Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Αφιέρωμα στο Μοναχισμό Μέρος Γ΄

Ιστορία του Μοναχισμού
Η ουσία του Μοναστικού Ιδεώδους στις αρχές του 4ου αιώνα
Ο ΑΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ

Η μοναστική κίνηση αναπτύχθηκε στις αρχές του τέταρτου αιώνα, αν και τα ουσιώδη στοιχεία του μοναχισμού βρίσκονται στην προγενέστερη ζωή της Εκκλησίας. Μεμονωμένοι αναχωρητές εγκατέλειπαν τις πόλεις νωρίτερα ακόμα από τον τέταρτο αιώνα. Κατά την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου (αυτοκράτορας από το 249 μέχρι το 250), αυτοί κρύβονταν εξαιτίας του διωγμού και μετέτρεπαν την αναγκαστική φυγή τους σε εθελοντική «δοκιμασία», σ' ένα πνευματικό αγώνα. Περιφέρονταν στην έρημο και Ζούσαν σε σπηλιές και σε γκρεμούς. Ακόμα και μέσα στις ίδιες τις πόλεις πολλοί ζούσαν μια συγκρατημένη και απομονωμένη ζωή τέτοιο ήταν το «γνωστικό» ιδεώδες του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως. Οπωσδήποτε, κοινόβια παρθένων εμφανίστηκαν πολύ νωρίς, όπως μαρτυρείται στο έργο του αγ. Μεθοδίου «Συμπόσιον ή Περί αγνείας» -αν και αυτά ήταν μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις. «Ο μοναχός δεν γνώριζε ακόμα τη μεγάλη έρημο», λέγει ο Άγ. Αθανάσιος, αν αυτός είναι ο συγγραφέας του Βίου του Αντωνίου (Vita Antonii). Πρέπει, οπωσδήποτε, να διακρίνει κανείς την ανάπτυξη του κυρίως μοναχισμού κατά τον τέταρτο αιώνα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκείνης της μεταγενέστερης μοναστικής ζωής η οποία θεμελιώθηκε κατά την πρώτη ζωή της Εκκλησίας.
Η έλξη προς την έρημο —μια αληθινή μετανάστευση αρχίζει την εποχή του Κωνσταντίνου. Η αυτοκρατορία αρχίζει να γίνεται Χριστιανική. Η Εκκλησία αρχίζει να εδραιώνεται σ' όλον τον κόσμο. Αλλά από αυτήν τη Χριστιανική Αυτοκρατορία, από αυτόν τον Εκκλησιαστικοποιημένο κόσμο αρχίζει η φυγή. εν θα πρέπει κανείς να νομίζει ότι αυτοί οι άνθρωποι έφευγαν στην έρημο γιατί το έβρισκαν πιο δύσκολο να ζουν μέσα στον κόσμο η ζωή δεν ήταν καθόλου πιο εύκολη στην έρημο, παρά μόνο για τις υπερβολικές φορολογίες (βλέπε τα παράπονα του Λακταντίου για τους φόρους). Επί πλέον, οι καλύτεροι αποσύρονταν από τον κόσμο όχι τόσο για να αποφύγουν τα καθημερινά βάσανα, αλλά για να αποφύγουν την καθημερινή «καλοπέραση». αρκεί να θυμηθούμε με πόση τραχύτητα μίλησε ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος για τον κίνδυνο αυτής της καλοπέρασης που είναι χειρότερη από το διωγμό.

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΙΚΟΥ ΙΔΕΩΔΟΥΣ
Ο μοναχισμός στην ανεπτυγμένη του μορφή από τον τέταρτο αιώνα και εξής είναι κάτι περισσότερο από αυστηρούς όρκους. Και η πνευματική τελείωση δεν είναι λιγότερο υποχρεωτική σ' αυτόν τον κόσμο για κάθε πιστό από την ισχύν και τη σπουδαιότητα των αποκηρύξεων και υποσχέσεων που αυτός δίνει κατά το βάπτισμα του. Εδώ βρίσκεται μια πολύ ενοχλητική αμφισβήτηση στην ιστορία του Χριστιανισμού, μια αμφισβήτηση που δεν έχει ακόμα αντιμετωπισθεί επαρκώς στη σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση. Είναι ένα πρόβλημα που αναφέρεται στην ίδια την ουσία του Χριστιανισμού, μιας Χριστιανικής θεωρήσεως του Θεού, του κόσμου, και της λυτρώσεως, ένα πρόβλημα που ξέσπασε μπροστά στα μάτια του Μαρτίνου Λουθήρου ο οποίος στην αρχή δεν ήταν πολύ βέβαιος για την απόρριψη του μοναχισμού αλλά γρήγορα πείστηκε αμετάκλητα ότι ο μοναχισμός ήταν αντίθετος προς την Αγ. Γραφή. Εδώ βρίσκεται μια μεγάλη αμφισβήτηση, μια φιλονεικία που διαιρεί ακόμα τη Χριστιανοσύνη και φέρει μαζί της Δυο τελείως διαφορετικές θεωρήσεις της ίδιας της φύσεως της πνευματικής ζωής.
Ο μοναχισμός στην ανεπτυγμένη του μορφή από τον τέταρτο αιώνα είναι κυρίως μια κοινωνική κίνηση, μια πειραματική απάντηση σ' ένα κοινωνικό ζήτημα. Η ασκητική απάρνηση δεν είναι μόνο «αποχή» η άρνηση των καθημερινών πλεονεκτημάτων η υπερβολών δεν είναι μια δοκιμασία που αναλαμβάνεται πάνω και πέρα από την κλήση του χρέους. Είναι μια άρνηση του κόσμου εν γένει και του κάθε τι που υπάρχει σ' αυτόν, και πρώτα από όλα μια άρνηση του κοσμικού συστήματος, των κοινωνικών σχέσεων όχι τόσο πολύ μια άρνηση του Κόσμου όσο μια άρνηση της Αυτοκρατορίας η κάθε πολιτικού συστήματος, μια άρνηση όχι της δημιουργίας του Θεού αλλά της κοσμικής πόλης του ανθρώπου. Αυτό είναι ακριβώς εκείνο που ο Λούθηρος και ο Καλβίνος δεν μπόρεσαν να καταλάβουν όταν εκτιμούσαν την ουσία του μοναχισμού. Είναι αλήθεια ότι ο μεταγενέστερος μοναχισμός, ιδιαίτερα στη Λατινική Δύση, ορίστηκε με όρκους και θεωρήθηκε «μια κατάσταση ζωής». Αλλά ακόμα και μέσα σ' εκείνη τη δομή υπήρχε ασφαλώς :ο ιδεώδες του μοναχισμού ως μιας αρνήσεως της κοσμική πόλεως. Η πιο επιζήμια επίδραση πάνω στο Λατινικό μοναχισμό, όπως τον γνώρισε ο Λούθηρος και ο Καλβίνος, ήταν η εμφάνιση του «συστήματος αξιομισθιών» στη Λατινική Δύση. Ένας μοναχισμός χωρίς το «σύστημα αξιομισθιών» και το «σύστημα των συγχωροχαρτιών» θα είχε παρουσιάσει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Και, ασφαλώς, δεν είχε αρνητικό πρόσωπο όλος ο μοναχισμός στη Λατινική Δύση!
Ο ίδιος ο Ωριγένης παρατήρησε κάποτε ότι οι Χριστιανοί ζουν «αντίθετα προς τους νόμους της κοσμικής πόλεως» («αντιπολιτευόμεθα»). Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για τους μοναχούς. Ο μοναχισμός είναι μια «διαφορετική κατοικία» έξω από την «παρούσα κοσμική πόλη» και ένα είδος νέας και ιδιαίτερης «πόλεως» («πολιτείας»). Η κοσμική πόλη έγινε Χριστιανική αλλά η αντίθεση δεν εξαλείφθηκε. Στον Χριστιανικό κόσμο ο μοναχισμός είναι μια «διαφορετική» πόλη, ένα είδος «αντιπόλεως» γιατί είναι διαφορετική. Ο μοναχισμός είναι πάντα μια αναχώρηση από τον κόσμο, μια έξοδος από τη φυσική κοινωνική δομή, μια απόρριψη και απάρνηση όλων των κοινωνικών δεσμών, οικογενείας και συγγενών, πατρίδας και όλων των πολιτικών σχέσεων. Ένας μοναχός πρέπει να είναι εντελώς «άστεγος» στον κόσμο «άοικος», όπως λέγει ο Άγ. Βασίλειος ο Μέγας.
Εν τούτοις, αυτή η αναχώρηση δεν είναι αναχώρηση προς την αναρχική ελευθερία. Ο αρχαίος μοναχισμός είναι πολύ κοινωνικός. Ακόμα και οι ερημίτες ζουν συνήθως μαζί σε ειδικές αποικίες η εγκαταστάσεις. Αλλά η πλήρως αντιπροσωπευτική ενσάρκωση του μοναστικού ιδεώδους ήταν ακριβώς η κοινότητα, το κοινόβιο. Το κοινόβιο είναι πρώτ’ απ’ όλα ένας κοινωνικός οργανισμός, μια αδελφότητα, ίνα sobornost, όπως θα το έλεγαν οι Ρώσσοι. Οι μοναχοί έφευγαν στην έρημο για να οικοδομήσουν εκεί μια καινούρια κοινωνία και μια καινούρια και αυτόνομη κοινωνία εμφανίστηκε στις απόκεντρες περιοχές της αυτοκρατορίας. Όταν διαβάζει κανείς αρχαίες περιγραφές της μοναστικής ζωής, έχει την εντύπωση ότι διασχίζει ένα σύνορο και μπαίνει σε μια νέα και ιδιαίτερη χώρα.
Όλη η πρωτοτυπία του μοναχισμού και η ιστορική του σπουδαιότητα βρίσκεται σ' αυτήν την κοινωνική «άλλη ύπαρξη». Ο μοναχισμός είναι η Εκκλησία που εμφανίζεται στην κοινωνική της «άλλη βπαρξη» ως μιας «νέας κατοικίας, μιας κατοικίας «όχι αυτού του κόσμου». Ο Χριστιανικός κόσμος πολώνεται και η Χριστιανική ιστορία εκτυλίσσεται με μια αντινομική ένταση ανάμεσα στην Αυτοκρατορία και την Έρημο, ανάμεσα σ' όλες τις μορφές της γήινης κοινωνικής ζωής και εκείνης της καινούριας, άλλο κοσμικής μορφής κοινωνικής και πνευματικής υπάρξεως της εμποτισμένης με την ουσία του Χριστιανικού οράματος της ακατάπαυστης προσευχής, του αγώνα να ακολουθήσει κανείς την εντολή του Χριστού να «είναι τέλειος», άσχετα με το πόσο μακριά μπορεί να είναι αυτός ο στόχος, άσχετα με το πόσο μακριά από το στόχο μπορεί κανείς να βρίσκεται, και ανεξάρτητα από το πόσο συχνά κανείς χάνει εκείνο το στόχο και πέφτει. Αυτός είναι ο στόχος και αυτό είναι το όραμα που παραμένει αμετάβλητο στο μοναστικό ιδεώδες -πράγματι, στην ίδια την ουσία του Χριστιανικού στόχου για όλους τους πιστούς που εξαγγέλλεται από το Χριστό στα Ευαγγέλια, από τις επιστολές της Καινή; Διαθήκης, από τους πρώτους Εκκλησιαστικούς Πατέρες, και από τη Χριστιανική λειτουργία— «πάσαν την βιωτικήν αποθώμεθα μέριμναν» [«ας σταματήσουμε κάθε κοσμική φροντίδα»]. Πράγματι, η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας ευθαρσώς προειδοποιεί: «μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ εστί σωτηρία».
Η μοναστική κίνηση άρχισε στην Αίγυπτο και η μοναστική οδός αμέσως διακλαδώθηκε. Ο Αγ. Αντώνιος ήταν ο πρώτος που βγήκε στη «μεγάλη έρημο» η λέξη hermit προέρχεται από την Ελληνική λέξη «ερημίτης» που σημαίνει αυτόν που βρίσκεται στην «ερημία». Για πολλά χρόνια εργάστηκε σε αυστηρή απομόνωση. Θαυμαστές του ήρθαν κοντά του να διδαχθούν από αυτόν. Αυτός τελικά υποχώρησε στην επιμονή τους — αφού αυτοί έσπασαν ακόμα και την πόρτα του καταφυγίου του. Ο μεγάλος αναχωρητής τους επέτρεψε να εγκατασταθούν κοντά και να χτίσουν ένα «μοναστήρι», δηλαδή, ατομικά κελλιά «όμοια με τις σκηνές των νομαδικών φύλων». Έτσι εμφανίστηκε η πρώτη αποικία αναχωρητών η λέξη προέρχεται από την ελληνική λέξη «αναχωρέω» («αποσύρομαι»).
Ζούσαν χωριστά χωρίς να επικοινωνούν μεταξύ τους και χωρίς να παραβιάζουν άνευ λόγου την απομόνωση τους και την μοναξιά τους. Παρ' όλα αυτά, σχημάτισαν ένα είδος ενωμένης «αδελφότητας» που ενώνονταν με την πνευματική ηγεσία ενός μόνου διδασκάλου και πατέρα. Παρόμοιοι καταυλισμοί άρχισαν να εμφανίζονται και σε άλλα μέρη -γύρω από τον περίφημο ερημίτη Αγ. Αμμώνιο η Αμμούν (πέθανε γύρω στα 350) στην έρημο της Νιτρίας, στην περιοχή εκείνη της Λιβύης που βρίσκεται στα δυτικά των εκβολών του Νείλου. Κατά την αυστηρή ετυμολογική σημασία τους, οι λέξεις «μοναχισμός» και «μοναστήρι» δήλωναν το κελλί ενός ερημίτη η μια ομάδα κελλιών από τις λέξεις «μόνος» η «μοναχός». Όχι μακριά από αυτό ήταν τα καλούμενα «κελλία» και ακόμα πιο βαθιά στην έρημο ήταν η «σκήτη» από την κοπτική λέξη shiit που σημαίνει «μεγάλη πεδιάδα». Εδώ η οργάνωση κοινής ζωής γίνεται πιο καθορισμένη.
Αλλά ο αγώνας παραμένει και αναπτύσσονται διάφορες τάσεις μέσα στη μοναστική ζωή. Αυτοί που ζούσαν σε «κελλιά» ήταν και ερημίτες. Ο ερημίτης ζει μόνος του και εργάζεται μέσα σ' ένα απομονωμένο κελλί. Αποφεύγει τους ανθρώπους, μένει στο κελλί του, και θρηνεί τις αμαρτίες του. «Ο άνθρωπος που έχει γνωρίσει τη γλυκύτητα του κελλιού αποφεύγει τον πλησίον του», λέγει ο αββάς Θεόδωρος. Υπήρχε, όμως, και μια άλλη τάση. «Αν ένας άνθρωπος πει μέσα στην καρδιά του: 'Είμαι μόνος με τον Θεό μέσα σ' αυτόν τον κόσμο', δεν θα βρει ειρήνη»· αυτό είναι ένα «απόφθεγμα» του Αββά Αλωνίου.
του Γεωργίου Φλωρόφσκυ
Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 161-166).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση