Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Οι Δώδεκα Απόστολοι

Απόστολοι ονομάζονται οι μαθητές του Χριστού οι οποίοι εγκατέλειψαν τα πάντα όταν δέχτηκαν τη κλήση από Τον Κύριο και Τον ακολούθησαν σε ολόκληρη τη διακονία Του μέχρι και την Ανάληψη. Το όνομα Απόστολοι δόθηκε σε αυτούς από τον ίδιο Τον Κύριο «προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού, και εκλεξάμενος απ᾿ αὐτών δώδεκα, ους και Αποστόλους ωνόμασεν...» (Λουκ. στ´, 12-13).

Οι Δώδεκα Απόστολοι που εξέλεξε ο Χριστός ώστε να συνεχίσουν το έργο Του, δεν είχαν μόρφωση ούτε και προέρχονταν από την ανώτερη κοινωνική τάξη του Ιουδαϊσμού. Όλοι κατάγονταν απο την πτωχή Γαλιλαία, εκτός από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που καταγόταν απο την Ιουδαία. Ήταν άνθρωποι απλοί, βιοπαλαιστές, αλιείς στό επάγγελμα και τελώνες. Οι υιοί του Ζεβεδαίου ήταν σχετικά εύποροι, γιατί όπως αναφέρεται είχαν πλοίο ιδιόκτητο και διατηρούσαν γνωριμίες με τους Αρχιερείς της Ιερουσαλήμ. Η εξωτερική τους εμφάνιση προξενούσε την εντύπωση ότι ήσαν άνθρωποι «αγράμματοι και ιδιώται» (Πραξ. δ´, 13). Ήταν όμως αυτόπτες και ακόλουθοι του Κυρίου και είχαν την άνωθεν κλήση και αποστολή Η αυθεντία των Αποστόλων, κατά τη δράση τους στην Εκκλησία, στηριζόταν στον ίδιο τον Θεό. Έτσι συνέχισαν το έργο του Διδασκάλου τους κινούμενοι διαρκώς από πόλη σε πόλη και χειροτονώντας κατάλληλους διαδόχους.

Οι Δώδεκα είναί οι εξής:


Πέτρος

Πρώτος Απόστολος είναι ο Πέτρος, ὁ κορυφαίος των Αποστόλων, ὁ οποίος προηγουμένως ονομαζόταν Σίμων.

Ήταν έγγαμος ψαράς, αγράμματος, αδελφός του Ανδρέα του Πρωτοκλήτου από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, γιος του Ιωνά. Αυτόν τον Απόστολο μακάρισε ο Κύριος και τον ονόμασε Πέτρο, ενώ την πίστη του αποκάλεσε πέτρα πάνω στην οποία αποφάσισε να οικοδομήσει την Εκκλησία Του. «Μακάριος εί, Σίμων Βαριωνά... συ εί Πέτρος, και επί ταύτῃ τή πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουν αυτής» (Ματθ. ιστ´, 17, 18).Κήρυξε το Ευαγγέλιο πρώτα στην Ιουδαία και Αντιόχεια ακολούθως στη Μικρά Ασία και κατέληξε στη Ρώμη. Εκεί σταυρώθηκε από τον αυτοκράτορα Νέρωνα, (πάνω τα πόδια - κάτω το κεφάλι), όπως ὁ ίδιος το ζήτησε και έτσι έλαβε το άφθαρτο στεφάνι του μαρτυρίου, μεταξὺ των ετών 66 και 69, αφού άφησε δύο καθολικές επιστολές στην Εκκλησιά του Χριστού.

Ανδρέας

Δεύτερος είναι ο Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος, ο αδελφός του Πέτρου.

Ο Ανδρέας υπήρξε μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, αλλά τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον Χριστό. Προσέλκυσε και τον αδελφό του λέγοντας: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Θεωρείται ιδρυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Κήρυξε το Ευαγγέλιο σε όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας και Βυζαντίου. Αργότερα μέσω Θράκης και Μακεδονίας κατήλθε μέχρι τὴν Αχαΐα. Στην Πάτρα έκανε πολλά θαύματα και επειδή πολλοί πίστευαν στον Χριστό ο Ανθύπατος της πόλεως Αιγεάτης κάρφωσε τον Απόστολο σε ένα Σταυρό ανάποδα κι εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Το λείψανό του μετά από πολλά χρόνια μεταφέρθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Ο Άγιος Νικόδημος, δεύτερο Απόστολο, αναφέρει, τον Παύλο, το σκεύος εκλογής του Χριστού, ο οποίος υπερνίκησε όλους τους Αποστόλους στο ζήλο της πίστεως και στους κόπους. Αυτός κήρυξε τον Χριστό από Ιεροσολύμων μέχρι του Ιλλυρικού, όπως ο ίδιος αναφέρει και έφθασε στη Ρώμη αποκεφαλίστηκε.

Ιάκωβος του Ζεβεδαίου

Τρίτος Απόστολος είναι ο Ιάκωβος, ο του Ζεβεδαίου, αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστή.

Ο Κύριος τον ελάμβανε μαζί με τον Πέτρο και Ιωάννη ιδιαιτέρως στις προσευχές, αλλά και στη Μεταμόρφωσή Του. Κήρυξε το Ευαγγέλιο σ᾿ ολόκληρη τὴν Ιουδαία. Ο Ηρώδης Αγρίππας όμως για την πολλή παρρησία που είχε, τον θανάτωσε με μαχαίρι το 44 μ.Χ. και έτσι έγινε ὁ δεύτερος μάρτυρας της πίστεώς μας μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο ( 43 μ.Χ.).

Ιωάννης του Ζεβεδαίου

Τέταρτος είναι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, αδελφός του Ιακώβου.

Είναι ο Απόστολος που αγαπήθηκε από τον Χριστό «σφόδρα» και ο επιπεσών επί το στήθος Αυτού. Ο Ιωάννης έχει λάβει τα περισσότερα επίθετα: Απόστολος, Ευαγγελιστής, Θεολόγος, Μαθητής της αγάπης, Ηγαπημένος μαθητής, Επιστήθιος, Παρθένος, Βοανεργὲς - υιός της Βροντής. Κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία. Εξορίστηκε στην Πάτμο, οπού πλήθη απίστων προσήλθαν στο Χριστιανισμό. Όταν επέστρεψε στην Έφεσο αναπαύθηκε εν ειρήνη (περίπου 95 χρονών). Νωρίτερα μας άφησε το Ευαγγέλιό του, τρεις Καθολικές επιστολές και την Αποκάλυψη.

Φίλιππος

Πέμπτος Απόστολος του Χριστού είναι ο Φίλιππος ο από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίος, συμπατριώτης του Ανδρέου και Πέτρου.

Είναι αυτός που είπε στο Ναθαναήλ «ον έγραψε Μωσής και Προφήται ευρήκαμεν,Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ἰω. α´, 46). Κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία (Λυδία και Μυσία) και στην Ιεράπολη μαζί με τον Βαρθολομαίο (Ναθαναήλ) και την αδελφή του Μαριάμνη. Μαρτύρησε τρυπημένος στους αστραγάλους και καρφωμένος σ᾿ ένα ξύλο στην Ιεράπολη. Λόγω σεισμού που ακολούθησε οι συνοδοί του αφέθηκαν ελεύθεροι.

Βαρθολομαίος

Έκτος είναι ο Βαρθολομαίος ή Ναθαναήλ.

Όταν ο φίλος του Φίλιππος του είπε για τον Χριστό τ᾿ ανωτέρω και πλησίασε, ο Χριστός τον προϋπάντησε λέγοντας: «Ιδέ αληθώς Ισραηλίτης, εν ω δόλος ούκ έστι» (Ἰω. α´, 48).

Κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ινδούς, οι οποίοι ονομάζονταν Ευδαίμονες και τους παρέδωσε το κατά Ματθαιόν Ευαγγέλιον. Από τους άπιστους όμως σταυρώθηκε στην Ουρβανούπολη. Εκεί παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

Θωμάς

Έβδομος Απόστολος είναι ο Θωμάς πού λεγόταν και Δίδυμος.

Είναι ο Μαθητής που για την απιστία του είπε ὁ Κύριος: «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ἰω. κ´, 27) και αυτός ψηλαφώντας τον είπε: «Ὁ Κύριος μου και ο Θεός μου» (κ´, 28). Κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στους Πάρθους, Μήδους, Πέρσες και Ινδούς. Ο Βασιλεύς των τελευταίων, επειδή ο Θωμάς βάπτισε και τον υιό του, τον φυλάκισε και τελικά τον καταδίκασε σε θάνατο: Οι στρατιώτες τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους.

Ματθαίος του Αλφαίου

Όγδοος είναι ο Ματθαίος, ο Τελώνης, αδελφός του Ιακώβου του Αλφαίου.

Είναι αυτός που ακολούθησε τον Χριστό αφού εγκατέλειψε «την υπηρεσίαν του». Μετά το μεγάλο δείπνο που προσέφερε στον Χριστό έγινε Απόστολος και Ευαγγελιστής. Το Ευαγγέλιο του το έγραψε στην Αραμαϊκή γλώσσα οκτώ χρόνια μετά την Πεντηκοστή, αργότερα όμως μεταφράστηκε στα Ελληνικά. Κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους και Μήδους στους οποίους ίδρυσε Εκκλησία, μετά από πολλά θαύματα που έκανε σ᾿ αυτούς. Τελικά θανατώθηκε από τους άπιστους διά πυράς.

Ιάκωβος του Αλφαίου

Ένατος είναι ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου, αδελφός του Λευὶ δηλ. του Ματθαίου.

Λέγεται και Ιάκωβος ο μικρός, πρός διάκριση απο τον Ιάκωβο το μεγάλο, τον αδελφό του Ιωάννου, αλλά και πρός διάκριση από τον Ιάκωβο τόν Αδελφόθεο. Ο τόπος στον οποίο εκήρυξε ο Απόστολος Ιάκωβος δεν είναι εξακριβωμένος. Αναγράφεται ότι εκήρυξε στα έθνη και ονομάστηκε σπέρμα θείο. Κηρύττοντας και ελέγχοντας τους απαίδευτους λαούς κρεμάστηκε σε σταυρό και έτσι παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό.

Σίμων ο Κανανίτης

Δέκατος Απόστολος είναι ο Σίμων ο Κανανίτης ή Ζηλωτής, από την Κανά της Γαλιλαίας.

Ο Σίμων ανήκε στο κόμμα των Ζηλωτών και από εκεί προήλθε η ονομασία του αυτή την οποία και διατήρησε και ως Απόστολος, (όπως και ο Ματθαίος ὁ Τελώνης). Κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στη Μαυριτανία και γενικά στην Αφρική. Τελικά μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο.

Ιούδας Θαδδαιος ή Λεββαίος

Ενδέκατος είναι ο Ιούδας Ιακώβου, τον οποίο ο Ματθαίος ονομάζει Λεββαίο ή Θαδδαΐο.

Ο Ιούδας, δηλαδή αυτός διακρινόμενος απο τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον προδότη, είναι αδελφός του Ιακώβου του Αδελφοθέου και επομένως υιός του Ιωσήφ του μνήστορος. Άρα είναι «αδελφός» του Κυρίου. Λεββαίος σημαίνει θαρραλέος και Θαδδαίος (στα Αραμαικά) σημαίνει μεγάθυμος, μεγαλόψυχος. Είναι συγγραφεύς της Καθολικής επιστολής Ιούδα. Κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία και φώτισε τα ευρισκόμενα στη χώρα αυτή έθνη. Πήγε και στην Έδεσσα, όπου θεράπευσε τον Τοπάρχη. Τελικά τον κρεμάσανε και τον θανάτωσαν με βέλη.

Ματθίας

Δωδέκατος Απόστολος τον Χριστού είναι ο Ματθίας, στη θέση του προδότη Ιούδα.

Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι, αφού επέλεξαν δύο, τους καταλληλότερους από τούς εβδομήκοντα Αποστόλους, έβαλαν κλήρο «και προσευξάμενοι... έπεσεν ο κλήρος επί Ματθίαν και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα Αποστόλων» (Πραξ. α´, 24,26). Κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στην Αιθιοπία και αφού υπέμεινε πολλά βασανιστήρια από τους απίστους παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

Ο Ύμνος της Αγάπης από την Α' προς Κορινθίους Επιστολή

Ἀδελφοὶ, ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὔς μὲν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες δυνάμεις; μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; μὴ πάντες διερμηνεύουσι;ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα· καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὀδὸν ὑμῖν δείκνυμι.

Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει. εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται. ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.



Εσείς όμως είστε σώμα Χριστού και μέλη του ο καθένας σας χωριστά. Και αυτούς βέβαια έθεσε ο Θεός μέσα στην εκκλησία: πρώτα αποστόλους, δεύτερο προφήτες, τρίτο δασκάλους, έπειτα θαυματουργικές δυνάμεις, έπειτα χαρίσματα ιαμάτων, παροχές βοηθειών, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών. Μήπως είναι όλοι απόστολοι; Μήπως όλοι προφήτες; Μήπως όλοι δάσκαλοι; Μήπως όλοι κάνουν θαυματουργικές δυνάμεις; Μήπως όλοι έχουν χαρίσματα ιαμάτων; Μήπως όλοι λαλούν γλώσσες; Μήπως όλοι διερμηνεύουν; Ποθείτε όμως με ζήλο τα χαρίσματα τα μεγαλύτερα. Και ακόμα σας δείχνω μια οδό υπερβολικά έξοχη:

Αν τις γλώσσες των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αλλά αγάπη δεν έχω, έχω γίνει χαλκός που ηχεί ή κύμβαλο που αλαλάζει. Και αν έχω προφητεία και ξέρω τα μυστήρια όλα και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε όρη να μετακινώ, αλλά αγάπη δεν έχω, τίποτα δεν είμαι. Και αν δώσω για τροφή όλα τα υπάρχοντά μου και αν παραδώσω το σώμα μου, για να καώ, αλλά αγάπη δεν έχω, τίποτα δεν ωφελούμαι. Η αγάπη μακροθυμεί, συμπεριφέρεται με χρηστότητα, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δε μεγαλοκαυχιέται, δε φουσκώνει από υπερηφάνεια, δε συμπεριφέρεται άσχημα, δε ζητά τα δικά της, δεν παροξύνεται, δε λογίζεται το κακό, δε χαίρει για την αδικία, συγχαίρει όμως στην αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν πέφτει.
Είτε όμως προφητείες, θα καταργηθούν. είτε γλώσσες, θα πάψουν. είτε γνώση, θα καταργηθεί. Γιατί μερικώς γνωρίζουμε και μερικώς προφητεύουμε. Όταν όμως έρθει το τέλειο, το μερικό θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, λαλούσα σαν νήπιο, φρονούσα σαν νήπιο, λογιζόμουν σαν νήπιο. όταν έγινα άντρας, κατάργησα τα νηπιακά πράγματα. Γιατί βλέπουμε τώρα μέσα από κάτοπτρο αινιγματικά, τότε όμως πρόσωπο με πρόσωπο. τώρα γνωρίζω μερικώς, τότε όμως θα γνωρίσω καλά καθώς και γνωρίστηκα καλά. Τώρα λοιπόν μένουν: πίστη, ελπίδα, αγάπη. τα τρία αυτά. Μεγαλύτερη όμως από αυτά είναι η αγάπη.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ φοβίες τῶν ἀνθρώπων

Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

Ἐνέργειες τοῦ φόβου
Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν γεννιέται, ἔχει μέσα του (κληρονομοῦνται σ᾿ αὐτὸν) ψυχολογικὲς καὶ σωματικὲς ἀδυναμίες· π.χ. ἡ ἀκόρεστη δίψα γιὰ ζωή, ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ φθορὰ τοῦ σώματος, οἱ ποικίλες ἰδιόμορφες καταστάσεις, καχυποψίες γιὰ ἄλλους καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὅλα αὐτὰ τοῦ προκαλοῦν φόβο. Ὁ φόβος δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τελειοποιηθεῖ στὴν ἀγάπη.
Ὁ Χριστὸς ὅμως ἦλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ τῆς κολάσεως, (Ἑβρ. β´ 14-15). Δὲν μᾶς ἔφερε πνεῦμα δειλίας, ποὺ προκαλεῖ φόβο, ἀλλὰ πνεῦμα υἱοθεσίας (Ῥωμ. η´ 14-15). Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε.
Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ ἐλευθερώνεται καὶ ὁδηγεῖται στὴν ἀγάπη ποὺ «ἔξω βάλλει τὸν φόβο» (Α´ Ἰω. δ´ 18). Γιὰ νὰ φτάσουμε ὅμως στὴν ἀγάπη, χρειάζεται ἀγώνας καὶ ἄσκηση καὶ φυσικὰ δὲν ζεῖ κάποιος τὴν κατάσταση αὐτὴ διὰ μιᾶς.
Στὰ πρῶτα βήματά του πρὸς τὴν τελείωση, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔχει φόβο γιὰ μερικὰ πράγματα, ὅπως π.χ. γιὰ τὴν κόλαση, τὴν ἁμαρτία, τὴν γέενα τοῦ πυρός. Νὰ φοβηθεῖ τὴν ἁμαρτία μήπως τὸν χωρίσει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ καταδικασθεῖ.
Γνῶμες τῶν ἁγίων πατέρων ἐπί τῆς ἀπόψεως αὐτῆς
• Ὁ φόβος ποὺ ἔχουμε νὰ μὴν πέσουμε στὴν ἁμαρτία εἶναι ἀρετή. Ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. (Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος)

• Ὁ φόβος εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πένθος τῶν ἁμαρτημάτων (Πέτρος ὁ Δαμασκηνός).

• Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο, φοβεῖται τὴν κόλαση, κι αὐτὸς ποὺ φοβεῖται τὴν κόλαση, τηρεῖ τὶς ἐντολές. Αὐτὸς πάλι ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολές, ὑπομένει τὶς θλίψεις, κι ὅποιος ὑπομένει τὶς θλίψεις, ἀποκτᾶ τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεὸ (ὅπ.π.).

• Ἄλλο πρᾶγμα νὰ φοβεῖσαι τὸν Θεὸ καὶ ἄλλο νὰ ἐφαρμόζεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ (Συμεὼν ὁ ν. Θεολόγος).

• Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς στὴν πνευματική μας ζωὴ προηγεῖται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς κάνει νὰ πενθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν ὡς καρπός. Ὁ ἔμφυτος φόβος βοηθάει μαζὶ μὲ τὴν πίστη στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν.

• Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀναγκάζει νὰ πολεμᾶμε τὴν κακία καὶ ἐνῶ τὴν πολεμᾶμε, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν πολεμεῖ (Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής).

• Ἡ ρίζα τῆς εὐλάβειάς μας πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο γιὰ νὰ πολεμήσουμε τὶς δυσκολίες στὴν πνευματική μας πορεία (Ἰω. ὁ Χρυσόστομος).

• Παράδειγμα χαρακτηριστικὸ ὁ ληστής. Ὅλοι ξέρουμε τί εἶπε στὸν ἐξ εὐωνύμων τοῦ Χριστοῦ κακοῦργο, πού λοιδοροῦσε τὸν Χριστό: «οὐχὶ σὺ ὁ Χριστός; σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῶ λέγων· οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῶ κρίματι εἶ;» (Λουκ. κγ´ 29). Μπροστὰ στὸν Κύριο ὁ εὐγνώμων ληστὴς αἰσθάνθηκε μεγάλο φόβο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ εἶπε τὰ περίφημα ἐκεῖνα λόγια· «Ἰησοῦ, μνήσθητί μου ὅταν ἔλθῃς ἐν τὴ βασιλεία σου» (Λουκ. κγ´ 41).

Πῶς ἐνεργεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος λέγει πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ξυπνάει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἐπινοήσεων τοῦ διαβόλου. Ὅπως τὰ Χερουβὶμ ἦσαν ἄγρυπνα μπροστὰ στὴν θύρα τοῦ Παραδείσου, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγρυπνος φύλακας τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴν πέσει στὴν ἁμαρτία. Αὐτὸν τὸν φόβο χρειάζεται νὰ τὸν διατηρεῖ γιὰ νὰ μὴ βλαβεῖ ἀπὸ τὸν ἐχθρό.
Πράγματι πολλὲς φορὲς συγκρατούμεθα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, διότι μέσα μας ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἀναλογιζόμαστε· «πῶς θὰ τὸ κάνω αὐτό; φοβᾶμαι τὸν Θεό, φοβᾶμαι τὴν κόλαση». Ὁ σωτήριος αὐτὸς φόβος μᾶς κάνει νὰ μισοῦμε τὴν ἀδικία, τὴν ὕβρη καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Αὐτός, ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ, ἀπομακρύνει εὔκολα τοὺς λογισμοὺς τοῦ διαβόλου, ἀφοῦ δὲν αἰχμαλωτίζεται μὲ τίποτε. Δὲν ἔχει περισπασμοὺς στὸ νοῦ του, διότι περιμένει τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἐπιμελεῖται τῶν ἀρετῶν, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθεῖ.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία μήτρα. ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ σπέρμα. κι αὐτὸ ποὺ θὰ γεννηθεῖ, εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἔχουμε καθαρὴ ἐλεημοσύνη, δηλ. ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κενοδοξία, φιλαργυρία καὶ ἡδονή, πρέπει νὰ προηγηθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ νεκρώσει τὰ πάθη αὐτά.
Ὅποιος θέλει νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεό, θὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸν φόβο του. Ἐξαιτίας αὐτοῦ του φόβου προσέχουμε καὶ τὰ λεπτότατα ἁμαρτήματα. Ἕνας ποὺ φοβᾶται τὸν Θεό, λέγει καὶ τὰ πιὸ μικρά του ἁμαρτήματα, διότι ἔχει τὴν ἐντύπωση, πὼς μετὰ θάνατο τὸν περιμένουν πολὺ ἄσχημες καταστάσεις.
Ὅποιος φοβᾶται τὸν Θεό, ἀγαπάει τὴν ἐγκράτεια. Μὲ φόβο πηγαίνει νὰ κοινωνήσει. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», προσκαλεῖ ὁ λειτουργὸς τοὺς πιστούς. Ὁ φοβούμενος τὸν Κύριο, δὲν φοβεῖται τῶν δαιμόνων τὶς ὁρμές, οὔτε τὶς ἀπειλὲς τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ φόβος διακρίνεται σέ δύο εἴδη
Οἱ Πατέρες λένε πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔχει δύο μορφές. Εἶναι ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν καὶ ὁ φόβος τῶν τελείων.
Ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν ἢ τῶν ἀρχαρίων, ποὺ ὑπάρχει μέσα μας καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πέσουμε στὴν ἁμαρτία ἐξαιτίας τῆς κολάσεως. «Εἰσαγωγικὸς ἐστὶν ὁ ἀπέχων τῆς κακίας». Αὐτός, ποὺ ἔχει αὐτὸν τὸν φόβο φοβᾶται σὰν δοῦλος τὰ κολαστήρια, τὶς τιμωρίες καὶ τὶς καταδίκες.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ τέλειοι, ποὺ ἔχουν καὶ αὐτοὶ φόβο, ἀλλὰ μὲ ἄλλη μορφή. Φοβοῦνται μήπως παραβοῦν κάποια ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν λυπήσουν. Φοβοῦνται μήπως ὑποστοῦν τροπὴ ἢ ἀλλοίωση στὴν πνευματική τους ζωὴ καὶ πέσουν στὴν ἁμαρτία.
Ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν ἐξαφανίζεται, ὅταν συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ δεύτερος, τῶν τελείων, παραμένει συνεχῶς στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἁγιάζει περισσότερο.
Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καταλαβαίνουμε πὼς μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε τὰ μέγιστα ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μία εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας τὸ τονίζει αὐτὸ ἐμφατικά. «Ἔνθες ἡμῖν καὶ τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες».
Αὐτὲς τὶς πνευματικὲς καταστάσεις ἂς ἐπιζητοῦμε σταθερά, γιὰ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἀνθρώπινες φοβίες
Εἴδαμε διεξοδικὰ τί εἶναι ὁ φόβος καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ἐνέργειές του. Ἂς δοῦμε τώρα τὶς ἀνθρώπινες φοβίες.
Φοβία, ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, δηλ. τὴν ψυχιατρική, ἡ πάθηση ἐκείνη, ὅπου τὸ ἄτομο κατακλύζεται ἀπὸ φόβο, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ αἰτία φόβου.
Λέμε ὅτι κάποιος ἔχει κλειστοφοβία, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει σὲ κλειστοὺς χώρους, π.χ. σὲ ἀνελκυστήρα, ἢ νὰ ταξιδεύσει μὲ ἀεροπλάνο, τρένο κ.λπ., ἐπειδὴ καταλαμβάνεται ἀπὸ μεγάλου βαθμοῦ φόβο. Πλεῖστα πράγματα καὶ καταστάσεις μποροῦν νὰ γίνουν ἀφορμὴ τέτοιας φοβίας. Τὰ συνηθέστερα εἶναι: Πλατεῖες ἢ χῶροι ὅπου ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι (ἀγοροφοβία), ἡ ἄνοδος σὲ ὑψηλοὺς ὀρόφους κτηρίων (ὑψοφοβία), ζωύφια ἀκίνδυνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως π.χ. μικρὲς ἀράχνες (ἀραχνοφοβία) κατσαρίδες (κατσαριδοφοβίες) κ.λπ.
Ἐπίσης φόβος τῶν μικροβίων (μικροβιοφοβία), γι᾿ αὐτὸ καὶ πλένουν τὰ χέρια καὶ τὰ ἐνδύματα συχνότατα. Ἀκόμη διάφορες ἀρρώστειες, ὅπως π.χ. ὁ καρκίνος (καρκινοφοβία), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προσέχουν νὰ μὴν τοὺς ἐγγίσει ἄνθρωπος, ποὺ πάσχει ἀπὸ τὴ νόσο αὐτή, ἢ κάποια ἄλλη.
Ὅσοι ἔχουν μία ἀπὸ τὶς φοβίες αὐτές, δὲ σημαίνει πὼς εἶναι ἄτομα δειλὰ καὶ μὲ μειωμένη προσωπικότητα. Ἀντιθέτως μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιτυχημένοι ἐπαγγελματίες, σωστοὶ ἐπιστήμονες, ἢ ἀκόμη νὰ ἐπιδίδονται καὶ σὲ τολμηρὲς δραστηριότητες, ὅπως π.χ. τὴν ὀρειβασία.
Ἡ κατάσταση τῆς φοβίας ὀφείλεται σὲ κάποια διαταραχὴ τῆς λειτουργίας τοῦ κεντρικοῦ νευρικοῦ συστήματος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πάσχει ἀπὸ τὴ φοβία, δὲν ἔχει ἄλλα ψυχοπαθολογικὰ συμπτώματα, τότε ἡ ὀδυνηρὴ αὐτὴ κατάσταση ὀνομάζεται νευρωτικὴ φοβία καὶ τὸ ἄτομο ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τοῦ παραλόγου τῆς φοβίας του.
Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς προσπάθειές του δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ εὔκολα. Ἀκόμη ἡ φοβία μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ συμπτώματα ψυχοπάθειας, ὅπως π.χ. ἡ μελαγχολία κ.λπ. Ἂς ἀναφέρουμε καὶ δύο παραδείγματα.
Ἕνας γιατρὸς μοῦ ἔλεγε πὼς τὸν ἐπισκεπτόταν συχνὰ κάποιος, ποὺ εἶχε τὴ φοβία τοῦ ἐμφράγματος τῆς καρδιᾶς καὶ γενικώτερα τῆς φοβίας τοῦ θανάτου. Εἶχε καχυποψίες γιὰ τοὺς πάντες καὶ ἔτρεμε στὴν ἰδέα πὼς μπορεῖ νὰ πάθει ἔμφραγμα. Κάθε τόσο πήγαινε στὸν γιατρὸ καὶ ἐξέφραζε τὶς ἀνησυχίες του. Ὅταν μετὰ ἀπὸ χρόνια συνέβη νὰ πάθει καρκίνο ἥπατος, ἐπειδὴ ἦταν συνειδητὸς χριστιανός, ἀντιμετώπισε τὴν ἀσθένεια μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία καὶ ὑπομονὴ καὶ τὸ καταπληκτικὸ ἦταν, πὼς ἥσυχος περίμενε τὸ θάνατο.
Τὸ ἄλλο παράδειγμα. Καπετάνιος ἐμπορικοῦ πλοίου, ποὺ διέπλεε συχνά τούς ταραγμένους ὠκεανοὺς καὶ ἀντιμετώπιζε μὲ ἐπιτυχία τὶς φοβερὲς φουρτοῦνες τῆς θάλασσας, τὸν ἔπιανε μεγάλη φοβία, ὅταν ἔμπαινε στὸ λιμάνι καὶ ἔβλεπε συνωστισμὸ (μποτιλιάρισμα) πλοίων. Νόμιζε πὼς δὲ θὰ τὰ κατάφερνε νὰ μπεῖ μέσα. Δὲν φοβόταν τὰ ἄγρια κύματα τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ἔτρεμε τὸν συνωστισμὸ τοῦ ἀσφαλοῦς λιμανιοῦ.
Ἕνας πνευματικὸς τί μπορεῖ νὰ κάνει στὴν προκειμένη περίπτωση; Φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει κατευθύνσεις ποὺ ἔχουν σχέση μὲ φάρμακα καὶ ἰατρικὲς ἀγωγές. Οἱ παρατηρήσεις τοῦ τύπου, πὼς αὐτὸ ποὺ ἔχει ὁ ἀσθενὴς δὲν εἶναι τίποτε, καὶ ἡ προτροπὴ νὰ μὴν πάει στὸ γιατρό, δὲν ἔχουν καλὰ ἀποτελέσματα.
Ἐὰν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰατρικὴ θεραπεία, θὰ τὸ κρίνει ἕνας καλὸς καὶ δοκιμασμένος γιατρός. Γίνεται πολλὲς φορὲς μὴ πιστευτὸς καὶ μὴ ἔγκυρος ὁ πνευματικὸς ποὺ δίνει τέτοιες συμβουλές. Τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ στὸ ἐξομολογητήριο εἶναι νὰ φύγει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ καταφύγει στὴν βοήθειά του καὶ ἔχει φοβίες, μὲ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ μὲ ἐλπίδα πὼς στὴ δίνη τοῦ προβλήματός του δὲν θὰ εἶναι ἀποῦσα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Καταπληκτικὴ εἶναι ἡ ἐμπειρικὴ διαπίστωση τῶν ἁγίων Πατέρων πὼς ὅσο καθαρίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, τόσο καὶ ἐξαφανίζονται τὰ πάθη του καὶ οἱ ψυχολογικές του ἀνισότητες. Κάποτε ρώτησαν κάποιον ἀπὸ τοὺς Γεροντάδες τί πνευματικὴ ἐργασία κάνει, κι αὐτὸς ἀπάντησε: «Ἡμεῖς νοῦν τηροῦμεν».
Ἡ τήρηση καὶ ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ πολλὲς φοβίες. Ὁ καθαρὸς νοῦς ἡγεμονεύει τῆς κεφαλῆς καὶ ὑποτάσσει ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Ὁ μέγας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει, πὼς πάνω ἀπὸ τὴ σπουδὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει «ἄστρων μεγέθη καὶ φύσεων λόγους», δηλ. θὰ λέγαμε σήμερα ἐπιστημονικὲς γνώσεις, προτιμότερο εἶναι «τὸ εἰδέναι τὸν καθ᾿ ἡμᾶς νοῦν τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν καὶ ταύτην ἰάσασθαι ζητεῖν», νὰ μπορέσει ὁ νοῦς νὰ γνωρίσει τὴν ἀσθένειά του καὶ νὰ ζητήσει τὴν ἴασή του.
Ἡ καλλιέργεια τοῦ νοῦ μὲ τὴν ἡσυχία, τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, τὰ καθαρτικὰ δάκρυα, τὶς ἀκολουθίες, τὴν ἐργασία καὶ μὲ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν πνευματικὸ καὶ ἄλλους πατέρες, καὶ τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ θὰ φέρει θετικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ θὰ μπορεῖ πιὸ δυναμικὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς βασανιστικὲς φοβίες.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν καταλάβει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, καθαρίζει ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ μάλιστα τὴν πιὸ κύρια δύναμη, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς. Ἔτσι μποροῦν νὰ θεραπευθοῦν καὶ οἱ φοβίες.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πρακτικὰ πὼς ἡ ἐργασία τοῦ νοῦ μὲ τὴν συνεχῆ μνήμη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα μέσον γιὰ νὰ ἐλέγξουμε τὶς φοβίες μας. Πίσω ἀπὸ τὰ λόγια της σωτήριας εὐχῆς κρύβεται ἡ παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἔρχεται σὲ ζωντανὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ζωοποιεῖται. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔτσι ἐγκαταλείπονται οἱ φοβίες. Ἔχω ὑπόψη κάποιον, ποὺ εἶχε διάφορες φοβίες, ποὺ τὸν ἐμπόδιζαν νὰ κοιμηθεῖ, καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ λέγει τὴν εὐχὴ καὶ νὰ ἐνεργεῖ μέσα του, πολλὲς ἀπὸ τὶς δύσκολες αὐτὲς καταστάσεις ἐξαφανίσθηκαν.
Ἐπίσης εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ εὐαίσθητοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν πάρα πολὺ ἀπὸ τὶς φοβίες. Ὁ μακάριος Γέροντας π. Παΐσιος ἔλεγε πὼς ὁ πονηρὸς βρίσκει διάφορες εὐκαιρίες καὶ τοὺς εὐαίσθητους τοὺς κάνει πιὸ εὐαίσθητους καὶ τοὺς ἀναίσθητους πιὸ ἀναίσθητους. Οἱ εὐαίσθητοι περνοῦν πολλὲς φορὲς μαρτυρικὲς μέρες ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς φοβίας. Διάφορα γεγονότα τοῦ καθημερινοῦ βίου, ἡ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ καὶ ἐγγενεῖς ψυχολογικὲς καταστάσεις κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑποφέρει πολύ. Τότε χρειάζεται τὴ βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ, νὰ συζητήσει μαζί του, νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια του, νὰ νοιώσει τὴ θεία παρηγοριά. Ἡ παρουσία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ μᾶς ἀγαποῦν ἀνιδιοτελῶς, εἶναι εὐεργετική.
Θὰ θέλαμε νὰ θίξουμε κι ἕνα ἄλλο σημεῖο. Ἡ θεραπεία τῆς φοβίας ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνθυμοῦμαι τὰ λόγια ἑνὸς Γέροντα τοῦ Ἁγίου Ὅρους σὲ κάποιον, ποὺ εἶχε βασανιστικὲς φοβίες. Ἦταν νέος στὴν ἡλικία καὶ φοβόταν νὰ περπατήσει τὴ νύχτα ἢ νὰ περάσει ἀπὸ τοὺς χώρους τῶν κοιμητηρίων, νὰ κοιμηθεῖ μόνος του στὸ δωμάτιο κ.ἄ. Ὁ θεοφώτιστος, λοιπόν, ἐκεῖνος Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ὅλα αὐτὰ τὰ παθαίνεις ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό σου καὶ ἐπειδὴ δὲν κοινωνεῖς συχνά». Ἡ ταπείνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ζωοποιὸς χάρη τῶν μυστηρίων ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ θεραπεύσουν τὴ φοβία.
Δὲν ἀρκεῖ μόνο τὰ φάρμακα τοῦ ἰατροῦ, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ δύναμη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἔρχεται σὲ μᾶς ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἀπὸ τὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις μὲ τὸ Θεό. Ὅπου χρειάζεται νὰ συνδυάσουμε καὶ τὰ δύο, θὰ τὸ κάνουμε. Ἐὰν οἱ φοβίες ἔχουν τὶς ῥίζες τους σὲ καθαρὰ πνευματικὰ αἴτια (ὅπως π.χ. σὲ ἁμαρτίες), θὰ καταφύγουμε στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἕνα ὡραιότατο τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας μας κάνει ἔκκληση στὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ νὰ τὴν μεταποιήσει σὲ χαρά: «Τὰ λυπηρὰ τοῦ σοῦ δούλου, τοῦ παρόντος κινδύνου, τὴν ζάλην τὴν πολλὴν καὶ χαλεπήν, μεταποίησον νῦν, Δέσποτα, καὶ μετάτρεψον τούτου, τὸ πένθος εἰς χαρὰν διηνεκῆ· ἵνα πίστει καὶ πόθῳ, ἀπαύστως μεγαλύνῃ σε» (Παράκλησις ἐπὶ ἀσθένειαν).

Ἂς δώσει ὁ Θεὸς τὴ λύση αὐτὴ σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν προβλήματα καὶ θλίψεις.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Το Σύμβολο της Πίστεως....

Σαν σήμερα 19 Ιουνίου, το 325, καθιερώθηκε από την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Βιθυνίας το Σύμβολο της Πίστεως "Πιστεύω". Το σύμβολο της Πίστεως μας μαθαίνει συνοπτικά τα βασικά δόγματα της Χριστιανικής πίστης.

Αποτελείται από 12 άρθρα και το λέμε σε πολλές ακολουθίες, αλλά επικρατέστερα ακούγεται στο μυστήριο του βαπτίσματος. Στα 9 πρώτα άρθρα του Συμβόλου αυτού κυριαρχεί το ρήμα "πιστεύω", στο 10ο το ρήμα "ομολογώ" και στα άρθρα 11 και 12 το ρήμα "Προσδοκώ". Το 1ο άρθρο αναφέρεται στον Πατέρα. Από το 2ο μέχρι το 7ο, τα άρθρα αναφέρονται στον Υιό. Το 8ο αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα. Το 9ο άρθρο αναφέρεται στην Εκκλησία, το 10ο στο Βάπτισμα, το 11ο στην Ανάσταση των νεκρών, και το 12ο στην Δευτέρα Παρουσία. Ακολουθούν τα άρθρα:

1. Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.

2. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

3. Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.

4. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.

5. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.

6. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.

7. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

8. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς* ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.

9. Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.

10. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

11. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.

12. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Ἀμήν.

Η απόδοση της προσευχής στα νεα ελληνικά έχεις ως εξής:

1. Πιστεύω σε ένα Θεό που είναι Πατέρας και Παντοκράτορας, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, όλα όσα βλέπουμε κι όσα είναι αόρατα σε μας.
2. (Πιστεύω) Και σε ένα Κύριο τον Ιησού Χριστό, τον μονάκριβο Υιό του Θεού, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από όλους τους αιώνες. Είναι φως που προήλθε από φως, είναι Θεός αληθινός που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, είναι από την ίδια ουσία με τον Πατέρα, και μέσω αυτού έγιναν τα πάντα.
3. Για μας τους ανθρώπους και για τη σωτηρία μας κατέβηκε από τους ουρανούς και πήρε τη δική μας σάρκα από το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία, και έγινε άνθρωπος.
4. Σταυρώθηκε για μας όταν ήταν ηγεμόνας ο Πόντιος Πιλάτος, και έπαθε, και τάφηκε.
5. Την τρίτη ημέρα μετά το θάνατό του αναστήθηκε από τους νεκρούς σύμφωνα με τις Γραφές.
6. Και ανέβηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα.
7. Και θα έρθει πάλι με δόξα να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς, και δεν θα υπάρξει τέλος στη βασιλεία Του.
8. (Πιστεύω) Και στο Πνεύμα το Άγιο, το Κύριο, το ζωοποιό, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, που προσκυνείται και δοξάζεται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, το οποίο μίλησε μέσω των προφητών.
9. (Πιστεύω και) Σε μία, άγια, καθολική και αποστολική Εκκλησία.
10. Ομολογώ ένα βάπτισμα με το οποίο επιτυγχάνεται άφεση αμαρτιών.
11. Προσδοκώ την ανάσταση των νεκρών.
12. Και τη ζωή στη μέλλουσα αιωνιότητα.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Τί εἶναι ἡ ταπείνωση

Τί εἶναι ἡ ταπείνωση;


(Ἀπαντᾶ ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν)

Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση μπορεί να φανεί παράδοξη γιατί είναι ριζωμένη σε μια περίεργη διαβεβαίωση: Ο ίδιος ο Θεός είναι ταπεινός! Για κείνον που γνωρίζει τον Θεό, που Τον ατενίζει μέσα στη δημιουργία Του και στις σωτήριες ενέργειές Του, είναι φανερό ότι η ταπείνωση είναι πραγματικά μια θεία ποιότητα, είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο και η λάμψη της δόξας από την οποία, όπως ψέλνουμε στη Θεία Λειτουργία, είναι «πλήρης ο ουρανός και η γη». Μέσα στην ανθρώπινη διανοητικότητά μας έχουμε την τάση να μη μπορούμε να συμβιβάσουμε τη «δόξα» με την «ταπείνωση» - αφού μάλιστα η ταπείνωση θεωρείται ψεγάδι ή ελάττωμα. Ακριβώς όμως η άγνοιά μας και η αδεξιότητά μας είναι εκείνα που μας κάνουν ή θα έπρεπε να μας κάνουν να νιώθουμε ταπεινοί.

Είναι σχεδόν αδύνατο να μεταφέρεις στο σύγχρονο άνθρωπο που τρέφεται με τη δημοσιότητα, την αυτοπροβολή και την ατέλειωτη αυτοεξύμνηση, το γεγονός ότι εκείνο που είναι αυθεντικά τέλειο, όμορφο και καλό είναι την ίδια στιγμή γνήσια ταπεινό. Ακριβώς γιατί η τελειότητα δεν έχει ανάγκη από τη «δημοσιότητα», την εξωτερική δόξα ή από την κάθε είδους επίδειξη.

Ο Θεός είναι ταπεινός γιατί είναι τέλειος. Η ταπείνωσή Του είναι η δόξα Του και η πηγή κάθε αληθινής ομορφιάς, τελειότητας και καλοσύνης. Αυτό συνέβηκε με την Παναγία, τη Μητέρα του Χριστού, που η ταπείνωση την έκανε χαρά όλης της οικουμένης και τρανή αποκάλυψη της ωραιότητας πάνω στη γη· αυτό έγινε και με όλους τους αγίους· το ίδιο συμβαίνει και με κάθε ανθρώπινη ύπαρξη στις σπάνιες στιγμές της επαφής της με το Θεό.

Πως κανείς γίνεται ταπεινός; Η απάντηση για ένα χριστιανό είναι απλή: με την ενατένιση του Χριστού, που είναι η σαρκωμένη Θεία ταπείνωση, ο Ένας, μέσα στον οποίο ο Θεός αποκάλυψε, μια για πάντα, τη δόξα Του σαν ταπείνωση και την ταπείνωσή Του σαν δόξα. «Νῦν» είπε ο Χριστός τη νύχτα της άκρας ταπείνωσής Του, «ἐδοξάσθη ὁ υἰός τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ».


Η ταπείνωση μαθαίνεται ατενίζοντας το Χριστό ο οποίος είπε: «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11: 29). Τελικά γινόμαστε ταπεινοί με το να μετράμε το καθετί με μέτρο το Χριστό και να αναφερόμαστε για όλα σ’ Αυτόν. Χωρίς τον Χριστό η αληθινή ταπείνωση είναι αδύνατη, ενώ στην περίπτωση του Φαρισαίου, ακόμα και η θρησκεία, γίνεται υπερηφάνεια για τα επιτεύγματά του· έχουμε δηλαδή ένα είδος φαρισαϊκής αυτό-δοξολογίας.

Η περίοδος λοιπόν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αρχίζει με μια αναζήτηση, μια προσευχή για ταπείνωση που είναι η αρχή της αληθινής μετάνοιας. Γιατί μετάνοια, πάνω από καθετί άλλο, είναι η επιστροφή στη γνήσια τάξη των πραγμάτων, η «αναμόρφωση του αρχαίου κάλλους». Η μετάνοια επομένως είναι θεμελιωμένη στην ταπείνωση και η ταπείνωση – η Θεία και θαυμαστή ταπείνωση – είναι καρπός της και τέρμα της.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρόδου κ.κ. Κύριλλος

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κογεράκης), γεννήθηκε στην Κουμάσα Μονοφατσίου Ηρακλείου (Δήμου Γόρτυνας) στις 2 Ιουλίου 1964.

Τις εγκύκλιες σπουδές του περάτωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Σπούδασε Θεολογία στην Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στον κλάδο της Λειτουργικής.

Με υποτροφία του ιδρύματος PRO ORIENTE σπούδασε Καθολική Θεολογία, στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Graz της Αυστρίας (Karlsuniversitat).

Μοναχός εκάρη στην παλαίφατο και ιστορική Μονή της Αγκαράθου (17-2-1991) από τον Ηγούμενο Γεννάδιο Σταυρουλάκη. Από τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Τιμόθεο χειροτονήθηκε Διάκονος την 23η Φεβρουαρίου 1991 και Πρεσβύτερος την 16η Αυγούστου 1995. Την ίδια ημέρα ελαβε το οφίκκιο του Αρχιμανδρίτη.

Υπηρέτησε ως Αρχιδιάκονος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αυστρίας κ. Μιχαήλ (1991–1995).

Διετέλεσε Ιεροκήρυκας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης (1995–2000) και Διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού αυτής (1996-2000).

Tο έτος 2000 ονομάστηκε από τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Τιμόθεο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης.

Την 20η Απριλίου του έτους 2004 εξελέγη από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπολίτης Ρόδου και χειροτονήθηκε την 25η του ιδίου μήνα (Κυριακή των Μυροφόρων) στην Ιερά Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή από την Α. Θ. Παναγιότητα, τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο.

Ασχολήθηκε με την αρθρογραφία στον τοπικό τύπο του Ηρακλείου και σε Εκκλησιαστικά περιοδικά. Έχει συντάξει μεγάλο αριθμό Ακολουθιών Αγίωντης Ορθοδόξου Εκκλησίας, πολλές από τις οποίες έχουν εκδοθεί στο «Κρητικό Πανάγιο» καθώς και σε άλλες επιμέρους εκδόσεις.

Οι Ακολουθίες του Σεβ. Μητροπολίτου Ρόδου κ. Κυρίλλου.






Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

"Δίψα Θεού" του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη

Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον ζητώ. Πώς να μη σε ζητώ; Εσύ με ζήτησες πρώτος και μου έδωσες να γευθώ τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, και η ψυχή μου Σε αγάπησε έως τέλους.

Τον πρώτο χρόνο της ζωής μου στο Μοναστήρι, γνώρισε η ψυχή μου τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Πολύ μας αγαπά ο Κύριος∙ αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα που μου έδωσε ο Κύριος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο, και γράφω την αλήθεια για χάρη του λαού.

Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ. Πιστεύετε στον Θεό, πιστεύετε ότι υπάρχει το Άγιο Πνεύμα ∙ το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. Και η αγάπη αυτή πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν τον Θεό.

Η χάρη του Θεού δίνει δύναμη για να αγαπάς τον Αγαπημένο. Τότε η ψυχή μου έλκεται αδιάκοπα προς την προσευχή και δεν μπορεί να λησμονήσει τον Κύριο ούτε για ένα δευτερόλεπτο.

Τι να σου ανταποδώσω Κύριε ή ποιον ύμνο να Σου προσφέρω; Εσύ δίνεις τη χάρη Σου, για να φλέγεται αδιάλειπτα η ψυχή από αγάπη και δεν βρίσκει πια ανάπαυση ούτε νύχτα ούτε ημέρα από τη θεϊκή αγάπη.

Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Θεό και προσεύχεται ημέρα και νύχτα, γιατί το όνομα του Κυρίου είναι γλυκό και πολυπόθητο για την ψυχή που προσεύχεται και την προσελκύει στην αγάπη του Θεού.

Έζησα πολύ καιρό στη γη και άκουσα και είδα πολλά. Η ψυχή ζει πολύ στη γη και αγαπά τα γήινα κάλλη. Αγαπά τον ουρανό και τον ήλιο, αγαπά τους όμορφους κήπους, τη θάλασσα και τα ποτάμια, τα δάση και τα λιβάδια. Αγαπά ακόμη η ψυχή και τη μουσική και όλα αυτά τα επίγεια την ευφραίνουν.

Όταν, όμως, γνωρίσει τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τότε δεν θέλει πια να βλέπει τα επίγεια. Είδα επίγειους βασιλείς στη δόξα τους και πολύ το εκτιμούσα. Όταν, όμως, η ψυχή γνωρίσει τον Κύριο, λίγο θα ενδιαφέρεται για όλη τη δόξα των βασιλέων. Τότε η ψυχή διψά τον Κύριο και ποθεί αχόρταγα νύχτα και ημέρα να δει τον Αόρατο, να ψηλαφήσει τον Αψηλάφητο.

Γνωρίζω, Κύριε, πως αγαπάς το λαό Σου, αλλά οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν την αγάπη Σου και θορυβούνται όλοι οι λαοί της γης και οι σκέψεις τους είναι σαν τα σύννεφα που τα παρασύρει ο άνεμος σε όλα τα μέρη.

Οι άνθρωποι έχουν λησμονήσει Εσένα, τον Δημιουργό τους, και ζητούν την ελευθερία τους, χωρίς να εννοούν ότι Εσύ είσαι Ελεήμων, αγαπάς, όσους μετανοούν, και τους δίνεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Όταν η ψυχή γνωρίσει εν Αγίω Πνεύματι τον Κύριο, τότε από τη χαρά της λησμονεί τον ήλιο και όλη την κτίση και παύει να ενδιαφέρεται για την επίγεια γνώση.Ο Κύριος μας έδωσε το Άγιο Πνεύμα και μάθαμε το άσμα του Κυρίου και από τη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού λησμονούμε τα επίγεια. Η αγάπη του Θεού Κυρίου είναι φλογερή και σβήνει τη μνήμη της γης.

Όποιος την έζησε, αυτός την αναζητεί ακούραστα , ημέρα και νύχτα, και έλκεται από αυτήν. Απομακρυνόμαστε από την αγάπη με την υπερηφάνεια και την κενοδοξία, με την αντιπάθεια για τον αδελφό ή το φθόνο, με την κατάκριση του αδελφού. Μας εγκαταλείπει, όταν έχουμε εμπαθείς σκέψεις, όταν προσηλωνόμαστε στα γήινα. Για όλα αυτά απομακρύνεται η χάρη και έρημη η ψυχή πλήττει και ποθεί με πόνο τον Θεό, όπως έπληττε και ο Αδάμ ο πατέρας μας μετά την έξωσή του από τον παράδεισο και φώναζε με δάκρυα προς τον Θεό: «Σε νοσταλγεί η ψυχή μου, Κύριε, και με δάκρυα Σε ζητώ. Το ιλαρό και πράο βλέμμα Σου αιχμαλώτισε την ψυχή μου και το πνεύμα μου ευφραινόταν μέσα στον παράδεισο, όπου έβλεπα το πρόσωπό Σου».

Οι άνθρωποι αγνοούν τη δύναμη της θεϊκής ταπεινώσεως του Χριστού και γι’ αυτό ελκύονται από τα γήινα. Αλλά δεν μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος τη δύναμη αυτών των λόγων χωρίς το Άγιο Πνεύμα. Και όποιος τη γνώρισε αυτός δεν θα εγκαταλείψει την επιστήμη αυτή, έστω και αν του χάριζαν όλα τα βασίλεια του κόσμου.

Η ψυχή μοιάζει με τη νύμφη και ο Κύριος με Νυμφίο. Και αγαπούν ο ένας τον άλλο και ποθούν ο ένας τον άλλο. Ο Κύριος με την αγάπη Του ποθεί την ψυχή και λυπάται, αν δεν αναπαύεται σε αυτή το Άγιο Πνεύμα. Και η ψυχή που γνώρισε τον Κύριο ποθεί Αυτόν, γιατί σε Αυτόν κρύβεται η ζωή και η χαρά της.

Πολλοί πρίγκιπες και άρχοντες, όταν γνώρισαν την αγάπη του Θεού εγκατέλειψαν τους θρόνους τους. Και αυτό είναι ευνόητο, γιατί η αγάπη του Θεού είναι φλογερή.

Γλυκαίνει την ψυχή με τη χάρη του Αγ. Πνεύματος ως το σημείο που να δακρύζει, και τίποτε επίγειο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της.

Όποιος γνώρισε τον Θεό με το Άγιο Πνεύμα, εκείνος λησμονεί τη γη, σαν να μην υπάρχει, αλλά μετά την προσευχή ανοίγει τα μάτια του και πάλι την ξαναβλέπει.

Κύριε ελεήμον, φώτισέ μας με τη χάρη Σου και αυτή θα θερμάνει τις καρδιές μας, για να Σε αγαπούμε.

Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

Αναζήτηση