Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Καθαρισμὸς τῆς καρδίας


Τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀπασχόλησί μας μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ἀρνηθήκαμε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταλείψαμε τὸν οἰκογενειακὸ βίο, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἁμαρτωλός. Τὸν ἐγκαταλείψαμε, ἐπειδὴ θελήσαμε νὰ ἐκφράσωμε μὲ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό, τηροῦντες ἔτσι μὲ ἀκρίβεια τὴν πρώτη ἐντολή. Κληθέντες ἀπὸ τὸν Θεό, ἀκολουθήσαμε τὴν φωνή Του γιὰ νὰ ἐφαρμόσωμε αὐτὴ τὴν ἐντολή. Καὶ γιὰ νὰ εὕρωμε τὸν κατάλληλο χρόνο, τὸν ἀπερίσπαστο μᾶλλον, ἐβγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ἀρνηθήκαμε τοὺς οἰκογενεῖς μας, ἀσχολούμενοι λεπτομερῶς μὲ τὴν ἐσωστρέφεια, ἐλέγχοντες τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων. Καὶ αὐτὸ τὸν τρόπο, νὰ ἠμπορέσωμε νὰ νικήσωμε ὄχι μόνο τὴν πρακτικὴ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀφανίσωμε ἀπὸ τὴν γέννησί της. Ὄχι μόνο νὰ μὴν ἁμαρτάνωμε πρακτικά, ἀλλὰ οὔτε κατὰ διάνοια νὰ ἔχωμε συνεργασία μὲ τὸ κακό. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο φθάναμε στὸν μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἀνέφερε ὅτι: «Τὰ ἔξωθεν εἰσερχόμενα οὐ κοινοῦσι τὸν ἄνθρωπο», δηλαδὴ δὲν τὸν μολύνουν.

Ἐκεῖνα ποὺ ἐξέρχονται ἀπὸ μέσα τὸν κάνουν ἀκάθαρτο. «Ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι». (Ματθ. 15,18). Αὐτὰ εἶναι τὰ περισσεύματα τῆς ἀκαθάρτου καρδίας τὰ ὁποῖα κινούμενα ἀπὸ μέσα πρὸς τὸ ἔξω, δημιουργοῦν τὸ σῶμα τῆς περιεκτικῆς κακοηθείας. Καὶ τότε καταρακώνεται ἡ ἐλευθερία τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀπὸ εὐγενὴς καὶ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» πλασμένος ποὺ εἶναι, γίνεται πονηρὸς καὶ διεφθαρμένος. Ἐπειδὴ μετέχομε καὶ ἐμεῖς αὐτῆς τῆς ἀρρωστημένης καταστάσεως, ἐξήλθαμε ἀπὸ τὸν κόσμο ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο. Κόσμο ὅταν λέμε δὲν ἐννοοῦμε τοὺς ἀνθρώπους. Κόσμος εἶναι τὸ σύστημα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κατὰ τὸν Παῦλο εἶναι τὰ πάθη καὶ οἱ ἐπιθυμίες. Καὶ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἡ «ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου», ἡ ἀφροσύνη καὶ γενικὰ ἡ ματαιοφροσύνη. Εὑρισκόμενοι τώρα ἐδῶ, προσέχαμε ἀκριβῶς στὸ νὰ γίνωμε «καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», γιατὶ μονὸ ἔτσι θὰ ἴδωμε τὸν Θεό, ὅσο ἐπιτρέπεται βέβαια στὴν ἀνθρώπινη φύσι νὰ ἔχῃ ἐμπειρία τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ θέμα τῆς παλιγγενεσίας δὲν εἶναι ἡ μεταφορὰ τῶν ἀνθρώπων εἰς ἕνα εὐδαιμονισμό. Αὐτὰ τὰ παραδέχονται οἱ ξένες ὁμολογίες: Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου, δὲν μεταφέρεται εἰς ἕνα εὐδαιμονισμό, οὔτε ἐπανέρχεται ἀπὸ μία ἐξορία σὲ μιὰ καλύτερη ζωή. Αὐτὰ δὲν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας μας γεννήματα, ἀλλὰ πεπλανημένες ἰδέες.

Ἡ κένωσι τοῦ Θεοῦ Λόγου, μετέφερε στὴν ἀνθρώπινη φύσι τὴν θέωσι. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μεταφέρεται διὰ τῆς Χάριτος - ἐὰν ἀρχίσει ἀπὸ ἐδῶ νὰ πειθαρχῇ στὸ Θεῖο θέλημα- ὑποστατικὰ στὴν ἕνωσί του μὲ τὸν Θεό. Ὅπως μετέχει τὸ θετὸ παιδὶ στὴν περιουσία, στὸ ὄνομα καὶ στὴν προσωπικότητα τοῦ πατέρα του, ἐνῷ δὲν εἶναι φυσικὸ παιδί, ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Ἂν καὶ δὲν γεννηθήκαμε τρόπον τινά, ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὴν υἱοθεσία ὅμως ἀπεκτήσαμε τὴν ἴδια θέσι, ποὺ ἔχει ἕνα φυσικὸ παιδί. Αὐτὸ γιὰ μᾶς λέγεται θεανθρωπισμός.

Αὐτὸ μᾶς ἔφερε στὴ γῆ ὁ Θεὸς Λόγος. Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος: «Ἐγὼ πάτερ, ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί» καὶ «τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς», καὶ ἄλλου «Θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κακεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν», καὶ πάλι «ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους». Καὶ ὅταν τοῦ ἐζήτησαν νὰ τοὺς μάθη νὰ προσεύχονται, κατ᾿ εὐθεῖαν τοὺς εἶπε: «Πάτερ, ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Γιὰ νὰ ἐπιτευχθῆ ὅμως αὐτὸ καὶ νὰ εἰσέλθωμε στοὺς κόλπους τῆς υἱοθεσίας, πρέπει νὰ προσέξωμε, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἁμαρτάνωμε, ἀλλὰ νὰ κτυπήσωμε τὴν ρίζα τῆς ἁμαρτωλότητος, ὥστε καὶ μέσα στὴν διάνοιά μας νὰ μὴν ἔχῃ θέσι. Ὅταν καθαρίση ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῶν παθῶν, ποὺ εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἔρχεται τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κατοικεῖ. Προσέξετε πῶς ὁ Ἰησοῦς μας τὸ ἀναφέρει. «Ἐὰν τὶς ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ Αὐτῷ ποιήσομεν». Κοιτάξετε τί λέει, «μονήν»· δὲν λέει ὅτι θὰ ἔλθωμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε, ὅπως κάνομε ἐμεῖς μιὰ ἐπίσκεψι, ἀλλὰ λέει ὅτι θὰ κάνωμε διαμονή. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεανθρωπισμός.

Ἡ ἀπαλλαγή μας ὅμως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία δὲν γίνεται αὐτομάτως ἀλλὰ σταδιακά, ὅπως γίνεται ἡ σωματικὴ αὔξησι. Μὲ τὴν ἐμμονή μας, σιγὰ-σιγὰ ἐπιτελεῖται διὰ τῆς Χάριτος μυστηριωδῶς ἡ κάθαρσι τῆς καρδιᾶς. Καθαρίζῃ πρῶτα ὁ νοῦς καὶ φωτίζεται, καὶ ἔτσι συλλαμβάνει καλὰ τὰ νοήματα καὶ δὲν πλανᾶται. Μετὰ τὴν σωστὴ χρῆσι τῶν νοημάτων καὶ τὴν τήρησι τῆς ἀκριβείας τῶν ἐντολῶν, καθαρίζεται καὶ ἡ καρδιά. Τότε εἰσέρχεται ἡ Θεία Χάρις μόνιμα καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀληθινὰ θεοφόρο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐνῷ εἶναι ζωντανός, μεταφέρθη «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωή». Αὐτὸ εἶναι ὁ ἁγιασμός. Τότε εἰς αὐτὸν δὲν λειτουργοῦν οἱ φυσικοὶ νόμοι. Κοινωνεῖ μόνιμα μὲ τὴν θεία Χάρι καὶ εἰσέρχεται στὸ ὑπὲρ φύσι, οὕτως ὥστε νὰ ἔχῃ τὸ διορατικὸ ἢ τὸ προφητικὸ χάρισμα. Δὲν φοβᾶται τὶς ἀσθένειες, τοὺς κινδύνους, διότι μεταφερόμενος στὴ θέσι τῆς υἱοθεσίας τὸν σκεπάζει ἡ θεία Χάρις· καὶ ὅταν κάποτε θὰ φύγη ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, θὰ κερδίση τὶς ἄξιες τῶν ἐπαγγελιῶν, ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Χριστός μας.

Καὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἂν εἶστε λίγο προσεκτικοί, θὰ αἰσθανθῆτε περισσότερο τὴν ἐπίδρασι τῆς Χάριτος, διότι ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς μας, ὁ Χριστὸς χαρίζει πλουσιότερα τὰ δῶρα Του στὶς μεγάλες ἑορτές, σὰν μία ἰδιαίτερη εὐλογία. Ἀλλὰ ὑπάρχει λόγος στὸ νὰ μὴν εἴμεθα καὶ νὰ μὴν γίνωμε προσεκτικοί; Ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ στόχου μας! Πῶς νὰ μὴν γίνωμε εὐλαβεῖς, ζηλωταί, προσεκτικοί, πραγματικοὶ λάτρεις τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος πιστεύομε ὅτι μᾶς ἐκάλεσε ἀφοῦ μᾶς προώρισε καὶ μᾶς ἐδικαίωσε καὶ ἀπομένει μόνο ἡ ἐλεημοσύνη Του νὰ μᾶς δοξάση στὴν ἐσχάτη ἐκείνη ὥρα, ὅταν θὰ φύγωμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό;

Καὶ νὰ τώρα θὰ εἰσέλθωμε στὰ «ταμεῖα» μας, καὶ ἀποκλείομε τὴν θύρα μας καὶ προσευχόμεθα καὶ ἐξομολογούμεθα καὶ προσπίπτομε στὸν Χριστό μας καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδία καὶ διάνοια καὶ θέλησι καὶ πρόθεσι καὶ δρᾶσι ἀποδίδαμε τὰς εὐχάς μας ἐνώπιόν Του, ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ στοὺς ἁμαρτωλούς. Μὲ πραότητα, μὲ ταπείνωσι καὶ καλοσύνη νὰ προσπίπτετε μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Εἶναι ὁ μυστικότερος τρόπος τῆς μεταβολῆς τοῦ χαρακτῆρος, ποὺ προκαλεῖ τὶς πνευματικὲς ἐξάρσεις καὶ ἀλλοιώσεις: «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». Ἀλλοίωσιμεταβάλλει σὲ πνευματικὸ ὅν, ποὺ τὸ περιτριγυρίζουν καὶ ἐπιθυμοῦν οἱ Ἄγγελοι νὰ παρακύψουν. Βλέπουν τὶς καλὲς αὐτὲς διάνοιες, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ξεπεράσουν τὸν νόμο τῆς βαρύτητας καὶ νὰ μεταφερθοῦν στὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο, ἐκεῖ ὅπου «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Χριστός, εἰς τὰ Ἅγια αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος» (Ἑβρ. 9,12). ποὺ μεταβάλλει τὸν πήλινο ἄνθρωπο, τὸν ἁμαρτωλό, τὸν περικείμενο τοὺς δερμάτινους χιτῶνας. Τὸν

Ὅσα δὲν ἀφοροῦν τὸν οὐρανό, ξεχάστε τα. Ἐκεῖ εἶναι τὸ πολίτευμά μας. Ἐκεῖ μᾶς ἀναμένει ὁ Ἰησοῦς μας. «Ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν,ἵνα ὁποὺ εἰμὶ ἐγὼ καὶ ὑμεῖς ἦτε». Ποιὰ καρδιά, αἰσθανόμενη αὐτὰ τὰ ρήματα, δὲν θὰ ραγίση, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἀπὸ γρανίτη κατασκευασμένη; Ἡ ἀνερμήνευτος παναγάπη Του δὲν ἐτελείωσε μὲ τὴν θεία Του κένωσι καὶ τὴν παραμονή Του μαζί μας στὴν γῆ αὐτή, ὅπου ἐνεδύθη τὴν ἰδική μας ταπείνωσι καὶ πτωχεία. Ἀλλὰ καὶ στοὺς πατρῴους κόλπους ἀναπαυόμενος «ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ Αὐτοῦ», πάλι μᾶς ἐνθυμεῖται καὶ «οὐκ ἐάσει ἡμᾶς ὀρφανοὺς πώποτε, ἀλλά, μεθ᾿ ἡμῶν ἐστὶ πάσας τὰς ἡμέρας».

Ὅλοι πρόθυμοι τώρα ξεκινεῖστε μὲ ἅμιλλα πνευματική, νὰ φιλοδοξῆτε νὰ πέραση ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀξιέπαινο. «Αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον».

ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση