαρίζουν την αμαρτία τους διότι η βαριά αυτή αμαρτία της διαίρεσης της Εκκλησίας δεν καθαρίζεται ούτε με το αίμα. Και ο άγιος ιερομάρτυρας Ιγνάτιος ο Θεοφόρος είπε ότι αυτός που προκαλεί σχίσμα στην Εκκλησία δε θα κληρονομήσει την βασιλεία του Θεού.
Όλοι οι αιρετικοί, όμως, είναι κήρυκες του σχίσματος. Ενώ ο απόστολος λέει: «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ήν υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ' αυτών» (Ρωμ. 16, 17). Και στην άλλη επιστολή του λέει το εξής: «εί τις υμάς ευαγγελίζεται παρ' ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ. 1, 9). Και όλοι οι αιρετικοί ευαγγελίζουν όχι αυτό που ευαγγελίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία μας γέννησε πνευματικά.
Θυμηθείτε και τον λόγο του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος είπε στους αποστόλους και μέσω αυτών σε μας τους διαδόχους τους: «Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί· ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λκ. 10, 16).Τρομερά είναι αυτά τα λόγια του Κυρίου. Να τα θυμάστε πάντοτε. Να μην ξεχνάτε και αυτήν την ημέρα, την ημέρα του θριάμβου της ορθοδόξου πίστεως. Η πίστη αυτή διατυπώθηκε οριστικά στην Ζ' Οικουμενική Σύνοδο η οποία στερέωσε την Ορθοδοξία και καταπάτησε όλες τις αιρέσεις και τα σχίσματα.
Πάνω από χίλια χρόνια πέρασαν από τότε που έγινε η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος και δεν έχουν ξαναγίνει Οικουμενικές Σύνοδοι. Γιατί; Οι λόγοι είναι πολιτικοί. Δεν υπήρχε δυνατότητα να συγκληθούν. Αλλά να μην λυπόμαστε που δεν έγιναν άλλες και δεν γίνονται σήμερα οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Αυτές οι επτά που έχουμε, τακτοποίησαν όλα τα ζητήματα και έλυσαν όλα τα προβλήματα που είχε η Εκκλησία με τις αιρέσεις και στερέωσαν την ορθόδοξη πίστη.
Θα πείτε πως σήμερα έχουμε πολλές καινούριες αιρέσεις και σχίσματα. Ναι, έχετε δίκαιο. Αλλά πρέπει να ξέρουμε πως οι καινούριες αυτές αιρέσεις δεν λένε τίποτε καινούριο αλλά επαναλαμβάνουν αυτά που ήδη έχουν πει οι παλαιοί αιρετικοί. Και όλες αυτές οι αιρέσεις αναθεματίστηκαν από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο. Γι' αυτό μας αρκούν οι αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων και ιδιαίτερα της Εβδόμης. Γι' αυτό και χαιρόμαστε και πανηγυρίζουμε σήμερα το θρίαμβο της Ορθοδοξίας τη οποία εξέφρασε και στερέωσε η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος.
Ακριβώς γι' αυτό το λόγο ορίστηκε αυτή την ημέρα να ψάλλεται δοξολογία ως ευχαριστία στο Θεό για την στερέωση της Ορθοδοξίας. Και αυτή την δοξολογία θα ψάλλουμε τώρα.


http://www.impantokratoros.gr/

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Κυριακή της Τυροφάγου


Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
Λόγος περί της εξορίας του Αδάμ.
…….. Διότι εάν δεν παρέβαινε την εντολή του Δεσπότου, δεν θα έχανε αυτήν την Βασιλεία, δεν θα στερούσε τον εαυτόν του από την δόξα του Θεού. Επειδή όμως το έκανε αυτό, δικαίως εκδιώχθηκε, εξορίστηκε, έζησε και πέθανε.

Και θα σας πω ένα πράγμα που νομίζω κανένας δεν το αποκάλυψε με σαφήνεια, αλλά ειπώθηκε συνεσκιασμένα. Ποιό; Άκουσε τη Θεία Γραφή που λέει: «Και είπεν ο Θεός τω Αδάμ-μετα την παράβαση- Αδάμ που ει;». Γιατί το είπε αυτό, ο Δημιουργός του παντός; Οπωσδήποτε θέλοντας να τον φέρει σε συναίσθηση και καλώντας τον σε μετάνοια, λέει «Αδάμ που είσαι;». Εξέτασε τον εαυτόν σου, διαπίστωσε τη γύμνωση σου! Κοίταξε ποιο ένδυμα, ποια δόξα στερήθηκες. «Αδάμ που είσαι;». Σαν να τον παρακαλεί και να του λέει: « Σύνελθε, ταπεινέ, άφησε τον τόπο που είσαι κρυμμένος. Από εμένα νομίζεις ότι κρύβεσαι; Πές, «Ήμαρτον!». Αλλά δεν το λέει ή μάλλον εγώ ο άθλιος δεν το λέω, διότι δικό μου είναι το πάθος! Αλλά τι λέει; « Της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και έγνων (κατάλαβα) ότι γυμνός ειμί και εκρύβην». Τι του απάντησε ο Θεός; «Και τις ανήγγειλε σοι ότι γυμνός ει, ει μη εκ του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι ( σου έδωσα εντολή) τούτου μόνου μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Βλέπεις, αγαπητέ, μακροθυμία Θεού; Διότι όταν είπε: «Αδάμ, που ει;» και εκείνος δεν ομολόγησε αμέσως την αμαρτία, αλλά είπε «της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην», ο Θεός δεν οργίστηκε, δεν τον αποστράφηκε αμέσως και οριστικά, αλλά του δίνει την ευκαιρία να απαντήσει και δεύτερη φορά, και λέει : «τις ανήγγειλε σοι ότι γυμνός ει, ει μη εκ του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων της σοφίας του Θεού: « Γιατί λές, ότι είσαι γυμνός,κρύβεις όμως την αμαρτία σου; Μήπως νομίζεις ότι μόνο το σώμα σου βλέπω και δεν βλέπω την καρδιά και τους λογισμούς σου;». Διότι ο Αδάμ επειδή απατήθηκε, ήλπιζε ότι ο Θεός δεν γνώριζε την αμαρτία του και έλεγε μέσα του κάπως έτσι: «εάν πω ότι είμαι γυμνός, τότε επειδή ο Θεός δεν γνωρίζει, θα μου πει: και γιατί είσαι γυμνός; Τότε εγώ θα του απαντήσω αρνητικά και θα του πω: Δεν γνωρίζω, και έτσι θα του διαφύγω και θα απολαύσω πάλι την πρώτη μου στολή. Ειδεμή, τουλάχιστον δεν θα με εκδιώξει, δεν θα με εξορίσει!». Ενώ αυτά συλλογιζόταν- όπως και σήμερα κάνουν πολλοί και πρώτος εγώ ο ίδιος, και κρύβουν τα αμαρτήματά τους- ο Θεός, επειδή δεν ήθελε να πολλαπλασιάσει το κρίμα του, λέει: «Και από που έμαθες ότι είσαι γυμνός; Εκτός αν έφαγες από τον καρπό, που σου έδωσα εντολή να μήν φάς». Σαν να λέει. « Πράγματι, νομίζεις, ότι κρύβεσαι από μένα; Δεν ξέρω εγώ τι έκανες; Δεν λες «Ήμαρτον»; Πές φτωχέ: Ναι, αλήθεια, Κύριε, παρέβηκα την εντολή σου, έφταιξα ακούοντας τη συμβουλή της γυναίκας, έσφαλα πολύ ακολουθώντας το λόγο της και παρακούοντας τον δικό σου, ελέησον με! Αλλά δεν το λέει αυτό, δεν ταπεινώνεται· νεύρο από σίδερο ο αυχένας της καρδιάς του- όπως ακριβώς είναι ο δικός μου, του αθλίου. Διότι εάν το έλεγε αυτό, θα έμενε στον Παράδεισο και όλον εκείνο τον κύκλο των μυρίων κακών που υπέστη, όταν εξωρίστηκε και έμεινε κάτω στον Άδη τόσους αιώνες, θα τον είχε αποφύγει τότε με ένα μόνο λόγο.

Αυτό είναι λοιπόν εκείνο για το οποίο έχω υποσχεθεί να μιλήσω· και άκουσε τη συνέχεια για να μάθεις ότι τα λόγια μου είναι αληθινά. Είπε ο Θεός στον Αδάμ: « Την ώρα που θα φάτε από το δένδρο,από το οποίο σας έδωσα εντολή από αυτό μόνο να μη φάτε, θά πεθάνετε», δηλαδή τον ψυχικό θάνατο, πράγμα που έγινε αμέσως, γι’ αυτό και γυμνώθηκε από την αθάνατη στολή του· τίποτε περισσότερο δεν είπε ο Θεός και τίποτε περισσότερο δεν έγινε. Διότι προγνωρίζοντας ο Θεός ότι ο Αδάμ πρόκειται να αμαρτήσει και θέλοντας να τον συγχωρήσει, όταν αυτός μετανοήσει, με τίποτε περισσότερο, όπως είπαμε δεν τον απείλησε· επειδή όμως αρνήθηκε την αμαρτία του και δεν μετανόησε ούτε όταν τον έλεγξε ο Θεός· ( διότι είπε: «η γυναίκα, τήν οποία μου έδωσες, αυτή με απάτησε». « Την οποίαν μου έδωσες»· ω ψυχή απρόσεκτη, σαν δηλαδή να λέγει στον Θεό. «Συ έφταιξες· η γυναίκα, την οποία συ μου έδωσες, αυτή με εξαπάτησε»-όπως παθαίνω τώρα εγώ, ο φτωχός και ταλαίπωρος, και δεν θέλω κάποτε να ταπεινωθώ και να πω από το βάθος της ψυχής μου ότι εγώ είμαι ο αίτιος της απωλείας μου, αλλά λέω «ο τάδε με παρώτρυνε να κάνω αυτά και εκείνα, ο τάδε με συμβούλεψε να πράξω το και το»· ω άθλια ψυχή, γεμάτα αμαρτία τα λόγια σου· ω ψυχή αναιδής και ακάθαρτη, πόσο πιο αναιδή και ακάθαρτα είναι τα λόγια σου! Αυτά είπε ο Αδάμ), γι’ αυτό και ο Θεός του λέει: « Με κόπο και ιδρώτα θα τρώς το ψωμί σου, και αγκάθια και τριβώλια θα γεννά η γή» και τελευταία ότι «χώμα είσαι και στο χώμα θα επιστρέψεις». Ήθελα να μετανοήσεις και να επανέλθεις στην προηγούμενη σου διαγωγή. Επειδή όμως είσαι σκληρός, φύγε λοιπόν από κοντά μου, και η απομάκρυνσή σου θα σου είναι αρκετή παιδαγωγία, επειδή είσαι χώμα και στο χώμα θα επιστρέψεις.

Αφήνοντας λοιπόν αυτόν έρχεται στην Εύα, θέλοντας να δείξει ότι δίκαια και αυτή θα εξοριστεί, αφού δεν θέλει να μετανοήσει, και της λέει: « Γιατί το έκανες αυτό;» για να πεί τουλάχιστον αυτή το «ήμαρτον». Διότι ποια άλλη ανάγκη έκαμε τον Θεό να της απευθύνει αυτά τα λόγια, παρά μόνον για να πεί: « Από την αφροσύνη μου, Δέσποτα, το έπραξα αυτό, η ταπεινή και άθλια και παρήκουσα εσένα τον Κύριό μου. Ελέησον με!». Αλλά δεν το είπε. Και τι είπε; «Ο όφις με εξαπάτησε». Ω τι αναισθησία! Και συνομίλησες με τον όφιν, ο οποίος σου μιλούσε κατά του Δεσπότου, και προτίμησες αυτόν αντί τον Θεό που σε έπλασε και θεώρησες προτιμότερη και πιο αληθινή τη συμβουλή του από την εντολή του Δεσπότου; Και επειδή ούτε αυτή μπόρεσε να πεί το «ήμαρτον», εκβάλλονται από την τρυφήν, εξορίζονται από τον Παράδεισο και από τον Θεό. Αλλά πρόσεχε, παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου του φιλανθρώπου Θεού και διδάξου από αυτά ότι αν μετανοούσαν, δεν θα είχαν εκδιωχθεί, δεν θα είχαν κατακριθεί, δεν θα είχαν καταδικαστεί να επιστρέψουν στη γη, από την οποίαν προήλθαν…

Τι ωφέλησε, πες μου αδελφέ, τους πρωτόπλαστους η χωρίς κόπους και μέριμνες ζωή μέσα στον Παράδεισο, αφού ραθύμησαν και από απιστία πρός τον Θεό καταφρόνησαν και παρέβησαν την εντολή του;…Από την εξορία πάλι καθόλου δεν βλάφτηκαν, αλλά πάρα πολύ ωφελήθηκαν, και αυτό συνετέλεσε στην σωτηρία όλων μας. Διότι αφού κατέβηκε από τους ουρανούς ο Κύριός μας, κατατρόπωσε τον εχθρό μας, τον θάνατο, παραδίνοντας ο ίδιος τον εαυτό του και έτσι ματαίωσε ολοκληρωτικά την καταδίκη που προήλθε από την παράβαση του προπάτορα. Και αναγεννώντας και αναπλάθοντας και απαλλάσσοντας μας τελείως από αυτήν με το άγιο Βάπτισμα, μας καθιστά εντελώς ελεύθερους στον κόσμον αυτό και μη ενεργουμένους τυραννικά από τον εχθρό, αλλά τιμώντας μας με το αυτεξούσιο με το οποίο μας είχε προικίσει εξ αρχής, μας δίνει περισσότερη δύναμη εναντίον του, ώστε όποιοι θέλουν να τον νικούν με μεγαλύτερη ευκολία από όλους τους πρό της παρουσίας του Χριστού αγίους. Και μετά τον θάνατό τους να μη οδηγούνται και αυτοί όπως εκείνοι στον Άδη, αλλά στον ουρανό και στην τρυφή και την απόλαυση που επικρατεί εκεί, και να αξιώνονται να απολαμβάνουν τώρα μεν σε μέτριο βαθμό, μετά δε την εκ νεκρών ανάστασή πλήρως όλη την αιώνια χαρά.
( Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατήχηση Ε΄).

http://vatopaidi.wordpress.com/


Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Βίος Οσίου Μελετίου του εν Ρόδω



Στις 12 Φεβρουαρίου τιμάται η μνήμη του Οσίου Μελέτιου του εν Υψενή, κτήτωρος της Ιεράς Μονής



Ο Όσιος Μελέτιος γεννήθηκε στο χωριό της Λάρδου στη Ρόδο κατά τα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας. Κατά το Άγιο Βάπτισμα, έλαβε το όνομα Εμμανουήλ και στη ζωή του πορεύθηκε με λίγα γράμματα, αλλά γεμάτος χάρες, αρετές, αγνότητα, καθαρότητα και πολλή αγάπη για το Θεό. Ο Όσιος Μελέτιος ήταν άνθρωπος προσευχής.
Ανακάλυπτε τις ερημικές περιοχές γύρω από τηΛάρδο,βοσκώντας τα πρόβατα του πατέρα του καιγαληνεύοντας τη ψυχή του με την προσευχή και το ζήλο της μοναχικής ζωής. Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις του, ένα όραμα του υπέδειξε την εικόνα της Παναγίας Υψενής στη ρίζα ενός δέντρου.
Έπειτα από αυτό το όραμα και καθοδηγούμενος από τη χάρη της Παναγίας, αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και να αφιερωθεί στο Θεό. Έτσι, έκτισε στο μέρος, όπου βρήκε την εικόνα τον Ιερό Ναό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Χειροτονήθηκε από τον τότε ΜητροπολίτηΙερομόναχος και Ηγούμενος της Μονής.
Έζησε αυστηρή ασκητική ζωή... Τα βράδια αποσυρόταν σε κάποιο σπήλαιο κοντά στη Μονή και προσευχόταν και την ημέρα εξομολογούσε τους Χριστιανούς, δίνοντας τους δύναμη να μην αλλαξοπιστήσουν στους δύσκολους εκείνους καιρούς. Έλαβε επίσης από το Θεό το χάρισμα των ιάσεωνκαι θεράπευε ασθενείς και πνευματικά βασανισμένες ψυχές.
Για την εθνικοθρησκευτική του δραστηριότητα, μισήθηκε και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους. Τελικώς, ο Όσιος απέδειξε την αθωότητα του ενώπιον του Μητροπολίτη και εξέπνευσε. Τιμήθηκε ως Άγιος από τους Χριστιανούς και τα λείψανα του, τα οποία ευωδιάζουν συνεχώς , έχουν μοιραστεί σε διάφορους τόπους. Τμήμα των Ιερών Λειψάνων, φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Υψενής ως ανεκτίμητος θησαυρός και πηγήιάσεων και ευλογίας για όσους ευλαβικά τα προσκυνούν.
Η μνήμη του Οσίου τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν - Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία πρὸς τὸ Πάσχα

ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», ἐκδόσεις «Ἀκρίτας»


Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, ἡ Ἑορτὴ Ἑορτῶν». Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν «πλήρωση τοῦ Πάσχα, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἀποκάλυψη». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε μὲ τὴν προσπάθεια νὰ καταλάβουμε αὐτὴ τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, γιατὶ αὐτὴ ἀποκαλύπτει κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή μας.

Ἄραγε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία γιορτή, πολὺ πέρα ἀπὸ μία ἐτήσια ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πέρασε; Ὁ καθένας πού, ἔστω καὶ μία μόνο φορά, ἔζησε αὐτὴ τὴ νύχτα «τὴ σωτήριο, τὴ φωταυγὴ καὶ λαμπροφόρο», ποὺ γεύτηκε ἐκείνη τὴ μοναδικὴ χαρά, τὸ ξέρει αὐτό.

Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ χαρὰ; Γιατί ψέλνουμε στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία: νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια»; Μὲ ποιά ἔννοια ἐορτάζομεν» - καθὼς ἰσχυριζόμαστε ὅτι τὸ κάνουμε - θανάτου τὴν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν...;

Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ἡ ἀπάντηση εἶναι: ἡ νέα ζωὴ ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου», προσφέρθηκε σὲ μᾶς, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό. Μᾶς δόθηκε τὴ μέρα ποὺ βαφτιστήκαμε, τὴ μέρα δηλαδὴ ποὺ ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: ... συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν (Ρωμ. 6,4).

Ἔτσι τὸ Πάσχα πανηγυρίζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν γεγονὸς ποὺ ἔγινε καὶ ἀκόμη γίνεται σὲ μᾶς. Γιατὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔλαβε τὸ δῶρο αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ ζήσει διὰ μέσου της. Εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ ριζικὰ ἀλλάζει τὴ διάθεσή μας ἀπέναντι σὲ κάθε κατάσταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀκόμη καὶ ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ ἐπιβεβαιώνουμε θριαμβευτικὰ τό: νικήθηκε ὁ θάνατος». Φυσικὰ ὑπάρχει ἀκόμα ὁ θάνατος, εἶναι σίγουρος, τὸν ἀντιμετωπίζουμε, καὶ κάποια μέρα θὰ ἔρθει καὶ γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ ὅλη ἡ πίστη μας εἶναι ὅτι μὲ τὸ δικό Του θάνατο ὁ Χριστὸς ἄλλαξε τὴ φύση ἀκριβῶς τοῦ θανάτου. Τὸν ἔκανε πέρασμα - διάβαση», Πάσχα» - στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνοντας τὴ δραματικότερη τραγωδία σὲ αἰώνιο θρίαμβο, σὲ νίκη. Μὲ τὸ θανάτῳ θάνατον πατήσας», μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀκριβῶς γι αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ ὄρθρου τῆς Ἀνάστασης - στὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου - λέμε θριαμβευτικά: Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι».

Τέτοια εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ φανερώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἀναρίθμητων ἁγίων της. Ἀλλὰ μήπως δὲ ζοῦμε καθημερινὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ πίστη σπάνια γίνεται καὶ δική μας ἐμπειρία; Μήπως δὲ χάνουμε πολὺ συχνὰ καὶ δὲν προδίνουμε αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ ποὺ λάβαμε σὰν δῶρο, καὶ στὴν πραγματικότητα ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ σὰν νὰ μὴν ἔχει νόημα γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς; Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας μας, τῆς ἀνικανότητάς μας νὰ ζοῦμε σταθερὰ μὲ πίστη ἐλπίδα καὶ ἀγάπη», στὸ ἐπίπεδο ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἀνέβασε ὁ Χριστὸς ὅταν εἶπε: Ζητεῖτε πρώτον τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ. Ἁπλούστατα ἐμεῖς ξεχνᾶμε ὅλα αὐτὰ γιατὶ εἴμαστε τόσο ἀπασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στὶς καθημερινὲς ἔγνοιες μας καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ξεχνᾶμε, ἀποτυχαίνουμε. Μέσα σ αὐτὴ τὴ λησμοσύνη, τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν ἁμαρτία ἡ ζωή μας γίνεται ξανὰ παλαιὰ», εὐτελής, σκοτεινὴ καὶ τελικὰ χωρὶς σημασία, γίνεται ἕνα χωρὶς νόημα ταξίδι γιὰ ἕνα χωρὶς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε νὰ ξεχνᾶμε ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο καὶ τελικά, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά, μέσα στὶς «ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς» μᾶς ἔρχεται τρομακτικός, ἀναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεῖ κατὰ καιροὺς νὰ παραδεχόμαστε τὶς ποικίλες ἁμαρτίες μας καὶ νὰ τὶς ἐξομολογούμαστε, ὅμως ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὴ ζωή μας σ᾿ ἐκείνη τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς ἔδωσε. Πραγματικὰ ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἦρθε ποτὲ Ἐκεῖνος. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη πραγματικὴ ἁμαρτία, ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἀπύθμενη θλίψη καὶ τραγωδία ὅλων τῶν κατ᾿ ὄνομα χριστιανῶν.

Ἂν τὸ ἀναγνωρίζουμε αὐτό, τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τί εἶναι τὸ Πάσχα καὶ γιατὶ χρειάζεται καὶ προϋποθέτει τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατὶ τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλος ὁ κύκλος τῶν ἀκολουθιῶν της ὑπάρχουν, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ξαναβροῦμε τὸ ὅραμα καὶ τὴν γεύση αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς, ποὺ τόσο εὔκολα χάνουμε καὶ προδίνουμε, καὶ ὕστερα νὰ μπορέσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν Ἐκκλησία. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ ἐπιθυμοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ ξέρουμε; Πῶς μποροῦμε ἂν βάλουμε πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο στὴ ζωή μας κάτι ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουμε δεῖ καὶ δὲν ἔχουμε χαρεῖ; Μὲ ἄλλα λόγια: πῶς μποροῦμε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητήσουμε μιὰ Βασιλεία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε ἰδέα; Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ τώρα ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς Βασιλείας. Μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργική της ζωὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἐκεῖνα ποὺ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Κορ. 2,9). Καὶ στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, σὰν καρδιά της καὶ μεσουράνημά της - σὰν ἥλιος ποὺ οἱ ἀκτίνες του διαπερνοῦν καθετὶ - εἶναι τὸ Πάσχα. Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ πόρτα, ἀνοιχτὴ κάθε χρόνο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς ποὺ μᾶς περιμένει, εἶναι ἡ δόξα τῆς νίκης ἡ ὁποία ἀπὸ τώρα, ἂν καὶ ἀόρατη, πλημμυρίζει ὅλη τὴν κτίση: νικήθηκε ὁ θάνατος».

Ὁλόκληρη ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπὸ τὸ Πάσχα, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λειτουργικὸς χρόνος, δηλαδὴ ἡ διαδοχὴ τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν ἑορτῶν, γίνεται ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα στὸ Πάσχα, ποὺ εἶναι τὸ Τέλος καὶ ποὺ ταυτόχρονα εἶναι ἡ Ἀρχή. Εἶναι τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ παλαιὰ» καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς «νέας ζωῆς», μιὰ συνεχὴς «διάβαση ἀπὸ τὸν «κόσμο τοῦτο» στὴν Βασιλεία ποὺ ἔχει ἀποκαλυφτεῖ ἐν Χριστῷ.

Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ παλαιὰ» ζωή, ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μικρότητας, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπεραστεῖ καὶ ν᾿ ἀλλάξει. Τὸ Εὐαγγέλιο περιμένει καὶ ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει μιὰ προσπάθεια ἡ ὁποία, στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται τώρα ὁ ἄνθρωπος, εἶναι οὐσιαστικὰ ἀπραγματοποίητη. Ἀντιμετωπίζουμε μία πρόκληση. Τὸ ὅραμα, ὁ στόχος, ὁ τρόπος τῆς νέας ζωῆς εἶναι γιὰ μᾶς μία πρόκληση ποὺ βρίσκεται τόσο πολὺ πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητές μας!

Γι᾿ αὐτό, ἀκόμα καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ἄκουσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου Τὸν ρώτησαν ἀπελπισμένα: τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι; (Ματθ. 19,26). Στ ἀλήθεια δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ν ἀπαρνηθεῖς ἕνα ἀσήμαντο ἰδανικὸ ζωῆς καμωμένο μὲ τὶς καθημερινὲς φροντίδες, μὲ τὴν ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀπόλαυση καὶ νὰ δεχτεῖς ἕνα ἄλλο ἰδανικὸ ζωῆς τὸ ὁποῖο βέβαια δὲν στερεῖται καθόλου τελειότητας στὸ σκοπὸ του: Γίνεσθε τέλειοι ὡς ὁ Πατὴρ ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν. Αὐτὸ ὁ κόσμος μὲ ὅλα του τὰ μέσα» μᾶς λέει: νὰ εἶσαι χαρούμενος, μὴν ἀνησυχεῖς, ἀκολούθα τὸν «εὐρὺ» δρόμο. Ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο λέει: διάλεξε τὸ στενὸ δρόμο, ἀγωνίσου καὶ ὑπόφερε, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ εὐτυχία. Καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν βοηθάει πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐκλογὴ; Πῶς μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν ὑπέροχη ὑπόσχεση ποὺ μᾶς δίνεται κάθε χρόνο τὸ Πάσχα; Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζεται ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Αὐτὴ εἶναι ἡ χείρα βοηθείας» ποὺ ἁπλώνει σὲ μᾶς ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι τὸ σχολεῖο τῆς μετάνοιας ποὺ θὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ δεχτοῦμε τὸ Πάσχα ὄχι σὰν μιὰ ἁπλὴ εὐκαιρία νὰ φᾶμε, νὰ πιοῦμε, ν᾿ ἀναπαυτοῦμε, ἀλλά, βασικά, σὰν τὸ τέλος τῶν «παλαιῶν» ποὺ εἶναι μέσα μας καὶ σὰν εἴσοδό μας στὸ νέο.

Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νὰ προετοιμαστοῦν οἱ Κατηχούμενοι, δηλαδὴ οἱ νέοι ὑποψήφιοι χριστιανοί, γιὰ τὸ βάπτισμα πού, ἐκεῖνο τὸν καιρό, γίνονταν στὴ διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν βαφτίζει πιὰ τοὺς χριστιανοὺς σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ὁ θεσμὸς τῆς κατήχησης δὲν ὑπάρχει πιά, τὸ βασικὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τὸ ἴδιο. Γιατί, ἂν καὶ εἴμαστε βαφτισμένοι, ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς χάνουμε καὶ προδίνουμε εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λάβαμε στὸ Βάπτισμα. Ἔτσι τὸ Πάσχα γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ἐπιστροφή, ποὺ κάθε χρόνο κάνουμε, στὸ βάπτισμά μας καὶ ἑπομένως ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ προετοιμασία μας γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ - ἡ ἀργὴ ἀλλὰ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ πραγματοποιήσουμε τελικὰ τὴ δική μας διάβαση», τὸ Πάσχα» μας στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Τὸ ὅτι, καθὼς θὰ δοῦμε, οἱ ἀκολουθίες στὴ σαρακοστιανὴ λατρεία διατηροῦν ἀκόμα καὶ σήμερα τὸν κατηχητικὸ καὶ βαπτιστικὸ χαρακτήρα, δὲν εἶναι γιατὶ διατηροῦνται «ἀρχαιολογικὰ» ἀπομεινάρια, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ ζωντανὸ καὶ οὐσιαστικὸ γιὰ μᾶς. Γι αὐτὸ κάθε χρόνο ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα εἶναι, μιὰ ἀκόμα φορά, ἡ ἀνακάλυψη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ τί γίναμε μὲ τὸν «διὰ βαπτίσματός» μας θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση.

Ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα! Καθὼς τὸ ἀρχίζουμε, καθὼς κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα στὴ χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς βλέπουμε - μακριά, πολὺ μακριὰ - τὸν προορισμό. Εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Λαμπρῆς, εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ δόξα τῆς Βασιλείας. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἡ πρόγευση τοῦ Πάσχα, ποὺ κάνει τὴ λύπη τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς χαρά, φῶς, καὶ τὴ δική μας προσπάθεια μιὰ πνευματικὴ ἄνοιξη». Ἡ νύχτα μπορεῖ νὰ εἶναι σκοτεινὴ καὶ μεγάλη, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ δρόμου μιὰ μυστικὴ καὶ ἀκτινοβόλα αὐγὴ φαίνεται νὰ λάμπει στὸν ὁρίζοντα. Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς ἀπὸ τῆς προσδοκίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε!»

Αναζήτηση