Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Άγιος Οσιομάρτυς Μαλαχίας ο Λίνδιος


Ο Άγιος Μαλαχίας γεννήθηκε κατά το έτος 1500 μ.Χ. στην Λίνδο της Ρόδου από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Χριστίνα.
Στα 22 χρόνια ξενιτεύτηκε για την αγάπη του Χρίστου. Πήγε στις Κολοσσές της Φρυγίας, στην πατρίδα του Αγίου Τρύφωνα, την Λάμψακο, και από εκεί επισκεπτόμενος την Πελοπόννησο και διά­φορα νησιά κατέληξε στην Φοινίκη. Από εκεί πήγε στην Αίγυπτο, την Λιβύη, το Όρος Σινά και τέλος έφθασε στα Ιεροσόλυμα οπού με πολύ πόθο και λαχτάρα προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, όπου ο Κύριος έζησε σωματικώς. Έμείνε αγωνιζόμενος με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές σε διάφορα άγια προσκυνήματα και διακόνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου μας και στον Ναό της Αναστάσεως Του.
Βλέποντας ο εχθρός κάθε καλού διάβολος την μεγάλη πρόοδο και προκοπή του Αγίου στα πνευ­ματικά τον φθόνησε και τον πολέμησε με μανία χρησιμοποιώντας σαν όργανό του έναν φανατικό Αγαρηνό. Ό Αγαρηνός αυτός συνάντησε μία μέρα τον Όσιο στην αγορά και τον ράπισε στο πρόσωπο λέγοντας του ψέματα ότι βλασφήμησε τον Μωάμεθ. Στην συνέχεια τον κατήγγειλε στον ηγεμόνα της πόλεως ο όποιος προσπάθησε με κολακείες να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπαστεί την θρησκεία του Μωάμεθ.
«Δεν προσκυνώ εγώ» απάντησε με θάρρος ο Όσιος, «άνθρωπο διεφθαρμένο, ασελγή ακάθαρτο και νεκρό, ούτε αρνούμαι τον Χριστό και Θεό μου. Ποτέ να μην το δει αυτό, ούτε ο ήλιος, ούτε ή ημέρα. Δεν θα λατρέψω ποτέ τον διάβολο, ούτε υποτάσσομαι σε λόγια τυράννου και αποστάτη του Θεού. Είμαι δούλος του Χρίστου.» Λέγοντας αυτό έβγαλε το παπούτσι του και το έριξε στο πρόσωπο του ηγεμόνα.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία του Αγίου. Ό ηγεμόνας μη μπορώντας να συγκρατήσει την ντροπή και τον θυμό του, διέταξε να ξαπλώ­σουν στην γη τον Άγιο και να τον δέρνουν αλύπητα οι στρατιώτες. Ή γη κοκκίνισε από τα αίματα του Αγίου, ο όποιος προσευχόταν νοερά λέγοντας:
«Κύριε μην με εγκαταλείψεις, αλλά ενίσχυσε με μέχρι τέλους κατά του τυράννου, για να γνωρίσουν όλοι ότι εσύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός».
Αφού τον έδειραν μέχρι εκεί πού μπορούσαν τον έριξαν στην φυλακή χωρίς να του προσφέρουν τίποτε από τροφή ή νερό μέχρι να σκεφθεί ο ηγεμόνας με ποιο πικρό θάνατο θα τον αποτελείωνε. Όλοι οι δέσμιοι πού εβρίσκοντο μαζί του στην φυλακή θαύμασαν βλέποντας τον σ' αυτή την αθλία κατάσταση να μην υπολογίζει τους πόνους αλλά μόνο να προσεύχεται.
Μετά μερικές ημέρες διέταξε ο τύραννος και έφεραν μπροστά του ξανά τον Άγιο. «
Θυσίασε στον Μωάμεθ, κακή κεφαλή πριν να πεθάνεις κακώς». Εσύ μάλλον πρέπει ασεβέστατε και καταραμένε να θυσιάσεις στον Χριστό μου και Θεό μου θυσία αινέσεως, για να μην κατακαίεσαι αιωνίως για την πλάνη του αντίθεου Μωάμεθ για τον όποιον ή Αγία Γραφή δεν αναφέρει τίποτε ούτε μας λέει να τον πιστεύουμε» απάντησε ο Άγιος. Ακούγοντας αυτά ο τύραννος διέταξε να τρυπήσουν τους αστραγάλους των ποδιών του, να τον δέσουν από εκεί με σχοινί πίσω από άγριο άλογο για να τον σέρνει σε όλη την πόλη. Τα παιδιά των Αγαρηνών και άλλοι αντίχριστοι πετούσαν επάνω στον Άγιο πέτρες και ξύλα και άλλοι τον κεντούσαν με μυτερά σουβλιά σε βαθμό πού διελύοντο οι σάρκες του.
Ό γενναίος αγωνιστής του Χρίστου Μαλαχίας τα υπέμενε όλα με ανδρεία και καρτερία σαν να ήταν άλλος πού έπασχε και όχι ο ίδιος. Μετά από αυτό εδόθη διαταγή να τον παλουκώσουν έξω από την πόλη. Σηκώνοντας το ξύλο τής καταδίκης του στους ώμους του, όπως και ο Κύριος τον Σταυρό Του, ως πιστός μιμητής Του, έφθασε έξω από την πόλη όπου τον εσούβλησαν, εκείνος δε έχοντας όλη την σκέψη του στον Χριστό έλεγε:
«Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου».Έτσι παρέδωσε την μακαριά ψυχή του στα χέρια του ζώντος Θεού και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.
Την άλλη μέρα ευλαβείς Χριστιανοί πρόσφεραν στον φιλάργυρο ηγεμόνα αρκετά χρήματα, για να τους επιτρέψει να παραλάβουν το άγιο λείψανο του Οσιομάρτυρα, το όποιο με συνοδεία πλήθους Χριστιανών Ορθοδόξων και του Πατριάρχου Ιερο­σολύμων Γερμανού και με λαμπάδες και θυμιάματα το έφεραν στον αγρό του κεραμέως πού ήταν για την ταφή των ξένων και αφού το ασπάσθηκαν όλοι μετά πόθου, το έθαψαν εκεί δοξάζοντας και ευλογώντας τον Θεό.
Ό χρόνος του μαρτυρίου του πρέπει να υπο­λογιστεί γύρω στα έτη 1537 έως 1579.
Με εντολή του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Γερμανού ορίσθηκε να εορτάζεται ή μνήμη του στον Ναό του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου στις 29 Σεπτεμβρίου κατά την ημέρα πού εδέχθη το μακάριο τέλος.


Πηγή:http://www.imr.gr/

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Συμβουλές σ' ένα νέο



Κάποτε που ήταν στην εκκλησία της Θεοτόκου το Χαλκοπρατίου, τον πλησίασε ένα πολύ ενάρετο παιδί που έτρεχε πάντα ακούραστο στις ιερές ακολουθίες.
-Πάτερ, τον ρώτησε, τι να κάνω για να κερδίσω τη σωτηρία;
-Εσύ παιδάκι μου, είσαι μια αγνή ψυχή. Πως ζητάς ν' ακούσεις σωτήριο λόγο από ένα γέρο που σάπισε στην αμαρτία; -Ο λόγος του Θεού, πάτερ, λέει: «Επερώτησος τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι». Γι' αυτό κι εγώ ζητάω να ακούσω από σένα ένα καλό λόγο. Μη με περοφρονήσεις, λοιπόν, τον ανάξιο.
-Τι σκέπτεσαι; Να γίνεις μοναχός ή να ευαρεστήσεις στον Θεό ακολουθώντας τη συνήθη ζωή;
Τον ρώτησε τότε ο άγιος.
-Σκέπτομαι, Πάτερ, να γυμνασθώ πρώτα μέσα στη ζωή και μετά ό, τι θέλει ο Θεός.
-Αν θέλεις, παιδί μου, να κατοικήσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, οφείλεις να προσέξεις τα εξής: Να μην κατηγορείς κανέναν απολύτως, να μην κοροϊδεύεις, να μην οργίζεσαι, να μην περιφρονείς. Φυλάξου πολύ να μη λες «ο τάδε ζει ενάρετα ή ο δείνα άσωτα», διότι αυτό ακριβώς είναι το «μη κρίνετε». Όλους να τους βλέπεις με το ίδιο μάτι, με την ίδια διάθεση, με την ίδια σκέψη, με απλή καρδιά, να τους δέχεσαι σαν τον Χριστό.
Μην ανοίξεις τ' αυτί σου σε άνθρωπο που κατακρίνει. Ούτε, πολύ περισσότερο, να ευχαριστείσαι και να συμφωνείς με όσα λέει. Αλλά να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Να είσαι δηλαδή αργός στα λόγια και επιμελής στην προσευχή. Αλλά ούτε κι αυτόν τον ίδιο που κατακρίνει να τον καταδικάσεις μέσα σου. Κάνει βέβαια κάτι κακό. Αλλά εσύ να βλέπεις τα δικά σου ελαττώματα και να κατηγορείς τον εαυτό σου μόνο.
-Αυτά που μου είπες, πάτερ, παρατήρησε το παιδί, είναι για τους φτασμένους αγωνιστές. Πως όμως εγώ ο μηδαμινός θα μπορέσω να φτάσω ως εκεί, για να ευαρεστήσω στον Θεό;
-Η νεότητα, παιδί μου , αν έχει ταπείνωση και αγνότητα, αρκεί. Δεν της ζητάει τίποτα άλλο ο Θεός. Γι' αυτό, παλικάρι μου, να είσαι αγνός και ταπεινός. Βάζε τον εαυτό σου κάτω απ' όλους. Τότε πραγματικά θα ζεις συντροφιά με τον Χριστό.
Αγωνίσου επίσης να μη φαντάζεσαι με το νου σου ότι έφτασες στα μέτρα των αγίων, αλλά να λες συνεχώς: «Ξέρεις, ψυχή μου, ότι ξεπεράσαμε στις αμαρτίες και τους δαίμονες και μέχρι τώρα δεν κάναμε καμία καλή πράξη για τον Θεό; Αλλοίμονο μας, ταλαίπωρη! Τι θα γίνουμε την ημέρα της κρίσεως;»
Για αυτό να θεωρείς την προσευχή σου, παιδί μου, όλο τον καιρό της ζωής σου, σαν του χειρότερου αμαρτωλού. Διότι τότε αμαρτάνουμε χειρότερα, όταν νομίζουμε ότι η προσευχή μας είναι άγια και καθαρή. Άλλωστε και αν ακόμη κάνει κανείς σημεία και τέρατα, πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του αναπολόγητο, γιατί οπωσδήποτε θα αμαρτάνει στην προσευχή με τα εσωτερικά σκιρτήματα της καρδιάς ή και με τους απρόσεκτους λογισμούς. (Δηλαδή, όταν άλλα λέει το στόμα κι αλλού τρέχει ο νους). Γι' αυτό θυμήσου να λες πάντα τούτα τα λόγια: «εκ τών κρυφίων μου καθαρισόν με καί από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου».
Πρέπει ακόμη να έχεις και τούτο υπ' όψη σου: Ποτέ να μην ευχαριστείσαι με τα καλά σου έργα ούτε να ξεθαρρεύεις εξ αιτίας τους.
Δεν ξέρεις, αν είναι αρεστά ή αποκρουστικά στο Θεό. Για αυτό καλύτερα να έχεις το θάρρος σου σ' Εκείνον και στη δύναμη του, λογαριάζοντας τον εαυτό σου ανώφελο χώμα. Αχ, παιδί μου, πόσες αμαρτίες κάνουμε και δεν τις ξέρουμε!
Όταν δεις τους συνανθρώπους σου να σφάλλουν, εσύ να τα βάζεις με τον εαυτό σου. Κι αν κανείς σε βρίσει, σε κατακρίνει ή σε περιφρονήσει, έστω και μέχρις εξευτελισμού, ταπείνωσε τον λογισμό σου και κατάκρινε και συ ο ίδιος τον εαυτό σου σαν αμαρτωλό και ανάξιο να ζει!... Ε, μ' όλ' αυτά θα έρθει η διόρθωση και η σωτηρία.
Τότε ο νέος τον ξαναρώτησε:
-Πάτερ, πως μπορεί ο άνθρωπος να νικάει κάθε πειρασμό του διαβόλου;
-Η νίκη σε κάθε πειρασμό είναι η σιωπή και η ταπείνωση. Όλα τα έργα του ταπεινόφρονος είναι γνωστά στον Θεό και επαινετά από τους αγγέλους του. Γι' αυτό είναι φρικτά και φοβερά στους δαίμονες. Γίνε, λοιπόν, ταπεινός και συντετριμμένος στην καρδιά, ώστε να ποθήσει το Άγιο Πνεύμα να κατοικήσει μέσα σου και να σου δώσει έτσι δύναμη ν' αποκρούσεις κάθε βιοτική μέριμνα. Γιατί διαβλέπω ότι αυτή περισσότερο σε απομακρύνει από το δρόμο του Θεού απασχολώντας σε με ανώφελα πράγματα. Αυτά δεν θα μας ωφελήσουν σε τίποτε, παιδί μου, την ημέρα της Κρίσεως. Δεν μας έστειλε ο Κύριος σε τούτη τη ζωή, για να πνίξουμε τον αυτό μας μέσα στις μέριμνες και τις υπερβολικές φροντίδες δελεαζόμενοι απ' τον διάβολο- μη γένοιτο! Καλυτέρεψε ολόκληρο τον εαυτό σου προς τον Θεό φροντίζοντας μόνο για την ψυχή σου, και Εκείνος έχει έννοια και για τις υλικές σου ανάγκες. Γιατί κανένας, όσο κι αν φροντίζει στην παρούσα ζωή για τη σάρκα του, δεν μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του ένα πήχη, καθώς είπε ο Κύριος. Τι όφελος έχουμε απ' τα πράγματα του κόσμου, έστω κι αν λάχει να τα συνάξουμε όλα στις αποθήκες μας; Στο τέλος τα αφήνουμε εδώ.
Κι εμείς γυμνοί από αρετές κατοικούμε στον τάφο!...
Ποιο υλικό κέρδος μπορεί να μας σώσει τότε; Ασφαλώς κανένα. Θα μας ζώσει από παντού το σκοτάδι, το ουαί, η αιώνια κόλαση. Γι' αυτό είναι απόλυτη ανάγκη να προσευχόμαστε αδιάλειπτα με πολλή περισυλλογή και γαλήνη. Νιώσε, λοιπόν, παιδάκι μου, και βάλε καλά στην καρδιά σου όλα όσα σου λέω και από δω και μπρος κόψε τις φροντίδες και ζήσε συνετά και ευάρεστα στον Κύριο και Θεό σου.
Μ' αυτές τις συμβουλές του ο μακάριος έφερε βαθειά κατάνυξη στην καρδιά του νέου. Τέλος εκείνος φεύγοντας έπεσε στα πόδια του και ζήτησε την ευχή του. Το ίδιο έκανε και ο Νήφων. Έπεσε κι αυτός στα πόδια του παιδιού κι έπειτα του έδωσε την ευχή του, για να φύγει.
Το παιδί αυτό ήταν υιός ενός από τους μεγάλους άρχοντες του παλατιού. Από τότε τον περισσότερο καιρό του τον περνούσε μαζί με τον όσιο πριν αυτός να τιμηθεί με το επισκοπικό αξίωμα.
Έμαθε και το κελί του και σύχναζε εκεί τρυγώντας τα θεία διδάγματα, τα γλυκύτερα «υπέρ μέλι και κήριον». Έτσι τράφηκε η ψυχή του κι από μικρός έγινε εύχρηστο σκεύος στα χέρια του Θεού. Με τα πνευματικά του χαρίσματα ευαρέστησε στον Κύριο κι όταν ήρθε η ώρα, του παρέδωσε την ψυχή του κι αναπαύτηκε μέσα στη θεϊκή του αγκάλη. Το όνομα του ήταν Νεόφυτος.


Απόσπασμα από το βιβλίο «Ένας Ασκητής επίσκοπος, Άγιος Νήφων ο Κωνσταντιανής» του Πέτρου Ιερομονάχου (μαθητού του Αγ.Νήφωνος). Εκδόσεις Αστήρ.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο.
Κάποια μέρα λοιπόν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε αργά στις όχθες του Ιορδάνου διδάσκοντας τον λαό την μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη. Μαζί του ήσαν και δύο από τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου, και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος τον Ιησούν Χριστόν παράξενα ακούγονται τα λόγια του: «Ίδε ο αμνός του Θεού».
Η καρδιά των δύο μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;...
Μόλις τον βλέπουν ν' απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά:
-Τι ζητείται;
-Ραββί, που μένεις; του απαντούν.
-Έρχεσθε και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας. Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα...
Ύστερα από λίγες μέρες καθώς τακτοποιούσαν και ετοίμαζαν τα δίχτυα ο Ιωάννης με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο, βλέπει και πάλι τον Ιησούν να τον πλησιάζη. Η καρδιά του και πάλι σκυρτά στο αντίκρυσμα του θεϊκού εκείνου προσώπου και περιμένει ν' ακούση κάτι πολύ σημαντικό από το στόμα του Διδασκάλου.
Πράγματι, ο λόγος του τους καλεί να τον ακολουθήσουν και οι δύο αδελφοί στον ιερό και ύψιστον έργον του. Και αυτοί, χωρίς να υπολογίσουν τα καΐκια και τα δίχτυα, περιουσία και τον πατέρα που θα άφηναν μόνο του στην εργασία, τα εγκαταλείπουν όλα και τον ακολουθούν.
Από τη μέρα εκείνη ο σύνδεσμος του Ιωάννου με τον Ιησούν γίνεται βαθύς, άρρηκτος, ισόβιος. Εκείνος ο αγαπημένος διδάσκαλος και αυτός ο αγαπημένος, ο κατ' εξοχήν αγαπημένος μαθητής του. Τον ακολουθεί καθ' όλη τη διάρκεια της δημοσίας ζωής του επί τρία χρόνια. Όταν ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να μεταμορθωθή, ανέβηκε μαζί και αυτός ο αγαπημένος μαθητής μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και είδε εκεί την Μεταμόρφωσι του Θεού Λόγου και την φωνή του Θεού Πατρός που έλεγε: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα αυτού ακούετε».
Επίσης κατά τον Μυστικόν Δείπνον εκάθισε κοντά στον αγαπημένο του Διδάσκαλο και όταν έμαθαν οι μαθηταί ότι κάποιος απ' αυτούς θα τον προδώση, αυτός έπεσε πάνω στο στήθος του Ιησού και τον ερώτησε:
- Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώση;
Όταν πάλι έπιασαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι αυτός τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως σαν γνωστός του και κοντά σ' αυτόν μπήκε και ο Πέτρος.
Όταν τέλος εσταυρώθη ο Κύριος αυτός ήτο παρών κοντά στον Σταυρό εκείνες τις στιγμές, ενώ όλοι τον είχαν εγκαταλείψει, ο Διδάσκαλος αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την μητέρα του απευθυνόμενος στοργικά της λέει: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», γυρίζοντας κατόπιν προς τον Ιωάννην του λέγει: «Ιδού η μήτηρ σου». Τι άλλο μπορεί να υπάρξη πιο μεγάλη ευτυχία από τον λόγον αυτόν;
Από την ώρα εκείνη λοιπόν, επήρε, όπως ήταν άξιο και πρέπον, στο σπίτι του την Μητέρα και Παρθένον, αυτός που ήταν κατά το σώμα και την ψυχήν Παρθένος. Και όταν ανεστήθη ο Κύριος, αυτός αφού πρόλαβε τον Κορυφαίον Πέτρον και αφού έσκυψε πρώτος στον τάφο, είδε τα εντάφια και τον Χριστόν που ποθούσε. Δέχεται απ' Αυτόν το ζωογόνον φύσημα και προβάλλεται της Οικουμένης όλης Απόστολος. Αυτός είδε τον Κύριον όταν ανελήφθη.
Αυτός έπειτα εδέχθη την επιφοίτησιν του Παρακλήτου εν είδει πυρίνων γλωσσών μαζί με τους άλλους συμμαθητάς κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Αυτός τέλος και μέχρι την Κοίμησιν της Θεοτόκου έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας αυτήν σ' όλες τις ανάγκες.


ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Ύστερα από την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. από τον Τίτον, έπεσε ο κλήρος ο Ιωάννης να έλθη στην Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και ολόκληρη ήταν αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη.
Για το πράγμα αυτό λυπήθηκε ο Απόστολος και επειδή σαν άνθρωπος τον έπιασε αγωνία και δεν ήλπισε καθόλου στην ανίκητη δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρησιν Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθη με τον πειρασμό το ανθρώπινο σφάλμα του. Διότι οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες στην αρετή πρέπει να φυλάγουν την ακρίβεια και στα μικρότερα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορον την τρικυμία και το ναυάγιο που επρόκειτο να υποστούν και ότι μόνον ο Ιωάννης επρόκειτο να πειρασθή στην θάλασσα για σαράντα ημέρες.
Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θαλάσσης έβγαλαν τον Πρόχορον στην Σελεύκειαν. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι είναι μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξοδεύει. Από την Σελεύκεια επήγε σ' έναν τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών.
Όταν πήγε ευρήκε τον δάσκαλο του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεόν που τους εγλύτωσε και τον ευχαρίστησαν.

ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ.

Έπειτα πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή για την κακία της ως την Ρώμη. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγαν Ιωάννην και τον μαθητήν του Πρόχορον τούς ανάγκασε να δουλεύουν σ' ένα δικό της λουτρό. Επειδή δε ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε μερικές εργασίες, τούς μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνη νερό σ' όσους έκαναν λουτρό.
Μέσα σ' εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος Δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέον ή μια νέα. Επήρε δε την άδεια και άρχισε να κάνη τέτοιον φόνον ο διάβολος, διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο σιχαμερός εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέον και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλή και να βγάζη μεγάλον ήχον το λουτρό. Απ' αυτό λοιπόν αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.


ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΜΝΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΟΥ.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΑΥΤΩΝ

Ύστερα από τρεις μήνες λοιπόν, αφ' ότου πήγαν στο λουτρό ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθή κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε λοιπόν η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου.
Ο πατέρας του Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδησι τού θανάτου του επέθανε από την υπερβολική λύπη. Παρακαλούσε λοιπόν η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμιν για να αναστήση τον Δόμνον και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά.
Ο Ιωάννης λοιπόν ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνεί η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν έπιασε και άρχισε να τον συκοφαντή ότι είναι μάγος και τέλος να τον φοβερίζη ότι πρόκειται να τον θανατώση, εάν δεν μεταχειρισθή κάθε μέσον για να αναστήση τον Δόμνον.
Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχήν. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλή τον Ιωάννην Θεόν και υιόν Θεού.
Ύστερα αφού εξωμολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της και αφού ζήτησε συγχώρησι για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και τον μαθητή του, επέστρεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Ύστερα δε από τον Δόμνον ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον εβάπτισε. Επίσης εβάπτισε και τον αναστηθέντα υιόν του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Έδιωξε δε και τον πονηρό Δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.


ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ

Επειδή οι Εφέσιοι ετελούσαν μεγάλη γιορτή στην ψευτοθεά Άρτεμιν, γι' αυτό ο Απόστολος επήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε επάνω σ' εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλον της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως βλέποντας τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιον, αλλά το είδωλον μέχρι που το συνέτριψαν.
Εκείνοι όμως οι ανόητοι δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθησιν, αλλά βλέποντας τον Απόστολον να τους μιλάη για πίστι, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως παράδοξα επέστρεφαν και κτυπούσαν τους ίδιους και τους επλήγωναν. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γής και χάθηκαν απ' αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι άνθρωποι μόλις και μετά βίας απαλλάχθηκαν από την μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Πάλι λοιπόν, αφού προσευχήθηκε ο Απόστολος, αμέσως όλοι αναστήθηκαν. Και επειδή έγινε πάλι βρασμός της γής, γι' αυτό έπεσαν όλοι στα πόδια του Αποστόλου και, αφού πίστεψαν στον Χριστό, βαπτίσθηκαν.
Έπειτα πήγε ο θείος Απόστολος σ' ένα τόπον που ωνομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Επειδή λοιπόν έκανε ο Απόστολος και άλλα πολλά θαύματα και η φήμη τους έτρεχε παντού, βλέποντας αυτά εκείνος ο Δαίμονας, που έμενε και κατοικούσε στον ναόν της Αρτέμιδος, και γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχθή απ' εκεί απ' τον Ιωάννη μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη, κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν απ' τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάγη. Εξ' αιτίας αυτού τον έβαλαν σε μεγάλον κίνδυνο με τη φυγή τους. Έδειχνε δε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα φλωριά και υποσχόταν να το δώση σ' αυτούς εάν βρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.
Ακούγοντας λοιπόν αυτά πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδου φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί μ' αυτόν, αν δεν παραδώση στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καή παρά να παραδώση τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο δε μέγας Ιωάννης προγνωρίζοντας με την προορατικήν χάριν του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδοθή σ' αυτούς πρόκειται πάλι να κάνη θαύματα και απ' αυτό να επιστρέψη πολλούς στην ζωή της ευσεβείας παρέδωκε τον εαυτό του ο ίδιος μαζί με τον Πρόχορον στους απίστους.
Αφού λοιπόν σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμισθή ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μη πάθη κακό. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον Δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια:

  • - Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο Δαίμονα.
  • - Τι θέλεις; Αποκρίθηκε η φωνή.
  • - Θέλω να ομολογήσης φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσαι συ που ξεσήκωσες τόσον λαόν εναντίον μας, ξανάπε ο Απόστολος.

Πιεζόμενος ο Δαίμονας από την θέλησιν του Αγίου αποκρίθηκε.

  • - Διακόσια σαράντα εννιά χρόνια κατοικώ σ' αυτόν τον ναό. Πράγματι, εγώ είμαι αυτός που εκίνησα όλους αυτούς εναντίον σας.
  • - Σου παραγγέλω εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου να μη κατοικήσης πια σ' αυτόν τον τόπον, είπε πάλι ο Απόστολος.

Αμέσως λοιπόν έφυγε ο Δαίμονας από την πόλι της Εφέσου. Οι Έλληνες δε βλέποντας αυτά εφοβήθηκαν και οι περισσότεροι απ' αυτούς τρόμαξαν. Απ' το γεγονός αυτό πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίσθηκαν στο Όνομά Του.


ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ.



Επειδή λοιπόν έκανε και άλλα πολλά θαύματα ο Ιωάννης, και γύρισε πολύ πλήθος Ελλήνων στην πίστι του Χριστού και έπειτα επειδή η φήμη τους έφθασε στ' αυτιά του τότε βασιλέως Δομιτιανού που εβασίλευε κατά το 82, ο Δομιτιανός έστειλε και έφερε μπροστά του τον μέγαν Ιωάννην μαζί με τον Πρόχορον.


Αφού λοιπόν τους έκανε ερωτήσεις και είδε την σταθερότητα που έδειξαν για την πίστι τους τούς υπέβαλε σε βασανιστήρια. Τους έβαλε να πιούν δηλητήριο και αφού δεν έπαθαν τίποτε τους έριξε σ' ένα πιθάρι μεγάλο με βραστό λάδι. Αφού και απ' εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό με διαταγή του Δομιτιανού εξορίζονται στην νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει και εφανέρωσε με όραμα στον Ιωάννη για την υπόθεσι αυτή. Δηλαδή ότι πρόκειται να πάθη πολλούς πειρασμούς και ότι θα εξορισθή σ' ένα νησί που έχει μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.


Πλέοντας λοιπόν στην θάλασσα ο Απόστολος μαζί με τους σωματοφύλακες του βασιλέως ανέστησε ένα στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα απ' αυτά στην θάλασσα την μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκλησιν του στρατιώτη θεράπευσε και ένα από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνη ύστερα από λίγο. Βλέποντας λοιπόν αυτά οι σωματοφύλακες επίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.


Αφού λοιπόν έφθασε ο Ιωάννης στην Πάτμο, ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σ' αυτόν και το εξώρισε μακρυά απ' το νησί. Απ' το θαύμα αυτό επίστευσαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που ευρίσκοντο στο σπίτι του Μύρωνος. Το ίδιο και ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα δε βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου.


ΚΥΝΩΨ Ο ΜΑΓΟΣ

Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ωνομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ' έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ' αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την λατρεία των θεών.
Ο Κύνωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάη μόνος στη χώρα. Αφ' ενός μεν διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ' ετέρου δε επειδή αυτοί που βρίσκονταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ' αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι' αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλη έναν πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώση σε καταδίκη αιώνια.
Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήτο ο Ιωάννης.
Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:"
- Σου παραγγέλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγης από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσης για ποια αιτία ήλθες σε μένα.
Και αμέσως με τον λόγο του Αποστόλου στάθηκε το Δαιμόνιον δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από την θεία δύναμι:
- Οι ιερείς το Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά
εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στην χώρα και
να σε θανατώση. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας.
Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα
για ένα άνθρωπο μικρόν και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή
μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω
Άγγελον πονηρόν για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου και να
την φέρη σ' εμένα για να την παραδώσω σε κρίσιν.

Και ο Ιωάννης του είπε:

  • - Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρης ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ' αυτόν;
  • - Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπον, αλλά ψυχήν ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο Δαίμονας.
  • - Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; Ρώτησε ο Ιωάννης.
  • - Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ' αυτόν. Και έχει συμφωνίαν αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους Δαίμονες, εμείς δε οι Δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.
  • - Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσης άνθρωπον, ούτε να γυρίσης στον τόπο σου. Αλλά να φύγης έξω απ' αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί.

Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακρυά απ' το νησί.

Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σ' αυτόν το πρώτο Δαιμόνιον έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, έστειλε ακόμη και άλλα δύο Δαιμόνια από τα αρχοντικά, για να μπη το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθή έξω και να ιδή αυτά που γίνονται και να γυρίση να τα φανερώση στον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα Δαιμόνιο και διώχθηκε έξω απ' το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το Δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Ωργίσθηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των Δαιμόνων και πήγε στην Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαόν, και κυριεύθηκε από θυμόν πολύν και είπε στον λαό.

  • - Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύση και σας και μένα. Αν μπορέση να κάνη εκείνο που θα πω σ' αυτόν τότε και εγώ πιστεύω σ' όλα όσα λέγει.

Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήτο εκεί του λέγει:

  • - Νέε, ζη ο πατέρας σου;
  • - Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.

Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:

  • - Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσης από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ' όλους μας ζωντανό και υγιή.
  • - Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους.

Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλον τον λαόν.

  • - Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.

Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίσθηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως δε φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζη στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν.

Έπειτα λέγει προς τον νέον:

  • - Αυτός είναι ο πατέρας σου;
  • - Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.

Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δήτε μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε να τιμωρηθή όπως του αξίζει».

Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπον του είπε:

  • - Είχες υιόν;
  • - Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.
  • - Θα αναστηθή ο υιός σου, του είπε ο Κύνωψ.

Και αμέσως κάλεσε με το άνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:

  • - Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;
  • - Ναι, Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπος.

Τότε καυχώμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.

  • - Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;
  • - Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι' αυτά.
  • - Όταν δης μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε θα θαυμάσης, είπε ο Κύνωψ.
  • - Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν, απήντησε ο Ιωάννης.

Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως ώρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγον έλειψε να τον αφήση νεκρόν. Επειδή δε ενόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαόν. Αφήστε τον άταφον για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπόν όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης, έφυγαν απ' εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.


ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΝΩΠΟΣ.

Ύστερα απ' αυτά, όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζη και διδάσκει τον λαό σ' ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:

  • - Εγώ επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι' αυτό ως τώρα σε άφησα να ζης. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δης την δύναμί μου και θα ντροπιασθής.

Τον ακολουθούσαν δε και οι τρεις Δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.
Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότον, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθόν της θαλάσσης. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως συ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους Δαίμονες, που εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων, να μην κινηθούν απ' την θέσι τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανή πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.
Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό δε της θαλάσσης στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγή από την θάλασσα. Οι Δαίμονες δε που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ' τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακρυά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι.
Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγη ο Κύνωψ απ' την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ' αυτούς ώστε και τρία παιδιά πέθαναν. Εξ' αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ' αυτούς πολλά για την πίστι τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτισθούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίσθηκε πια στην θάλασσα, όπως παλαιά ο Φαραώ.


ΠΕΡΙ ΠΡΟΚΛΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ.

Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρόν για τον υιόν της που λεγόταν Σωσίπατρος (αλλοίμονον!μέχρι που φθάνει η κακία του σαρκικού έρωτα!). Επειδή δε δεν πέτυχε την βρωμερή της επιθυμία κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την εβίασε.
Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθή ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον εβοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής: Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντος όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείσθηκε η γη μ' ένα μεγάλο ήχο και τρίξιμο.
Όταν λοιπόν έπαθαν αυτήν την τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δυο στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Και έτσι τα χέρια τους γιατρεύθηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται.


ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ.



Όταν εβασίλευε ο βασιλιάς Τραϊανός ύστερα από τον Νερουάν κατά το έτος 98, εστάλησαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που καλούσαν τον θείο Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν' αναχωρήση από την από την Πάτμο και να πάη στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον απόχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν γι' αυτό πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολον


Δηλαδή να αφήση σ' αυτούς αντί για τον εαυτό του τους λόγους του και να γράψη σε βιβλίο το Μυστήριον όλης της Οικονομίας του Χριστού για μας.


Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στην δίκαιη επιθυμία τους αφ' ενός, αφ' ετέρου δε παρεκινήθη από την άνωθεν θεία Πρόνοια, ενήστεψε τρεις μέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχήν. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό που ήταν εκεί με τον μαθητή του Πρόχορον και ανέβασε όλη του τη σκέψι στον Θεό. Και, ώ του Θαύματος! Αμέσως ακούγονται βροντές και αστραπές φοβερές και σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος πέφτει από τον φόβο του με το πρόσωπο στην γη και γίνεται σαν νεκρός.


Ο Ιωάννης όμως δεν φοβάται, αλλά στέκεται όρθιος. Επειδή η τέλεια αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο απ' την καρδιά του όπως ο ίδιος είπε «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄Ιωάν. δ΄18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε αυτά «εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιωάν.α΄1). Αυτήν την φωνή την φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε απ' το χέρι και έδιωξε απ' αυτόν λίγο τον φόβο.


Αφού τέλειωσε λοιπόν όλο το θείον Ευαγγέλιο και το έγραψε με το χέρι του Προχόρου, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν. Απ' εκεί διαδόθηκε σ' όλα τα πέρατα του κόσμου.


Ο ΝΕΟΣ ΛΗΣΤΗΣ.

Αφού έφυγε από το νησί Πάτμο ο μέγας Απόστολος πήγε σ' ένα τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και εκεί αφού γιάτρεψε ένα τυφλόν επήγε σε μια γειτονική πόλι. Εκεί ευρήκε ένα νέον ευγενικό στην ψυχή και ωραίον στο πρόσωπο και τον ωδήγησε στον Χριστό. Έπειτα αφού τον παρεκίνησε να είναι ενάρετος και αφού τον παρέδωκε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζη γι' αυτόν, έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν τακτοποίησε καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα εκεί και κατήρησε όλο το ποίμνιον του Χριστού με την διδασκαλία του, και αφού επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σ' αυτούς Επισκόπους, τότε πάλι επανήλθε στην πόλι που είπαμε προηγουμένως.
Όταν ζήτησε τον νέον εκείνον που παρέδωσε στον Επίσκοπο, έμαθε ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι επήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων, (διότι είναι εύκολος και κατηφορικός ο δρόμος της κακίας). Λυπήθηκε, λοιπόν πολύ ο Απόστολος του Κυρίου για το κατάντημα του νέου εκείνου.
Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών και παραδόθηκε σ' αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών ωδηγήθηκε και βρήκε τον νέο. Όταν τον συνήντησε, επειδή προσπάθησε εκείνος να φύγη (διότι κατάλαβε ότι είναι ο ευεργέτης του Ιωάννης) τον προσείλκυσε ο Απόστολος κοντά του με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια.
Κατώρθωσε να τον πάρη μαζί του με τη Χάρι του Κυρίου και επέστρεψε στην πόλι. Και τόσο τον έκανε να προκόψη στην αρετή με τις συμβουλές του που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.


ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ.

Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα εξ ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξωρίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξ χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.
Ετσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετόν χρόνον της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ' αυτούς από το σπίτι.
Αφού έφθασε σ' ένα τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωϊνή.
Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήτο το μέτρον του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ' εκείνον τον σκαμμένον τόπον, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.
Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλι διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολον. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρησι τέτοιου ποιμένος.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 26 Σεπτεμβρίου.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος β΄

Απόστολε, Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον, ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόνα τω στήθει καταδεξάμενος όν ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην, και το μέγα έλεος.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος β΄Αυτόμελον

Τα μεγαλεία σου, Παρθένε, τις διηγήσεται; βρύεις γαρ θαύματα και πηγάζεις ιάματα και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών, ως Θεολόγος και φίλος Χριστού.

Ιεραποστολικός Σύλλογος "Ο Άγιος Βαρνάβας"

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ «ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΣΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΔΕΣΠΟΤΑ» ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

Η Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου Σταυρού αποτελεί έναν σπουδαίο εορτολογικό σταθμό του εκκλησιαστικού έτους. Στις 14 Σεπτεμβρίου σύμπασα η Ορθοδοξία τιμά τον Σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το «καύχημά» Της και η «δόξα» Της. Πηγές της εκκλησιαστικής μας ιστορίας αναφέρουν ότι η εορτή της Παγκόσμιας Ύψωσης είχε καθιερωθεί από τα αρχαία χρόνια, ίσως μάλιστα να είχε καθιερωθεί και από αυτόν τον Μέγα Κωνσταντίνο, κατά προτροπή προφανώς της μητέρας του αγίας Ελένης, αμέσως μετά την εύρεση του Τιμίου Ξύλου στα Ιεροσόλυμα, γύρω στο 330 μ.Χ.
Η τιμή προς τον Τίμιο Σταυρό ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι γεμάτες από χωρία με τα οποία ο μέγας απόστολος εξαίρει τον ρόλο του Σταυρού στην διαδικασία της σωτηρίας του κόσμου. Πρώτος ο Παύλος ομίλησε για την καύχηση του Σταυρού του Χριστού. Οι αποστολικοί Πατέρες ομιλούν και αυτοί με σεβασμό και τιμή προς το ιερό σύμβολο, μέσω του οποίου έγινε η καταλλαγή με το Θεό και επιτεύχθηκε η σωτηρία με την απολυτρωτική θυσία του Χριστού.
Οι κατακόμβες είναι γεμάτες από χαραγμένους σταυρούς. Οι διωκόμενοι χριστιανοί από τους φανατικούς ειδωλολάτρες θεωρούσαν τους εαυτούς τους τύπους του αδίκως παθόντος Κυρίου Ιησού Χριστού. Πίστευαν ότι εξαιτίας της πίστεώς τους στο Χριστό έφεραν και αυτοί το δικό τους σταυρό, για αυτό το ιερό αυτό σύμβολο ήταν τόσο αγαπητό σε αυτούς. Αυτό τους εμψύχωνε και τους έδινε τη δύναμη του μαρτυρίου.
Η δύναμη του Τιμίου Σταυρού φάνηκε στο θαυμαστό όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στα 312, ενώ βάδιζε εναντίον του Μαξεντίου κοντά στη Ρώμη. Ο Κωνσταντίνος εξέφραζε την νέα εποχή, σε αντίθεση με τους συναυτοκράτορές του, οι οποίοι εξέφραζαν και προσπαθούσαν να συντηρήσουν τον παλιό κόσμο, που κατέρρεε ραγδαία. Ο μεγάλος αυτοκράτορας είδε στον ουρανό, ημέρα μεσημέρι, το σημείο του σταυρού, σχηματισμένο με αστέρια, και την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», επίσης σχηματισμένη με αστέρια. Ήταν η 28η Οκτωβρίου 312. Από εκείνη την ώρα έδωσε διαταγή το σημείο αυτό να γίνει το σύμβολο του στρατού του. Χαράχτηκε παντού, στις ασπίδες των στρατιωτών, στα κράνη, στα λάβαρα, και αλλού.
Ο εχθρός κατατροπώθηκε και ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτωρ του απέραντου κράτους. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η δύναμη του Σταυρού του είχε χαρίσει αυτή την περήφανη νίκη, για αυτό προσέγγισε τη νέα ανερχόμενη θρησκευτική πίστη των χριστιανών. Κατάλαβε ο μεγάλος και διορατικός εκείνος άνδρας ότι το μέλλον της ανθρωπότητας ανήκε στον Χριστιανισμό, όπως και έγινε. Έτσι έδωσε αμέσως διαταγή να σταματήσουν οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, καθώς και όλων όσων διώκονταν για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Με το γνωστό «Διάταγμα των Μεδιολάνων» κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία στο κράτος. Παράλληλα υιοθέτησε τις ευαγγελικές αρχές για να γίνουν η βάση του δικαίου και της νομοθεσίας του (κατάργηση δουλείας, κοινωνική πρόνοια, αργία Κυριακής, κλπ). Για να είναι δίκαιος με όλους τους υπηκόους παρέμεινε προστάτης και της εθνικής θρησκείας (Μέγας Αρχιερεύς).
Το 326 αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους η ευσεβής χριστιανή μητέρα του αγία Ελένη. Με την γενναία επιχορήγηση του Κωνσταντίνου άρχισε το κτίσιμο λαμπρών ναών επί των ιερών προσκυνημάτων. Επίκεντρο ήταν ο Πανάγιος Τάφος του Κυρίου. Στο σημείο εκείνο ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε κτίσει το 135, κατά τη δεύτερη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ναό της Αφροδίτης.
Πρώτη ενέργεια της αγίας Ελένης ήταν η ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος είχε ριχτεί από τους ρωμαίους σε παρακείμενη χωματερή. Σύμφωνα με την παράδοση οδηγήθηκε εκεί από ένα αρωματικό φυτό που φύτρωνε στο μέρος εκείνο, το γνωστό μας βασιλικό. Ύστερα από επίπονες ανασκαφές τελικά βρέθηκαν τρεις σταυροί, του Κυρίου και των δύο ληστών. Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί Φιλοστόργιος και Νικηφόρος αναφέρουν ότι ο Σταυρός του Κυρίου εντοπίσθηκε ύστερα από θαύμα, τοποθετήθηκε πάνω σε νεκρή γυναίκα και αυτή αναστήθηκε!
Η πιστή βασιλομήτωρ, με δάκρυα στα μάτια παρέδωσε τον Τίμιο Σταυρό στον Πατριάρχη Μακάριο, ο οποίος στις 14 Σεπτεμβρίου του έτους 335 τον ύψωσε στον φρικτό Γολγοθά και τον τοποθέτησε στον πανίερο και περικαλλή ναό της Αναστάσεως, τον οποίο είχε ανεγείρει η αγία πάνω από τον Πανάγιο Τάφο και ο οποίος σώζεται ως σήμερα. Το σημαντικό αυτό γεγονός σημάδεψε την ζωή της Εκκλησίας και για αυτό άρχισε να εορτάζεται ως λαμπρή ανάμνηση. Έτσι καθιερώθηκε η μεγάλη εορτή της Παγκόσμιας Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Όμως την αγία αυτή ημέρα εορτάζουμε και την δεύτερη ύψωση. Στα 613 οι Πέρσες κυρίεψαν την Παλαιστίνη, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα ιερά προσκυνήματα και πήραν ως λάφυρο τον Τίμιο Σταυρό και τον μετέφεραν στη χώρα τους. Η παράδοση αναφέρει ότι άπειρα θαύματα γινόταν εκεί. Οι πυρολάτρες Πέρσες θεώρησαν το Τίμιο Ξύλο μαγικό και για αυτό το φύλασσαν και το προσκυνούσαν, χωρίς να γνωρίζουν την πραγματική του φύση και ιδιότητα! Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος μετά την νίκη του εναντίον των Περσών παρέλαβε τον Τίμιο Σταυρό και τον μετέφερε στην Ιερουσαλήμ. Ο Πατριάρχης Ζαχαρίας τον ύψωσε εκ νέου στο ναό της Αναστάσεως. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 626.
Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Παυλίνος αναφέρει στην ενδέκατη επιστολή του ότι η τοπική εκκλησία των Ιεροσολύμων θεώρησε ότι ο Σταυρός του Χριστού ανήκει σε όλη την χριστιανοσύνη και για αυτό αποφάσισε να τεμαχίσει το Τίμιο Ξύλο και να το διανείμει σε όλη την Εκκλησία. Έτσι διασώθηκαν μέχρι σήμερα πολλά τεμάχια, τα οποία φυλάσσονται ως τα πολυτιμότερα κειμήλια, κυρίως στις ιερές μονές του Αγίου Όρους. Μια εσχατολογική προφητεία λέγει πως ένα από τα συγκλονιστικά γεγονότα του τέλους του κόσμου θα είναι και η επανένωση του Τιμίου Σταυρού!
Οι ορθόδοξοι πιστοί τιμούμε με ιδιαίτερο τρόπο την αγία ημέρα της Υψώσεως του Σταυρού του Κυρίου μας. Η ιερές ακολουθίες έχουν πανηγυρικό χαρακτήρα, ενώ έχει θεσπισθεί αυστηρή νηστεία. Κατακλύζουμε του ιερούς ναούς προκειμένου να προσκυνήσουμε τον Τίμιο Σταυρό και να αντλήσουμε δύναμη και χάρη ουράνια από αυτόν. Παίρνουμε μαζί μας κλώνους βασιλικού ως ευλογία και τον εναποθέτουμε στα εικονίσματα ως ελιξίριο κατά του κακού. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η τιμή και η προσκύνηση του Σταυρού είναι προσκύνηση του Ίδιου του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας Χριστού και όχι ειδωλολατρική πράξη, όπως κακόβουλα μας κατηγορούν οι ποικιλώνυμοι αιρετικοί. Ο Σταυρός του Κυρίου μας είναι το καύχημά μας, το νικηφόρο λάβαρο κατά του μεγαλύτερου εχθρού μας, του διαβόλου, το αήττητο όπλο κατά του πολυπρόσωπου κακού. Με ένα στόμα και με μια καρδιά ψάλλουμε τον υπέροχο παιάνα, τροπάριο της μεγάλης εορτής: «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου».

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΚΙΑΔΕΝΗΣ

Εορτάζει 8 Σεπτεμβρίου
Η Μονή Σκιάδι βρίσκεται στο Ν.Δ. μέρος της Ρόδου και είναι κτισμένη στους πρόποδες του βουνού Σκιάδι.
Απέχει 90 χιλ. από τη Ρόδο. Δύο δρόμοι οδηγούν στη Μονή, ο ένας από δυτικά από τη θάλασσα δια μέσου της Απολακκιάς και Κατταβιάς, ο άλλος πιο περιπετειώδης αλλά και πιο επιβλητικός από τη Ν.Α.πλευρά δια μέσου των βουνών του χωριού Μεσαναγρού.
Για την ετυμολογία της λέξης Σκιάδι αναφέρονται :
Οφείλει την ονομασία της στο Σκιάδιον=σκιερό τοπίο, κατά τους χωρικούς σκιερό μέρος. Κατά άλλους στη σκιά ενός μεγάλου σύννεφου που βρίσκεται τις περισσότερες φορές η απότομη πλαγιά. Μια δεύτερη εκδοχή στηρίζεται στην ομοιότητα με σκιάδιον, ένα πυραμιδοειδές σκέπασμα κεφαλής. Και πράγματι, αν το κοιτάξει κανείς από τη Μονόλιθο, μοιάζει με καπέλο των αρχαίων.
Ο μικρός ναός είναι Βυζαντινός και όχι παλαιοχριστιανικός. Γύρω από την Εκκλησία διακρίνονται τα λείψανα ενός μεγάλου κτίσματος που πιθανότατα ν’ ανήκουν σε παλαιοχριστιανική βασιλική. Στα μεταβυζαντινά χρόνια 1200 μ.Χ., σύμφωνα με σωζόμενη χρονολογία, στον τοίχο του Ιερού Βήματος οικοδομήθηκε στα ερείπια του αρχαίου ναού, μικρός ναός βυζαντινού ρυθμού. Αγιογραφήθηκε κατά το ΙΗ΄ αιώνα – οπότε άρχισε και επέκταση του ναού – γεγονός που μαρτυρείται από τη σωζόμενη χρονολογία 1777 και ολοκληρώθηκε περί το 1861 επί ηγουμενίας Ιγνατίου Ζαννετίδη.
Κατά τον ΙΑ΄ αιώνα μ.Χ., σε απόσταση 200-300 μέτρων από τη Μονή, μέσα σε πυκνά δέντρα και θάμνους, ζούσαν δύο ή τρεις ασκητές από την Κατταβιά ή το Βάτι σ’ ένα κτίριο που ονομαζόταν «Ασκηταργό». Για αρκετά βράδια ξεχώριζαν εκεί κοντά ένα μοναδικό φως. Πήγαν στο σημείο, όπου εντόπισαν μια εικόνα της Παναγίας.
Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, αυτό συνέβη σε μια περιοχή που την λένε «Κυρά μένει». Οι ασκητές ανακάλυψαν από θαύμα την εικόνα της Παναγίας και εκτίμησαν ότι επρόκειτο για μια από τις τέσσερις που ιστόρησε – φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Πήραν την εικόνα και το καντήλι με πολλή ευλάβεια και το μετέφεραν στο ασκηταργό τους. Το πρωί η εικόνα είχε εξαφανιστεί.
Την αναζήτησαν και τη βρήκαν εκεί που είναι σήμερα κτισμένη η Εκκλησία. Αυτό το συμβάν επαναλήφθηκε και άλλες φορές.
Τότε κατάλαβαν ότι η Παναγία ήθελε να μείνει εκεί και αποφάσισαν να εκπληρώσουν την επιθυμία της. Έκτισαν σ’ αυτή τη θέση ένα ναό. Επίσης, πριν από αρκετά χρόνια ήταν κτισμένος ένας πανύψηλος τοίχος γύρω στη Μονή για την προστασία της από τους πειρατές. Σήμερα, αυτός ο τοίχος έχει γκρεμιστεί και σώζεται μόνο ένα κομμάτι, το οποίο είναι και η είσοδος της Μονής.
Σχετικά με την εικόνα αναφέρονται :
Παλαιότερη εικόνα του Μοναστηριού, θα πρέπει να είναι αυτή που βρίσκεται επάνω στην Αγία Τράπεζα και είναι κατασκευασμένη από μαστίχι. Αυτή η μοναδική εικόνα τέχνης και τεχνικής έχει επενδυθεί με λεπτοσκαλισμένο ασήμι.
Η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται αριστερά της εισόδου του Ιερού Βήματος, είναι σκεπασμένη μ’ ένα ακριβό χυτοϊμάντιο, το οποίο φέρει πολλές γραφές πάνω από το δεξί ώμο της Παναγίας.
Διαβάζουμε τ’ ακόλουθα :
ΑΥΤΟΣ Ο ΧΙΤΝΑΣ / ΗΡΓΥΡΩΘΗ Κ(ΑΙ) ΕΠΙΧΡΥΣΩΘΗ / ΤΗ ΦΙΛΟΠΟΝΩ ΔΑΠΑΝΗ / ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓ(ΙΟΤΑΤΟΥ) / ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ / Κ ΙΓΝΑΤΙΟΥ / ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ 1886. ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΜΡ ΘΕΟΥ Η ΣΚΙΑΔΕΝΗ.
Πάνω από το φωτοστέφανο του μικρού Χριστού : ΕΠΙ ΤΗ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΙΑΣ / ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙ(ΟΤΑΤΟΥ) ΑΓΙΟΥ ΡΟΔΟΥ / Κ ΓΕΡΜΑΝΟΥ / ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ / 1886 ΝΟΕΜΒ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΜΤΕΛΙ. Δ ΧΡΙΣΟΧΟΟΥ ΚΡΗ ΕΤΟΣ 1886.
Το πρόσωπο της Παναγίας έχει ζωντανά, εκφραστικά γλυκά μάτια, παρά τη σκοτεινιά που άφησε ο χρόνος.
Γύρω από τη Παναγία και το μικρό Χριστό, υπάρχουν σκαλισμένα περίτεχνα άγγελοι, φρούτα, λουλούδια, περικοκλάδες. Η διακόσμηση συμπληρώνεται με φύλλα ροδιάς, σύμβολο γονιμότητας και ζωής. Πάνω στους ώμους, τ’ αστέρια της παρθενίας και της καλοσύνης και οι Άγγελοι ξετυλίγουν πάπυρους με φράσεις από την Αγία Γραφή.
Στη Μονή υπάρχει επίσης ένα σπάνιο Ευαγγέλιο του 1781, έργο τέχνης ή επίτευγμα της τυπογραφίας, το Μηνιαίο (1862) και η παρακλητική παλαιών εκδόσεων κ.ά.
Το σημερινό τέμπλο, είναι αξιόλογο έργο τέχνης, χωρίς βημόθυρο με γλυπτό φυσικό διάκοσμο, με εικόνες μεταβυζαντινής περιόδου, στέκει σε καλή κατάσταση. Μέσα στη μονή υπάρχει ακόμα ξυλόγλυπτος αρχιερατικός θρόνος. Το δάπεδο είναι στρωμένο με άσπρα και μαύρα βότσαλα.
Το κτιριακό συγκρότημα αποτελείται από το οίκημα που ονομάζουν Χαλκήτικα γιατί το ’χτισαν οι Χαλκίτες για να διαμένουν όταν έρχονται να προσκυνήσουν. Γενικά, η Μονή πλαισιώνεται από διάφορα προσκτίσματα, οντάδες και νεόδμητα κτίρια που μπορούν να παράσχουν φιλοξενία στους επισκέπτες. Κυρίως όμως πλαισιώνεται από την πανέμορφη θέα, τη γαλήνη του τοπίου που ενισχύεται από τη χάρη και πνευματική παρουσία της Παναγίας.
Η Μονή έχει λεηλατηθεί από Γερμανούς – Εγγλέζους – Τούρκους και άλλους ιερόσυλους. Το κτιριακό συγκρότημα από θαύμα δεν πειράχτηκε από την πυρκαγιά του 1992 αν και ο παπα – Ιωάννης Κεραμιτζής από τη Σάμο αγκάλιασε την εικόνα και την απομάκρυνε.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Σκιαδενής συνηθίζεται μέχρι σήμερα να λιτανεύεται από χωριό σε χωριό της Ρόδου, κατά την περίοδο της Σαρακοστής και οι κάτοικοι τις περισσότερες φορές την μεταφέρουν πεζοί.
Την ημέρα της χάρης της, στις 8 Σεπτεμβρίου, που τιμάται το «Γενέσιον της Θεοτόκου», πλήθος πιστών συρρέουν από το νησί της Ρόδου και της Χάλκης.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο ηγούμενος Ιγνάτιος Ζαννετίδης είχε μετατρέψει τη Μονή σε ίδρυμα κυνηγημένων και απελπισμένων γυναικών. Ως δεύτερη Μητρόπολη, έβγαζε άδειες γάμου και βαπτίσεων. (Την περίοδο εκείνη ο Μητροπολίτης Συνέσιος, προσκληθέντος δε του Πατριάρχου, ανεχώρησεν στην Κων/πολιν και άφησεν στη θέση του τον Ιγνάτιο ως αρχιερατικό επίτροπο για όλη τη Ρόδο και τα νησιά Σύμη, Τήλο, Χάλκη, Νίσυρο, Καστελλόριζο).
Εκτός από τον τρόπο εύρεσης της εικόνας της Παναγίας, σας παραθέτουμε και μερικά θαύματα ακόμη :
Ι) Στα χρόνια των πειρατών ανάγεται η ακόλουθη ιστορία. Ένα πειρατικό πλοίο, έριξε άγκυρα κοντά στη θάλασσια περιοχή του βουνού Σκιάδι. Οι πειρατές που γνώριζαν πως η Εκκλησία έχει τιμαλφή, ανέβηκαν στο μοναστήρι και άρχισαν να λεηλατούν. Άρπαξαν και το εικόνισμα της Μεγαλόχαρης. Όταν όμως επέστρεψαν στο σκάφος, το πλοίο μαρμάρωσε. Οι χριστιανοί το απέδωσαν σε θαύμα της Παναγίας Σκιαδενής. Στη θαλάσσια περιοχή από Μεσαναγρό προς Σκιάδι, υπάρχει ένα μικρό νησί που μοιάζει με πετρωμένο πειρατικό καράβι. Το ονομάζουν «πετροκάραβο» ή «Χτενιά» ή «Χτενιές».
ΙΙ) Ο Αναστάσιος Βρόντης, στη «Ροδιακή Λαογραφία» μας περιγράφει άλλο ένα θαύμα της Παναγίας Σκιαδενής, στη ροδιακή διάλεκτο και το μεταφέρουμε όπως έχει :
«Ένας Τούρκος αγάς σε καιρόν Τουρκίας δεν επίστευε στα θαύματα της Παναγίας κι εκειδά που γύριζαν το κόνισμα, το κάρφωσε με την κάμαν του. Για μιας έτρεξεγ γαίμαν που την εικόναν και το χέρι του αγά εκουλλάθη. Το μετάδεν ο Τούρκος κι επαρακάλεσεν την Παναγιάν να τον γιάνη και να χαρίσει στο μοναστήρι ούλα τα χωράφια του, πούχεν εκειά κοντά. Η Παναγιά τον εσυγχώρησε έκαμεν καλά το χέρι του και ούλα τα χωράφια του αγά εγίνασι ιδιοχτησία του μοναστηριού».
Αλλού αναφέρεται : Η Παναγία δέχτηκε τη μετάνοιά του και τον θεράπευσε. Τότε ο Τούρκος αξιωματούχος με επίσημα έγγραφα, που σώζονται μέχρι σήμερα, δώρισε στην Ι.Μ. Παναγίας Σκιαδενής όση έκταση μπορούσε να δει από την αυλή του μοναστηριού.
ΙΙΙ) Η παράδοση, λέει πως υπήρχε ένας αγριόχοιρος που επρόκειτο να καταστρέψει τα σπαρτά του Χιλιομοδιού της πιο εύφορης πεδιάδας της Απολακκιάς. Η Παναγιά τον πέτρωσε και τον πέταξε σε ένα βράχο στη θαλάσσια περιοχή. Το βραχονήσι αυτό ονομάζουν «Μαντήλα».
Στο Μοναστήρι σήμερα, εκτός από την εικόνα της Σκιαδενής, έργο του 1886, υπάρχουν και άλλες 4 εικόνες που απεικονίζουν : Τον Ιησού Χριστό, τον Άγιο Ιωάννη, τον Άγιο Νικόλαο και τη Γέννηση της Θεοτόκου. Οι εικόνες αυτές, έργα του 1885, είναι δωρεές Χαλκιτών και διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση.
Το Καθολικό της Μονής ανακαινίστηκε τελευταία και αγιογραφήθηκε από τον αγιορείτη μοναχό Παϊσιο Επίσης εξοπλίστηκε με νέα λειτουργικά σκεύη. Η Μονή διοικείται από επιτροπή στην οποία προεδρεύει ο Μητροπολίτης Ρόδου κ.κ. Κύριλλος. Η Παναγία η Σκιαδενή πολιούχος πλέον της Νοτίας Ρόδου έχει μια μοναδική ιστορία και λιτή ομορφιά που γέννησε η φύση, ανέθρεψαν οι άνθρωποι και ευλόγησε ο Θεός.
Πηγή:Ιερά Μητρόπολη Ρόδου

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΣΑΜΠΙΚΑ

του Νικαλάου Διμέλη
Κρήνην έχουσα των δωρεών σου

την εικόνα σου, η νήσος Ρόδος,
Θεοτόκε Τσαμπίκα, γεραίρει σε
και καυχωμένη ενθέως σοις θαύμασι
τον ασπασμόν του Αγγέλου προσάδοι σοι
Χαίρε κράζουσα, Παρθένε θεοχαρίτωτε,
λαού του χριστωνύμου το διάσωσμα.

(Απολυτίκιον Παναγίας Τσαμπίκας. Σύνθεση του Μητροπολίτου Ρόδου κ.κ. Κυρίλλου).

Είναι όντως αδύνατο να περιγράψει κανείς τη μεγαλοσύνη της υπεραγίας Θεοτόκου, της μόνης και πραγματικής Δέσποινας του κόσμου. Η ίδια, ως σκεύος εκλογής του Θεού, ως δοχείο μέγιστο της χάρης Του, έγινε το μέσο της ενσάρκωσης του Σωτήρος Χριστού και της σωτηρίας των ανθρώπων.
Η Παρθένος Μαρία είναι το μοναδικής αξίας πρόσωπο που στόλισε και τίμησε τη γυναίκα. Είναι η δεύτερη Εύα, επειδή έφερε τη σωτηρία και τη λύτρωση στο ανθρώπινο γένος με τη γέννηση του Θεανθρώπου.
Η Παναγία είναι εκείνο το πρόσωπο που στην ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας τιμήθηκε ιδιαίτερα από τους πιστούς λόγω των πολλών ευεργεσιών της. Στην επί γης ζωή της ήταν η γυναίκα που υπερείχε στις άγιες αρετές της αγάπης, της ταπείνωσης και της αγνότητας. Ενωμένη με τον Χριστό από το θαύμα της ενσαρκώσεως τώρα στην ουράνια ζωή της εξακολουθεί να είναι «η αγία μυροθήκη του ακένωτου μύρου της θείας ευωδίας του Χριστού» (αγ. Μόδεστος Ιεροσολύμων)· να φωτίζει εμάς τους αμαρτωλούς στο δρόμο της σωτηρίας μας. Με τις μεσιτικές της προσευχές σπεύδει στις ικεσίες μας, συμπαρίσταται στις δοκιμασίες μας, μαλακώνει τους πόνους μας, γαληνεύει τις ψυχές μας και γενικά βρίσκεται σαν μάνα δίπλα σε κάθε μας στιγμή. Έτσι εύκολα μπορούμε να ομολογήσουμε ότι η Παναγία δεν πήγε μόνο στον ουρανό, αλλά και στον ουρανό της καρδιάς των ανθρώπων και έγινε η γλυκιά αγάπη και προστασία όλων.
Εξάλλου η αγάπη που έδειξαν οι άνθρωποι στο πρόσωπο της Παναγίας, φαίνεται από το σύνολο των ναών που είναι αφιερωμένοι στο πρόσωπό της. Από τους 8.660 ενοριακούς ναούς της Ελλάδας οι 1900 είναι αφιερωμένοι στην Παναγία, ενώ από τα 490 μοναστήρια τα 170 είναι αφιερωμένα στη χάρη της. Μέσα στο πλήθος των χιλίων περίπου επιθέτων της Παναγίας βρίσκεται και το τοπωνύμιο Παναγία η Τσαμπίκα.
Κάθε προσπάθεια καταγραφής και εξύμνησης της παρουσίας της Παναγίας στη ζωή της Εκκλησίας μας είναι μικρή και δεν μπορεί να προσθέσει κάτι στην ουράνια λαμπρότητά της. Προσανατολίζει το συγγραφέα και κάθε αναγνώστη στην πηγή των ευλογιών της, στον Υιό της, τον Χριστό. Όταν μάλιστα αυτή η παρουσία της Παναγίας μας έχει αδιάψευστο μάρτυρα την πολλαπλή ωφέλεια πολλών ανθρώπων, όπως στην περίπτωση της Παναγίας Τσαμπίκας, πως μπορεί κανείς να σιωπήσει;
Αν και ήταν γνωστή η περίπτωση της Παναγίας Τσαμπίκας, για πολλά χρόνια δεν έχαιρε αποκλειστικής συγγραφής κάποιου βιβλίου η λευκώματος.
Η πρώτη προσπάθεια καταγραφής της παράδοσης της εμφάνισης της εικόνας έγινε από το μακαριστό Σάββα Διμέλη, πατέρα του Μητροπολίτου πρώην Ρόδου κ.κ. Αποστόλου, σε μορφή ποιήματος 129 στίχων. Φέρει τον τίτλο «Το θαύμα της Παναγίας».

Η δεύτερη προσπάθεια έγινε τον Μάιο του 1998 από τον γράφοντα σε βιβλίο με εκτενέστερη παρουσίαση. Ο τίτλος του βιβλίου αυτού είναι «Παναγία Τσαμπίκα θεολογική-ιστορική προσέγγιση».

Η Παναγία Τσαμπίκα είναι ένα από τα επιφανέστερα και γνωστότερα προσκυνήματα προς τιμήν της Θεομήτορος στη Δωδεκάνησο και βρίσκεται κοντά στην κωμόπολη Αρχάγγελος της Ρόδου. Εδώ ευδόκησε η υπεραγία Θεοτόκος να καταστήσει φανερή τη μητρική πρόνοια και κηδεμονία της με τα αναρίθμητα θαύματα που επιτέλεσε και επιτελεί σ’ όσους καταφεύγουν με πίστη και επικαλούνται την μεσιτεία της προς τον Χριστό.
Η λέξη Τσαμπίκα, σύμφωνα με την άγραφη προφορική παράδοση προέρχεται από τη λέξη τσάμπα, που στην τοπική αρχαγγελίτικη διάλεκτο σημαίνει φωτιά-σπίθα.
Σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα από μακριά δε φαινόταν καθαρά, διακρινόταν όμως η φωτιά της κανδήλας που είχε μαζί της.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι η θαυματουργική εικόνα της Παναγίας Τσαμπίκας ήλθε τρεις φορές από το βυζαντινό μοναστήρι της Παναγίας Κυκκώτισσας η Ελεούσης της Κύπρου.Όταν οι μοναχοί από την Κύπρο εντόπισαν την εικόνα στη Ρόδο, ήρθαν να την επαναφέρουν πίσω στο μοναστήρι τους· η εικόνα, όμως, επέστρεψε πάλι στο λόφο της στη Ρόδο. Οι Κύπριοι για να πιστοποιήσουν ότι πράγματι ήταν αυτή η εικόνα που έφευγε, την έκαψαν στο πίσω μέρος της, προκειμένου να έχουν κάποιο αποδεικτικό σημάδι. Το κάψιμο διακρίνεται πολύ καθαρά και σήμερα.
Η Παναγία Τσαμπίκα μέχρι σήμερα δείχνει την αγάπη της στα άτεκνα ζευγάρια δίνοντάς τους τη χαρά της μητρότητας και πατρότητας.
Η λαϊκή ευσέβεια τιμά τη μεγαλόχαρη Παναγία Τσαμπίκα – Κυρά την Γ Κυριακή των Νηστειών δηλαδή της Σταυροπροσκυνήσεως, όταν ο Τίμιος Σταυρός λάμπει ως φάρος στο πέλαγος της Σαρακοστής και σκορπίζει ελπίδες γλυκιές στις χριστιανικές καρδιές. Ο οδοιπόρος ανεβαίνοντας αυτή τη μέρα στην Παναγία Τσαμπίκα κουράζεται, μουσκεύει στον ιδρώτα, φλογίζονται τα σπλάχνα του από τη δίψα και όμως επιμένει. Τα δέντρα με τη σκια τους του χαρίζουν ένα αναστεναγμό ανακούφισης και του δίνουν θάρρος για να φτάσει ψηλά στην πνευματική εκείνη πηγή.
Επίσης, στο γενέθλιο της Υπεραγίας Θεοτόκου 8 Σεπτεμβρίου, αρκετός κόσμος συρρέει στην Παναγιά Τσαμπίκα τη χαμηλή.
Η Παναγία Τσαμπίκα ας στηρίζει όλους κάθε στιγμή της ζωής μας και να πραγματοποιείται ο λόγος του τροπαρίου: «Θεοτόκε, η ελπίς πάντων των χριστιανών σκέπε, φρούρει, φύλαττε τους ελπίζοντας εις σε».

Πηγή :Ιερά Μητρόπολη Ρόδου www.imr.gr

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ

(5 Σεπτεμβρίου)

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ο Προφήτης Ζαχαρίας ήταν Ιερεύς του Θεού, την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Κάποια φορά, κατά την διάρκεια της τελέσεως των ιερατικών του καθηκόντων, την ώρα που εισήλθε στον Ναό για να θυμιάση, τον επισκέφθηκε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και του ανήγγειλε ότι η σύζυγός του Ελισάβετ θα γεννήση γιό και το όνομά του θα είναι Ιωάννης. Ο Ζαχαρίας δυσπίστησε, επειδή η Ελισάβετ ήταν στείρα και γριά και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας και γι αυτό ο Αρχάγγελος Γαβριήλ του είπε ότι θα μείνη άλαλος μέχρι να γεννηθή το παιδί, επειδή δεν επίστευσε στα λόγια του, τα οποία θα επαληθευθούν στον κατάλληλο καιρό.

Μετά την γέννηση του Τιμίου Προδρόμου λύθηκε ο γλώσσα του Προφήτη Ζαχαρία και ευλογούσε τον Θεό. Επίσης προφήτευσε ότι το παιδί θα ονομασθή Προφήτης του Υψίστου και θα προπορευθή για να ετοιμάση τας οδούς του Κυρίου.

Ο Προφήτης Ζαχαρίας είχε μαρτυρικό τέλος. Τον φόνευσαν μεταξύ του Ναού και του Θυσιαστηρίου.

Στο πρώτο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου περιγράφεται η οπτασία του Προφήτη Ζαχαρία, ο διάλογός του με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, τα περιστατικά της γεννήσεως του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού κ.λ.π. Μπορεί να ανατρέξη κανείς και να τα μελετήση. Εδώ θα περιοριστούμε στα παραπάνω και στην συνέχεια θα τονίσουμε δύο σημεία, που έχουν σχέση με τον βίο και την πολιτεία του Προφήτη Ζαχαρία.

Πρώτον. Ο Προφήτης Ζαχαρίας και η σύζυγός του Ελισάβετ ήσαν ένα ευλογημένο ανδρόγυνο. Αγαπούσαν πολύ τον Θεό και τον παρακαλούσαν καθημερινά να τους αξιώση να αποκτήσουν παιδί, επειδή η ατεκνία την εποχή εκείνη εθεωρείτο όνειδος. Ο Θεός απήντησε στις προσευχές τους, αλλά μετά από χρόνια, όταν είχαν πια γεράσει και ανθρωπίνως ήταν αδύνατο να τεκνοποιήσουν. Ο Προφήτης Ζαχαρίας δυσπίστησε στα λόγια του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, επειδή του φάνηκαν παράδοξα και ζητούσε εξηγήσεις για το πώς θα γινόταν αυτό, αφού ο ίδιος ήταν γέρος και η σύζυγός του γριά και στείρα. Δηλαδή, ζητούσε να κατανοήση με λογικές διεργασίες το μυστήριο, το οποίο όμως γίνεται αποδεκτό μόνον με την πίστη.

Ο πειρασμός της λογικής θέτει σε δοκιμασία, κάποιες φορές, ακόμα και την πίστη των ευλαβών και εναρέτων. Ο Προφήτης Ζαχαρίας λόγω της μεγάλης του πίστης, αλλά και της εσωτερικής του καθαρότητος, αξιώθηκε να δη τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και να συνομιλήση μαζί του. Παρ όλα αυτά όμως δυσπιστεί και γι αυτό ο Αρχάγγελος, όπως τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος, αγανάκτησε και τον τιμώρησε. Επειδή, συνεχίζει ο Άγιος, “όταν ο Θεός ομιλεί δεν πρέπει να κινή κανείς τους λογισμούς του, ούτε να επηρεαζεται από την ανάγκη της φύσεως, ή από κανένα άλλο πράγμα, αλλά να δέχεται τις αποφάσεις του Θεού με πίστη. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε, που να είναι ανώτερο από την δύναμη της αποφάσεως του Θεού. Και στην συνέχεια ερωτά: “Τί ποιείς, άνθρωπε; Ο Θεός επαγγέλλεται και επί ηλικίαν καταφεύγεις και γήρας προβάλλη; μη γαρ ισχυρότερον το γήρας της επαγγελίας του Θεού; μη δυνατοτέρα η φύσις του δημιουργού της φύσεως; ο λόγος αυτού τον ουρανόν έστησεν, ο λόγος αυτού την κτίσιν παρήγαγεν, ο λόγος αυτού αγγέλους εποίησεν, και συ περί γεννήσεως αμφιβάλλεις;”. Και συνεχίζει: “Γι αυτό και τον τιμώρησε ο άγγελος χωρίς να υπολογίση την ιερωσύνη του. Μάλλον γι αυτό κατά κύριον λόγο τιμωρήθηκε, επειδή �ς ιερεύς είχε μεγαλύτερη τιμή από τους άλλους και θα έπρεπε να έχη και μεγαλύτερη πίστη”.

Λέγεται ότι Θεός τιμωρεί με την έννοια ότι επιτρέπει την τιμωρία, επειδή ο Θεός δεν τιμωρεί κανέναν. Ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται και αυτοκολάζεται, επειδή με τα λόγια και τα έργα του εκδιώκει την Χάρη του Θεού. Ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο και σέβεται την ελευθερία του και επιτρέπει τις δοκιμασίες για λόγους παιδαγωγικούς. “Εννόησον φιλανθρωπίαν Δεσπότου... όταν μάθης ότι δικαίως εκολάσθης, τότε σε απαλλάττω της τιμωρίας”. Δέθηκε η γλώσσα, επειδή αυτή “διηκόνησε προς την των ρημάτων απιστίαν” (ιερός Χρυσόστομος).

Δεύτερον. Μετά την γέννηση του αγίου Ιωάννου, ο οποίος ονομάζεται Πρόδρομος και Φωνή του Λόγου του Θεού, ήτοι του Χριστού, ο Προφήτης Ζαχαρίας απέκτησε και πάλι την φωνή του και ελάλησε λόγον αγαθόν. Ευλόγησε τον Θεό, τον ευχαρίστησε για την μεγάλη Του δωρεά και προφήτευσε το μέλλον και την εξέλιξη του παιδιού. Δυσπίστησε από ανθρώπινη αδυναμία, αλλά προφανώς μετενόησε και γι αυτό έλαβε άφεση αμαρτιών και δεν απώλεσε το χάρισμα της προφητείας. Όπως αναφέρει στην προφητεία του, ο Θεός επισκέπτεται με την αγάπη Του τον λαό Του, όταν μετανοή ειλικρινά, και του δίνει άφεση αμαρτιών, για να συνεχίση να Τον λατρεύη “εν οσιότητι και δικαιοσύνη”.

Η περίπτωση του Προφήτη Ζαχαρία πρέπει να μας προβληματίση και να μας κάνη πιο προσεκτικούς. Εάν υπέπεσε αυτός στο αμάρτημα της δυσπιστίας και της αμφιβολίας, πόσο μάλλον κινδυνεύουμε εμείς. Επειδή ούτε την πίστη του προφήτη Ζαχαρία έχουμε, ούτε την αρετή και την εσωτερική του καθαρότητα διαθέτουμε.

Εκκλησιαζόμαστε, μελετούμε την Αγία Γραφή, τους βίους και τους λόγους των Αγίων, ακούμε κηρύγματα, λέμε ότι πιστεύουμε στον Θεό και όμως σε κρίσιμες στιγμές αμφιβάλλουμε για το αν υπάρχη αιώνια ζωή, παράδεισος, κόλαση, άγγελοι, δαίμονες, αν θα γίνη Δευτέρα Παρουσία κ.λ.π. Και μας τρομάζει ο θάνατος, επειδή δεν έχουμε προσωπική εμπειρία της αιωνίου θείας ζωής.

Είναι ανάγκη να πάρουμε στα σοβαρά το θέμα της πνευματικής μας θεραπείας και να μη παίζουμε με την σωτηρία μας, επειδή ο Θεός είναι μεν φιλάνθρωπος, πλην όμως “ου μυκτηρίζεται”.

Πηγή:http://www.parembasis.gr/2003/03_09_06.htm

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΩΫΣΗΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ

(4 Σεπτεμβρίου)

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Γεννήθηκε στην Αίγυπτο σε μια εποχή κατά την οποία είχε νομοθετηθεί η θανάτωση των αρσενικών παιδιών των Εβραίων. Έζησε, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Η μητέρα του για να τον σώση από τον θάνατο, τον ξάπλωσε μέσα σε ένα καλάθι, που το άλειψε με πίσσα για να μη βουλιάζη, και τον άφησε σε ένα ποτάμι. Εκεί τον βρήκε η κόρη του Φαραώ και επειδή της έκανε εντύπωση η χαρούμενη όψη του, θέλησε να τον υιοθετήση και τον έδωσε σε κάποια Εβραία να της τον μεγαλώση. Ο Θεός οικονόμησε έτσι τα πράγματα ούτως ώστε να βρεθή στην αγκαλιά της μητέρας του και να θηλάζη το μητρικό γάλα. Όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να ονομάζεται γιός της κόρης του Φαραώ. Περιφρόνησε τα πλούτη, τις αμαρτωλές ηδονές και την ψεύτικη ανθρώπινη δόξα και προτίμησε να συγκακουχείται με τον λαό του Θεού.

Ο Θεός του έδειξε, στην έρημο, το θαύμα της φλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου, όπου του αποκάλυψε ότι είναι ο Ών, και στην συνέχεια τον κάλεσε να γίνη ηγέτης του λαού του και να τον οδηγήση από την Αίγυπτο, την χώρα της δουλείας, στην γη της επαγγελίας. Αυτός από ταπείνωση αρνήθηκε γιατί ήταν ισχνόφωνος, δηλαδή είχε αδύνατη φωνή, και βραδύγλωσσος. Όμως ο Θεός τον εξέλεξε γιατί είχε άλλα μεγαλύτερα χαρίσματα, όπως υπακοή, προσευχή, υπομονή, δικαιοσύνη, θυσιαστική αγάπη κ.λ.π., που καταξιώνουν έναν αληθινό ηγέτη.

Ήταν ηγέτης ενός λαού “σκληροτράχηλου και απερίτμητου”, δυσκολοκυβέρνητου, που ευεργετήθηκε τα μέγιστα από τον Θεό και από τον ίδιο (τόν Μωϋσή), που όμως εύκολα λησμονούσε τις ευεργεσίες και πολύ συχνά στρεφόταν εναντίον των ευεργετών του. Αλλά ο Μωϋσής κάθε φορά που γκρίνιαζε ο λαός και αγανακτούσε, δεν προσπαθούσε να καταπραΰνη την οργή του με ψεύτικες υποσχέσεις, ούτε προσπαθούσε να βρη “λογικές λύσεις”, αλλά στρεφόταν στον Θεό και με πύρινη προσευχή ζητούσε από Αυτόν την λύση. Και ο Θεός τον κατηύθυνε πάντα και την κατάλληλη στιγμή έδινε την πρέπουσα λύση στο προβλημα. Η προσευχή του Μωϋσή ήταν δυνατή, πύρινη, γιατί γινόταν με καθαρότητα καρδιάς, πόνο ψυχής και με μεγάλη αγάπη για τον λαό. Παρ’ όλο που εξωτερικά δεν ακουγόταν, εν τούτοις ενώπιον του Θεού ανέβαινε ως βοή, που ανάγκασε τον Θεό να ερωτήση: “Τί βοάς προς με;”. Δηλαδή τί θέλεις και φωνάζεις; Τόση δύναμη είχε.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης τον αποκαλεί πρότυπο αρετής και τελείου βίου. Απαντώντας σε πνευματικό του παιδί, που με επιστολή του ζητούσε να του γράψη τα σχετικά με τον τέλειο βίο, ο άγιος Γρηγόριος του περιγράφει και στην συνέχεια του αναλύει τον βίο του Προφήτη Μωϋσή. Τον αποκαλεί Θεόπτη, επειδή αξιώθηκε να δη τον Θεό. Αφού, σύμφωνα με την εντολή του Θεού, νήστεψε σαράντα ημέρες ανέβηκε στο Όρος Σινά, είδε την δόξαν του Θεού και στην συνέχεια παρέλαβε τις Πλάκες με τον “Θεόγραφον Νόμον”. Σύμφωνα με την βιβλική περιγραφή, είδε τα οπίσθια του Θεού και όχι το πρόσωπό Του, δηλαδή είχε μεθέξει των ακτίστων ενεργειών του Θεού και όχι της ακτίστου ουσίας Του. Οι άγιοι μετέχουν όχι της ακτίστου ουσίας του Θεού, αλλά των ακτίστων ενεργειών Του. Κάτι παρόμοιο θα λέγαμε ότι συμβαίνει και με τα κτιστά πράγματα, όπως π. χ. με τον ήλιο. Μετέχουμε καθημερινά των ενεργειών του, όπως είναι το φως η θερμότητα κ.λ.π., όχι όμως και της ουσίας του, γιατί αυτό είναι αδύνατον.

Αναφέρει, λοιπόν, ότι ο Μωϋσής ήταν μέγας και συνεχώς γινόταν μεγαλύτερος και το ανέβασμά του δεν είχε τέλος, αφού δεν έχει τέλος η τελειότητα, την οποία οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν ατέλεστη. “Ο μέγας Μωϋσής, επειδή γινόταν ολοένα μεγαλύτερος, δεν σταματούσε πουθενά το ανέβασμά του, ούτε έβαζε κάποιο όριο στην φορά του προς τα άνω. Αλλά μια και πάτησε την σκάλα όπου στηριζόταν ο Θεός, όπως λέει ο Ιακώβ, ανέβαινε πάντοτε στο πιο πάνω σκαλί και ποτέ δεν έπαυε να υψώνεται, επειδή έβρισκε πάντοτε το ψηλότερο σκαλί από εκείνο όπου είχε σταθεί. Αρνείται την ψευδή συγγένεια με την βασιλοπούλα των Αιγυπτίων και γίνεται εκδικητής του Εβραίου. Μετοικεί και ζη στην έρημο, που δεν την τάραζε η ανθρώπινη ζωή. ... Βλέπει την λάμψη του φωτός, κάνει ανάλαφρο το ανέβασμά του προς το φως με την αφαίρεση των υποδημάτων του. Βγάζει από την σκλαβιά στην ελευθερία τους συγγενείς και ομοφύλους του, βλέπει τον εχθρό να πηγαίνη στο βυθό βουλιάζοντας κάτω από το κύμα ... Τί μας διδάσκουν όσα είπαμε; Να αποβλέπομε δια βίου σε ένα τέλος, με τις πράξεις της ζωής μας να ονομαστούμε υπηρέτες του Θεού... Να θεωρήσομε ως μόνο φοβερό το να εκπέσομε από την φιλία του Θεού και να κρίνομε ως μόνο ακριβό και ποθητό για μας το να γίνομε φίλοι του Θεού, πράγμα που είναι, σύμφωνα με τον λόγο μου, η τελειότητα της ζωής”. (Ε.Π.Ε., Γρηγ. Νύσσης, τόμος 9, Δύο λόγοι “Στο βίο του Μωϋσή”).

Στο Θαβώρ, το Όρος της Μεταμορφώσεως του Χριστού, ήταν παρών μαζί με τον Προφήτη Ηλία και αυτό έγινε, σύμφωνα με τον ιερό υμνογράφο, για να γίνη φανερό ότι ο Θεάνθρωπος Χριστός “ζώντων και νεκρών κυριεύει”.

Ο Προφήτης Μωϋσής αποτελεί πρότυπο πίστεως, “πίστει Μωσής μέγας εγένετο”, ελεύθερης υπακοής, πύρινης προσευχής, δικαιοσύνης και ανιδιοτελούς αγάπης. Ήταν και παραμένει πρότυπο αληθινού ηγέτη και οδηγού από την αιγυπτιακή δουλεία των παθών στην όντως ζωή, στην πραγματική ελευθερία, την ελευθερία “τών τέκνων του Θεού”.
Πηγή:http://www.parembasis.gr/index.htm

Αναζήτηση